Υποτίθεται πως «η ζωή είναι ωραία». Ισχύει για όλους αυτό ή μήπως για πολλούς η ζωή εξισώνεται με αγγαρεία, με τιμωρία, για τη διατήρηση της οποίας πρέπει μάλιστα να μοχθούν καθημερινά, και για την οποία τιμωρία προορίζονταν πριν καν υπάρξουν; Ξέρετε, η φτώχια, οι κληρονομημένες κοινωνικές συνθήκες, ο άνθρωπος που ορίζει την ιστορία του αλλά σε συνθήκες που δεν τις επιλέγει αλλά τις βρίσκει δοσμένες και όλα αυτά. Η ζωή βέβαια διαθέτει ήλιο, νερό, αέρα, θάλασσα, γη κι επομένως έχει όλες τις δυνατότητες να είναι ωραία. Δε φτάνει όμως που, παρ’ όλα αυτά, το βιολογικό γεγονός της ζωής από μόνο του σε καμιά περίπτωση δεν εγγυάται ότι θα είναι και πράγματι ωραία η ζωή, έρχεται αμέσως στη συνέχεια η εκμεταλλευτική κοινωνία στην ολότητα των σχέσεών της να εγγυηθεί το ιστορικά συσσωρευμένο της αίσχος της κι όποιου τ’ αρέσει. Κι εντός αυτού του αίσχους, υπό τους όρους του, δεν υπάρχουν βέβαια περιθώρια επιλογής, παρά μόνο είτε προσαρμογής είτε φυγής κι ούτε καν. Στο κουτί της Πανδώρας δε μένει παρά η γνώση της αναγκαιότητας.
*****
Ίσως αρκετοί δεν θυμούνται ότι στα μέσα στης δεκαετίας του 1980 , τότε που είχε κυκλοφορήσει το τραγούδι τών Χάρη και Πάνου Κατσιμίχα που εμφανίζεται στη συνέχεια της ανάρτησης, αυτό που επικρατούσε γύρω από τα ναρκωτικά, την ηρωίνη, την «πρέζα» και τα συναφή, ήταν η αντίληψη ότι ο ναρκωμανής είναι άτομο τελειωμένο, χωρίς ελπίδα και δυνατότητα για γλυτωμό, μια αντίληψη καλλιεργούμενη και επιτεινόμενη κι από την πότε σκανδαλιστική, πότε δακρύβρεχτη, πότε φρικιαστική, πότε ηθικολογική προσέγγιση του θέματος από τον Τύπο της εποχής εντός των ορίων των χαραγμένων από τις συντεταγμένες: κοινωνική υστερία – αστυνομικού τύπου αντιμετώπιση – μυθοποίηση, γοητεία και «φιλελευθερισμός» – αποσιώπηση…
…Καθοριστικός παράγοντας που συνέβαλε έμπρακτα στην ανατροπή αυτής της αντίληψης σχετικά με την ανυπαρξία δυνατοτήτων απαλλαγής από την εξάρτηση, ήταν η εμφάνιση τα ίδια εκείνα χρόνια των πρώτων θεραπευτικών κοινοτήτων, της «Ιθάκης» πρώτα κι ύστερα των άλλων κοινοτήτων του ΚΕΘΕΑ, του «18 Άνω» στο ΨΝΑ κλπ, που έφεραν μια νέα φιλοσοφία γύρω από το αντικείμενό τους:
Αν η εξάρτηση είναι «ασθένεια» που χρειάζεται θεραπεία, πάντως δεν είναι «ασθένεια» ανίατη. Η εξάλειψη της σωματικής εξάρτησης δεν συνιστά από μόνη της απαλλαγή από την εξάρτηση γενικά, και πρακτικά παραμένει ανολοκλήρωτη εφόσον δεν έχει οικοδομηθεί μια προσωπική στάση οχυρωμένη απέναντι στα κοινωνικά ερεθίσματα ή τους κοινωνικούς παράγοντες που χειραγωγούν την ατομική συμπεριφορά επιβάλλοντάς της τη «μοναδική» επιλογή ανάμεσα σε μια άνευ όρων προσαρμογή, από τη μια, και μια αυτοκαταστροφική ψευδαίσθηση φυγής, από την άλλη. Έτσι λοιπόν παύει κι η αντιμετώπιση της «ασθένειας» με ιατρικο-φαρμακευτικούς όρους και στη θέση τους την πρώτιστη σημασία αποκτούν όροι κοινωνικοί και προσωπικοί: τόσο σε ό,τι αφορά τους λόγους υποταγής του ατόμου στην εξάρτηση, όσο συνακόλουθα και σε ό,τι αφορά την απαλλαγή του από αυτήν.
