ήλιε και θάλασσα γαλάζια
και βάθος τ’ άσωτου ουρανού
ω της αυγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλλα του δειλινού
λάμπετε σβήνετε μακριά μας
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας
Πριν από χρόνια σε κάποια διαδικτυακή συζήτηση, ένας συνομιλητής χαρακτήριζε ιδεολογική «εμμονή» των «αριστερών», των μαρξιστών θα διόρθωνα εγώ, το ότι στην έννοια της «αλλοτρίωσης» προσδίδουν αίτια και χαρακτηριστικά που ανάγονται στις σχέσεις της οικονομίας και της κοινωνίας, και το ότι θεωρούν ότι με την άρση αυτών των αιτίων είναι δυνατό να αρθεί και η ίδια η ανθρώπινη αλλοτρίωση.
Αντίθετα ο ίδιος θεωρούσε την αλλοτρίωση «καταστατική», όπως έλεγε, ανθρώπινη συνθήκη και, αν το ερμηνεύω σωστά, συνθήκη υπαρξιακή, συνθήκη που συνιστά μέρος της ουσίας της ανθρώπινης ύπαρξης.
Το θέμα της συζήτησης δεν ήταν μόνο αυτό, έτσι το συγκεκριμένο πέρασε κατά κάποιο τρόπο σε δεύτερη μοίρα στον όλο διάλογο, κι έμεινε –για μένα- σε εκκρεμότητα.
Στο μυαλό μου από τότε, είχε έρθει η ποιητική στροφή των μοιραίων του Βάρναλη: ήλιε και θάλασσα γαλάζια και βάθος τ’ άσωτου ουρανού / ω της αυγής κροκάτη γάζα, γαρούφαλλα του δειλινού / λάμπετε σβήνετε μακριά μας / χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας, που μου φάνηκε πως περιγράφει με τον τρόπο της την μορφή εκείνη της αλλοτρίωσης που ο συνομιλητής μου είχε χαρακτηρίσει «καταστατική».
Φυσικά οι λέξεις, ανάλογα με το εννοιολογικό πεδίο όπου χρησιμοποιούνται, αποκτούν διαφορετική σημασία: λόγου χάρη οι κομμουνιστές όντας φιλοσοφικά υλιστές κάποτε επαινούνται για τον ηθικό ιδεαλισμό τους, παρόμοια θα μπορούσε να μιλήσει κανένας για τον ιδεαλισμό της αστικής φιλοσοφίας και τον «σαϋλωκικό» υλισμό της αστικής κοινωνίας, κι όσο για την «αλλοτρίωση» είναι βέβαια διαφορετική η σημασία της στο πεδίο της οικονομίας και διαφορετική στο πεδίο, ας πούμε, του υπαρξισμού. Είναι όμως στην πραγματικότητα εντελώς άσχετες μεταξύ τους οι δυο αυτές διαφορετικές έννοιες στα δυο διαφορετικά πεδία όπου χρησιμοποιείται η ίδια συγκεκριμένη λέξη: αλλοτρίωση;
Για τον μαρξισμό, η αλλοτρίωση, η αποξένωση, είναι συστατικό αποτέλεσμα του τρόπου της καπιταλιστικής παραγωγής: περιγράφει πρώτα απ’ όλα την σχέση αποξένωσης του ανθρώπου – εργάτη από το προϊόν της εργασίας του. Αυτό, το προϊόν της εργασίας, στον καπιταλισμό δεν παράγεται με σκοπό την ικανοποίηση των αναγκών του παραγωγού, αλλά σαν εμπόρευμα, με σκοπό τη συσσώρευση των κερδών του κεφαλαίου.
Η δραστηριότητα του ανθρώπου σαν παραγωγού, σαν εργάτη, με το να έχει σαν αποτέλεσμα τη συσσώρευση των κερδών του κεφαλαίου, δεν κάνει άλλο από το να συσσωρεύει απέναντι στον παραγωγό έναν εμπορευματικό κόσμο που του είναι ξένος, αλλότριος, και εχθρικός αφού η δημιουργία αυτού του κόσμου στηρίζεται στην εμπορευματοποίηση και την υποδούλωση του παραγωγού, κι αφού όσο περισσότερος από αυτόν τον εμπορευματικό κόσμο συσσωρεύεται τόσο αυξάνεται ο βαθμός της υποδούλωσης και της αποξένωσης του παραγωγού απέναντί του.
