Σύμφωνα με τους κλασικούς ορισμούς, δεν είναι η πράξη μίμηση της τραγωδίας, αλλά το αντίθετο: η τραγωδία είναι μίμηση «πράξης σπουδαίας και τέλειας», μ’ άλλα λόγια, η πράξη είναι γεγονός ιστορικό κι η τραγωδία γεγονός αισθητικό.
Μια «σπουδαία και τέλεια πράξη» μπορεί να διαρκεί όσο μια ολοκληρωμένη ιστορική περίοδος ή και ιστορική εποχή, ή (κι αυτή είναι ίσως η τυπική περίπτωση την οποία τείνει να «μιμηθεί» η τραγωδία) όσο διαρκεί ο κύκλος των γεγονότων μέσα από τα οποία μια ιστορική εποχή διαδέχεται την προηγούμενη. Αντίθετα η τραγωδία, ως μίμηση της πράξης αυτής, διαρκεί 1,5 – 2 ώρες.
Η ιστορική πράξη καθορίζεται από όρους πραγματικής έως και πρακτικής αναγκαιότητας, καθορίζεται από τις σχέσεις των πραγμάτων, κι από τις σχέσεις των ανθρώπων τόσο προς τα πράγματα όσο και μεταξύ τους. Η τραγική μίμησή της καθορίζεται από όρους αισθητικής, όπως είναι λόγου χάρη η «ύβρις» και η «κάθαρση».
Αυτό που στην τραγωδία εμφανίζεται ως ατομική ύβρις, αποτελεί την μυθολογικοποιημένη εκδοχή της «ύβρεως» ως γενικού χαρακτηριστικού μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου, μυθολογικοποιημένη εκδοχή της ιστορικής διάστασης που υφίσταται ανάμεσα σε ανταγωνιζόμενες κοινωνικές δυνάμεις. Κι αυτό που στην τραγωδία εμφανίζεται σαν «κάθαρση», αποτελεί επίσης την μυθολογική-αισθητική λύση που ως μίμηση συμπυκνώνει σ’ έναν περιορισμένο σκηνικό χώρο το ξεπέρασμα ενός κοινωνικο-ιστορικού ανταγωνισμού.
Όπως σ’ όλες τις σχέσεις πραγμάτων, η αντιστροφή είναι για την ανθρώπινη νόηση διαδικασία εύκολη και, λόγω της ευκολίας της σε σύγκριση με τις δυσκολίες της πραγματικής ιστορικής πράξης, δελεαστική. Γι’ αυτό συχνά, αν και οι «ευχάριστοι» ιστορικοί κύκλοι προβάλλονται σαν «θρίαμβοι», οι δυσάρεστοι ιστορικοί κύκλοι προβάλλονται σαν «τραγωδίες»: Βέβαια εφόσον η τραγωδία «μιμείται» την «σπουδαία και τέλεια» πράξη, είναι επόμενο και η ολοκληρωμένη (ως κύκλος) ιστορική πράξη να έχει ομοιότητες με την τραγωδία. Πρόκειται όμως για αντιστροφή πραγμάτων και εννοιών.
Κατά τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζεται πολλές φορές και η δρώσα ως παρόν ιστορία με όρους αισθητικής. Τότε, μια που το μέτρο του αναγκαίου και της ικανοποίησής του αποτελεί στοιχείο που δεν «δωρίζεται» στην ανθρώπινη δραστηριότητα, αλλά στοιχείο το οποίο η ανθρώπινη δραστηριότητα πρέπει να το προσεγγίσει με όρους συνειδητής επιλογής, τότε λοιπόν οι όροι και τα μέτρα της αισθητικής έχουν την ικανότητα να περιορίζουν στα δικά τους ελλιπή από ιστορική άποψη μεγέθη τους όρους που επιβάλλει η αναγκαιότητα, την ικανότητα μιας ορισμένης στρέβλωσης των όρων της αναγκαιότητας, την ικανότητα αντιστροφής ανάμεσα στους όρους της πράξης και τους όρους της μίμησής της, και τελικά την ικανότητα υποκατάστασης των μεν από τους δε.
Κι αν αυτή η αντιστροφή σε επίπεδο γενικής ιστορικής αποτίμησης μπορεί να υπόκειται στους όρους της τραγωδίας, σε επίπεδο καθημερινής πράξης και ιδιαίτερα ίσως στις σύγχρονες συνθήκες «παραγωγής και κατανάλωσης», διακινδυνεύει την υποταγή της σε όρους απλού «θεάματος». Η ίδια επίσης η τάση αυτής της αντιστροφής, διακινδυνεύει την υπερίσχυση των όρων της αισθητικής απόλαυσης πάνω στους όρους του αναγκαίου, και κατά προέκταση την ακύρωση της ικανοποίησης των δεύτερων για χάρη της απόρριψης (ως αισθητικών) των πρώτων που έχουν στο μεταξύ καταφέρει να δίνουν στους δεύτερους (τους αναγκαίους) το δικό τους σχήμα και τη δική τους μορφή.
Εν πάση περιπτώσει η τραγική «κάθαρση» είναι διαδικασία που σε τελική ανάλυση αφορά το κοινό. Κοινό όμως δεν υφίσταται στην ιστορία, σε αυτήν όλα τα πρόσωπα είναι δρώντα και το τελικό αποτέλεσμα της δράσης τους εμφανίζεται πρώτα απ’ όλα με τη μορφή νέων όρων καθορισμού της, νέων όρων ζωής – εντελώς διαφορετικά απ’ ό,τι συμβαίνει με το κοινό της τραγωδίας μετά την κάθαρση και την έξοδο.