Αυτή είναι μια περιγραφή -με δικά μου λόγια βασισμένα στον τρόπο που την κατανοώ- της φιλοσοφίας των θεραπευτικών κοινοτήτων. Και μάλλον δεν είναι παράξενο που η κριτική την οποία δέχονται από διάφορες πλευρές οι θεραπευτικές κοινότητες -άσχεται από το αβάσιμο ή το βάσιμο επιμέρους πλευρών και αιτιάσεων- στοχεύει κατά βάση στον πυρήνα αυτής της φιλοσοφίας. Γιατί εφόσον η εξάρτηση από τα «ναρκωτικά» αντιμετωπίζεται σαν επιβολή του κοινωνικού «αυθορμητισμού», σε μια ορισμένη μορφή του, πάνω στην προσωπικότητα των ατόμων, και εφόσον η θεραπεία ταυτίζεται με την οικοδόμηση προσωπικοτήτων ικανών να ανθίστανται σε αυτόν τον κοινωνικό «αυθορμητισμό», στην εσωτερίκευση των όρων του και στον καθορισμό των συμπεριφορών τους από αυτούς, τότε μέσω της θεραπείας προκύπτει ένα κοινωνικό αποτέλεσμα που συγκρουόμενο με τον κοινωνικό «αυθορμητισμό» θέτει σε διακινδύνευση ή τουλάχστον σε αμφισβήτηση τους γενεσιουργούς του παράγοντες τους οποίους αυτός ο ίδιος «αυθορμητισμός» διασφαλίζει. Και που -ας μου επιτραπεί- δεν είναι άλλοι από τους παράγοντες που ορίζουν διαχρονικά και διιστορικά την εκμεταλλευτική κοινωνία. Η οποία, εκτός του μηχανισμού των οικονομικών σχέσεων εκμετάλλευσης, διαρθρώνεται σε έναν σχηματισμό που «αγκαλιάζει» (πνίγει) ολόπλευρα το σύστημα των ανθρώπινων σχέσεων ως τις μικρές τους λεπτομέρειες. Σε έναν σχηματισμό εμφανιζόμενο στην ατομική συνείδηση με την οφειλόμενη υποχρέωση υποταγής και προσαρμογής, στην πίσω όψη της οποίας βρίσκεται η εναλλακτική της «φυγής», της περιθωριοποίησης, της αυτοκαταστροφής.
Από μια άποψη λοιπόν, από την «οριστική» άποψη, πίσω από το «δικαίωμα του ατόμου στην αυτοκαταστροφή» κρύβεται το δικαίωμα της εκμεταλλευτικής κοινωνικής εξουσίας να οδηγεί στην αυτοκαταστροφή του το «απροσάρμοστο», το ανυπότακτο άτομο.
***
Υπάρχουν, βέβαια, άτομα που κατάφεραν να πολεμήσουν και να νικήσουν την εξάρτηση μέσα από φαινομενικά διαφορετικούς δρόμους. Δεν θα επερχόταν όμως αυτό το αποτέλεσμα, πιστεύω, αν η προσωπική τους πάλη δεν είχε την ίδια κατεύθυνση, αν δεν κατευθυνόταν προς την οικοδόμηση μιας προσωπικής στάσης ανθεκτικής απέναντι στις εκφράσεις των κοινωνικών σχέσεων τις προορισμένες είτε με τη μια είτε με την άλλη μορφή να καταρρακώνουν ακατάπαυστα τους ανθρώπινους πόθους. Δεν θα επερχόταν, με άλλα λόγια, αυτό το αποτέλεσμα, όπως πιστεύω, αν οι ατομικοί τους δρόμοι δεν κινούνταν στην ίδια φιλοσοφική αντίληψη την οποία υπηρετούν με κοινωνικά οργανωμένη μορφή οι θεραπευτικές κοινότητες.