Η κοινωνία ολόκληρη, ο ίδιος ο κοινωνικός άνθρωπος, είναι έτσι κι αλλιώς το τελικό προϊόν της κοινωνικής παραγωγής, όμως εδώ αυτό το τελικό προϊόν δεν έρχεται σαν το αποτέλεσμα της συνειδητής ανθρώπινης παραγωγικής δραστηριότητας για την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών, αλλά σαν το τυχαίο όσο και αναγκαίο αποτέλεσμα της τυφλής επενέργειας των εμπορευματικών νόμων της προσφοράς και της ζήτησης με σκοπό και με όριο την κερδοφορία και τη συσσώρευση του κεφαλαίου. Για τον κόσμο του κεφαλαίου δεν είναι ο κοινωνικός άνθρωπος ο τελικός σκοπός της παραγωγής, αλλά το κέρδος κι η συσσώρευση του κεφαλαίου. Ο κοινωνικός άνθρωπος δεν έρχεται σαν το αποτέλεσμα της ανθρώπινης παραγωγικής δραστηριότητας που καταλήγει στον ίδιο τον άνθρωπο, αλλά σαν το προϊόν και το αποτέλεσμα των όρων και των σχέσεων που επιβάλει πάνω στην ανθρώπινη δραστηριότητα ο μοναδικός πραγματικός της σκοπός: η συσσώρευση του κεφαλαίου.
Η δραστηριότητα του εργάτη, πέρα από το όριο που αυτή του επιτρέπει να ζει, έχει σαν προϊόν της την συσσώρευση του κεφαλαίου και το συσσωρευμένο κεφάλαιο είναι ο κοινωνικός κόσμος που ορθώνει απέναντι του με την ίδια του την δραστηριότητα, κόσμος ξένος από αυτόν ως προς την ιδιοποίησή του και ως προς τις ανάγκες που είναι προορισμένος να ικανοποιεί. Αποτέλεσμα των όρων που επιβάλλει αυτή η συσσώρευση, είναι η κοινωνική ύπαρξη του ανθρώπου σαν ύπαρξη αποξενωμένη, αλλοτριωμένη από τον παραγωγό της: τον άνθρωπο.
***
Η αλλοτρίωση, με την «καταστατική» έννοια, για την οποία έκανε λόγο ο συνομιλητής μου, σαν έννοια υπαρξιακή όπως την κατάλαβα, έχει κατά τη γνώμη μου σαν πραγματική βάση της την έννοια της «ετερότητας»: της ετερότητας ανάμεσα σε έναν άνθρωπο και σε έναν άλλο άνθρωπο, ανάμεσα στον άνθρωπο και τον φυσικό κόσμο. Αυτήν την πραγματική, υλική, καταστατική ετερότητα καμιά οικονομική και κοινωνική μεταβολή δεν είναι δυνατό να την καταργήσει. Όμως εδώ δε γίνεται λόγος για την ετερότητα καθαυτή, αλλά για την ετερότητα με τη μορφή της που παρουσιάζεται σαν αποξένωση, αλλοτρίωση.
Είναι επόμενο, ο κοινωνικός κόσμος να απορροφά σαν μέρος του, σαν προέκτασή του, τον κόσμο ολόκληρο, και τον άνθρωπο σαν «άλλο», και την φύση σαν διαφορετική από τον άνθρωπο και, εν μέρει, και από τα έργα του. Είναι επόμενο, αφού η σχέση του ανθρώπου με την κοινωνία είναι σχέση του ανθρώπου με τον κοινωνικό του εαυτό, η ίδια σχέση να προεκτείνεται τόσο σαν σχέση προς τον «άλλο» όσο και σαν σχέση προς τη φύση «το ανόργανο σώμα του ανθρώπου» γενικά, σαν σχέση ξανά δηλαδή του ανθρώπου προς τον εαυτό του καθορισμένη από τη σχέση αυτή όπως είναι πραγματικά σαν σχέση κοινωνική.
