«Σπάμε την άτιμη την αλυσίδα
που μας εβάραινε θανατερά.
Θέλουμε λεύτερη εμείς πατρίδα
και πανανθρώπινη τη λευτεριά»
Μες στον εμφύλιο πήρε από την καθοδήγησή του την εντολή να εκτελέσει έναν αξιωματούχο της ασφάλειας Θεσσαλονίκης. Ο συγκεκριμένος, σύμφωνα με τις πληροφορίες που του μετέφερε η καθοδήγηση, διακρινόταν για τις μεθόδους βασανισμού των αγωνιστών που έπεφταν στα χέρια του, για τη σκηρότητα των μαρτυρίων στα οποία τους υπέβαλε. Άρχισε να τον παρακολουθεί για να εκτελέσει την αποστολή του, αλλά η παρακολούθηση τού προκάλεσε αμφιβολίες κι οι αμφιβολίες προκάλεσαν στην αποστολή του μια μικρή καθυστέρηση. Στην επόμενη συνάντηση με την καθοδήγηση διατύπωσε τις επιφυλάξεις του:
-Είστε σίγουροι γι’ αυτά που μου είπατε; Τον παρακολουθώ στις οικογενειακές του στιγμές, με τη γυναικα του το παιδί του, κι η εικόνα που έχω είναι τελείως διαφορετική από την εικόνα του αδίστακτου βασανιστή που μου μεταφέρατε.
-Οι πληροφορίες είναι σίγουρες και διασταυρωμένες. Προχώρα.
Ετοιμάστηκε για την τελική πράξη της αποστολής του, όμως δεν προλαβε, τον συνέλαβαν κι οι όροι αντιστράφηκαν, το υποψήφιο θύμα έγινε θύτης -ανακριτής του- και ο παραλίγο θύτης μπόρεσε πιά να επιβεβαιώσει με την άμεση εμπειρία του την ακρίβεια των πληροφοριών για τις οποίες είχε αμφιβολία.
Αυτό που περισσότερο απ’ ολα του έκανε εντύπωση, ήταν η αγαπημένη ερώτηση του βασανιστή του, που του την ρωτούσε την ώρα που τον «έγδερνε»:
«Πανανθρώπινη την ήθελες ρε;»
*
Κάπως έτσι θυμάμαι, με δικά μου λόγια, την περιγραφή του Χρόνη Μίσσιου για τη σύλληψή του το 1947 σ’ ένα από τα βιβλία του. Ακολουθούν 15 συνεχόμενα χρόνια φυλακής και εξορίας ως το 1962 κι άλλα 6 χρόνια την περίοδο 1967-1973. Για την «πανανθρώπινη», για την «υπογραφίτσα» που δεν έβαλε κι αυτός, όπως και τόσοι άλλοι βέβαια.
*
Κι έπειτα, ένας κάποιος «αναχωρητισμός» απ’ αυτά. Όπως γράφει ψυχρά ο χθεσινός ριζοσπάστης «δεν πίστευε στη διέξοδο της ταξικής πάλης», κι όπως λέει κάπου κι ο ίδιος: προέχει να επικοινωνήσουμε ως άνθρωποι πάνω στο κοινό μας πρόβλημα, να κοιταχτούμε στα μάτια, να ονειρευτούμε ξανά μιά όσο γίνεται ευτυχισμένη ζωή για εμάς και για τα παιδιά μας, αντί για τη ζωή που μας επιβάλει το τεχνοκρατικό σύστημα που έχουμε οικοδομήσει και που έχει στραφεί ενάντια στον άνθρωπο και τις ανάγκες του.
Ευγενική η φιλοδοξία, η περιγραφή όμως του «τεχνοκρατικού» συστήματος δεν είναι παρά περιγραφή του καπιταλισμού, και ακόμα κι αυτό που προβλέπεται σ’ αυτή την περιγραφή σαν εφιαλτικό μέλλον, δεν είναι παρά η φτώχεια που συνοδεύει την υπερσυσσώρευση του άχρηστου για την προσφορά και ζήτηση πλούτου (κεφαλαίου) σε κάθε επαναλαμβανόμενη καπιταλιστική κρίση.
Πρόκειται για τον καπιταλισμό, κι απέναντι στον καπιταλισμό δε στεκόμαστε ως άνθρωποι γενικά: Ακόμα κι αν όλοι βασιστούμε στην ανθρωπιά μας και μόνο, στην ανθρωπιά των ιδιοτήτων που καθορίζουν τον καθέναν ως άνθρωπο, τότε η ίδια αυτή ανθρωπιά μας, σαν ανθρωπιά του αφέντη και ανθρωπιά του δούλου, θα μας χωρίσει, και θα ενώσει τους μεν με τους μεν και τους δε με τους δε. Διαφορετκά δεν θα μπορούσαμε να εξηγήσουμε τίποτα απ’ όσα έγιναν, τίποτα απ’ όσα γίνονται, θα μέναμε παθητικοί απέναντι σ΄όσα πρόκειται να γίνουν. Γιατί να, κι η λευτεριά η παναθρώπινη για κάποιους είναι απλώς προοπτική εχθρική, για λίγους, ελάχιστους ανάμεσά τους μπορεί να είναι απλώς μια ωραία ιδέα, ενώ για τους πολλούς είναι ανάγκη της ζωής τους και «ιστορικά καθορισμένος» όρος της επιβίωσης και της αναπαραγωγής τους σαν κοινωνικό γένος.
*
Διότι η ανθρωπιά είναι σε τελική ανάλυση αξία ξένη προς όσους ταυτίζουν την κοινωνική ύπαρξή τους με την εκμετάλλευση των άλλων. Η ανθρωπιά είναι αξία που ανήκει σ’ αυτούς που θέλουν, και που από την κοινωνική τους θέση οφείλουν, να καταργήσουν την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Η ηθική του συστήματος της εκμετάλλευσης είναι εξ ορισμού ξένη κι εχθρική προς την ανθρωπιά: όταν ο κοινωνικός άνθρωπος χωρίζεται στα δυο (καπιταλιστή/εξουσιαστή κι εργάτη/εξουσιαζόμενο), όταν εξαιτίας του εκμεταλλευτικού συστήματος και της διαιώνισής του η ενότητα του ανθρώπου διασπάται κι ο άνθρωπος «οφείλει» να παραμένει διχασμένος κάτω από αυτόν τον ταξικό διαχωρισμό, τότε τι λόγος μπορεί να γίνει για ανθρωπιά; Τι λόγος μπορεί να γίνει για ανθρωπιά, με διασπασμένη, διχασμένη, την ενότητα του κοινωνικού ανθρωπου; Κι αφού είναι έτσι (και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς) πού αλλού μπορεί να οδηγήσει ο δρόμος της ανθρωπιάς αν όχι στο δρομο της ταξικής πάλης;