***
Μπορεί η σχέση αλλοτρίωσης ανάμεσα στον άνθρωπο και στο αποτέλεσμα της ίδιας του της δραστηριότητας, να πάρει διαφορετική μορφή σαν σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και σε κάθε τι το αυθύπαρκτο, τον άλλο άνθρωπο ή τη φύση, μορφή διαφορετική από τη σχέση της αποξένωσης που διέπει τη σχέση του ανθρώπου προς τα ίδια του τα δικά του έργα;
Και μπορεί η φύση, σαν στοιχείο «ουδέτερο», να δράσει με την «ετερότητά» της από τον άνθρωπο διαφορετικά, από τον να τον καθιστά «μόνο» απέναντι στην σχέση του με τον δικό του κόσμο, δηλαδή «μόνο του» απέναντι στην ίδια του την υλική, κοινωνική αλλοτρίωση;
Μπορεί, με αυτούς τους όρους, η φύση να κάνει κάτι άλλο από το να τονίζει τη σχέση του ανθρώπου με την αποξενωμένη, αλλοτριωμένη από τον ίδιο και εχθρική προς τον ίδιο κοινωνική του υπόσταση;
Ή μπορεί, με αυτούς τους όρους, η κοινωνική ζωή του ανθρώπου να μην εμφανίζεται σαν σχέση αποξένωσης από την μόνη πλευρά του πραγματικού κόσμου, που δεν υψώνεται απέναντί του σαν εχθρικό προς τον ίδιο αποτέλεσμα της ίδιας του της δραστηριότητας, δηλαδή από τη φύση σαν μακρινό κι απρόσιτο καταφύγιο από την ίδια του τη δραστηριότητα, τη στιγμή μάλιστα που η ίδια αυτή δραστηριότητα μετατρέπει ολοένα περισσότερο και το ίδιο αυτό «καταφύγιο», τη φύση, σε εμπορευματικό της αντικείμενο, σε πεδίο επένδυσης κεφαλαίου με σκοπό την μεγαλύτερή του συσσώρευση, σε πεδίο υποδούλωσης της μισθωτής εργασίας στο κεφάλαιο, σε πεδίο το οποίο η εργατική τάξη (ο άνθρωπος σαν παραγωγός του εαυτού του και του κοινωνικού κόσμου) όλο και λιγότερο μπορεί να το ιδιοποιείται κι από το οποίο όλο και πιο άμεσα, με υλικούς οικονομικούς όρους, αποξενώνεται;
***
Χρόνια μετά από την αφετηρία αυτής της συζήτησης, έχω φτάσει στη γνώμη, ότι αυτή η υλική (και συνειδησιακή) «ετερότητα» ανάμεσα στον άνθρωπο και την (υπόλοιπη) φύση, που βρίσκεται πίσω από εκείνους τους στίχους των μοιραίων του Βάρναλη, αποκτά διαστάσεις ολοκληρωτικής υπαρξιακής αλλοτρίωσης στη βάση της αποξένωσης του ατομικού ανθρώπου από το κοινωνικό του είναι. Και ότι η άρση των όρων της κοινωνικο-οικονομικής αποξένωσης του ανθρώπου, αντίθετα, μπορεί την ίδια αυτή ετερότητα, από γεγονός αλλοτρίωσης να την καταστήσει πρωταρχικό γεγονός και πηγή υπαρξιακής απόλαυσης.
Μια δοκιμή ανάγνωσης και αυτών ως σχετιζόμενα με το θέμα ίσως ειναι χρήσιμη:
https://hippokampos.wordpress.com/2012/09/18/σχολαστικές-ασκήσεις-με-την-εξουσία/
https://hippokampos.wordpress.com/2012/09/26/σχολαστικές-ασκήσεις-με-την-εξουσία-2/