***
Ύστερα από τα παραπάνω, δεν πρέπει νομίζω να παραξενεύει το γεγονός ότι διαχρονικά η κρατική πολιτική τηρεί μια κατεύθυνση που κεντρικό στόχο έχει είτε την παράκαμψη είτε τον παραμερισμό αυτής της θεραπευτικής φιλοσοφίας και αντίληψης. Και εφόσον επί της ουσίας αυτή η φιλοσοφία και αντίληψη είναι η μόνη θεραπευτική, είναι επόμενο ο «κεντρικός στόχος» να συνίσταται στην παράκαμψη είτε τον παραμερισμό κάθε θεραπευτικής αντίληψης και φιλοσοφίας.
Η ίδια η ίδρυση των θεραπευτικών κοινοτήτων δεν υπήρξε προϊόν κρατικής βούλησης ή κυβερνητικής πολιτικής. Ως τότε άλλωστε μοναδικές μορφές εκδήλωσης αυτής της βούλησης και πολιτικής ήταν από τη μια ο «κοινωνικός αυτοματισμός» κι από την άλλη η κατασταλτική καταδίωξη των εξαρτημένων καθορισμένη κι αυτή η τελευταία από τους όρους σχηματισμού και διάρθρωσης του κρατικού μηχανισμού κατά την ιστορική του διαδρομή από τα «βάθη» των δεκαετιών μέχρι και την πιο πρόσφατη περίοδο. Και τρίτη, βέβαια, μορφή εκδήλωσης η ιδεολογική χρησιμοποίηση του όλου ζητήματος ως μέσου χειραγώγησης κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων και θέσεων: Καλός ο «κοινωνικός αυτοματισμός» κι από μόνος του, πόσο μάλλον εφόσον μπορεί να καταστεί και χειραγωγήσιμος.
Το ότι λοιπόν, εν μέσω κρατικής «απουσίας» από το ζήτημα της απεξάρτησης και κάτω από ορισμένες σχετικά πρόσκαιρες και σχετικά ευνοϊκές πολιτικές συνθήκες, και κάτω επίσης από το βάρος των πρώτων θετικών αποτελεσμάτων της λειτουργίας τους, το αστικό κράτος αναγκάστηκε να αποδεχθεί και να θεσμοθετήσει ορισμένες μορφές στήριξης εκ μέρους του των θεραπευτικών κοινοτήτων, εν τούτοις δεν το εμπόδισε και δεν το εμποδίζει ως και σήμερα να προωθεί μέτρα οικονομικής και «θεσμικής» υποβάθμισης των κοινοτήτων, του ρόλου τους και, ίσως το κυριότερο, της θεραπευτικής τους αντίληψης. Δεν το εμποδίζει να προωθεί μέτρα «αποκοινωνικοποίησης» και ιατρικοποίησης στην αντιμετώπιση του ζητήματος της εξάρτησης, δεν το εμποδίζει να προωθεί μέτρα ενταγμένα στο δόγμα της εξάρτησης ως «χρόνιας» (και υπονοείται: ανίατης) «νόσου» που χαρακτηρίζεται μάλιστα και «αυτοπροκαλούμενη» προκειμένου να απομονωθεί το άτομο και οι επιλογές του από τις κοινωνικές συνθήκες που τα ορίζουν. Δεν το εμποδίζει να επαγγέλλεται αντί της θεραπείας την συντήρηση της εξάρτησης, να καταδικάζει «δια βίου» σε αυτήν τους εξαρτημένους και ταυτόχρονα εκματαλλευόμενο την δεινή θέση τους να «νομιμοποιεί» την -ουσιαστικά αποσυνδεμένη από κάθε πολιτική και και από κάθε προοπτική απεξάρτησης και θεραπείας- τακτική χορήγηση υποκατάστατων που είναι ισχυρά εξαρτησιογόνα από μόνα τους, και τέλος σήμερα να εξαγγέλει υπό τον τύπο της «διαβούλευσης» τη δημιουργία «εποπτευόμενων σταθμών» χρήσης των ουσιών, που κυκλοφορούν στην πιάτσα, από τους «πιστοποιημένους» τοξικομανείς για την προστασία δήθεν της υγείας τους και στην πραγματικότητα για την θεσμοθέτηση και επιβολή υπό όρους «τάξης και ασφάλειας», υπό όρους «εποπτείας», μιας μόνιμης κοινωνικής συνθήκης όπως αυτή που περιγράφει ο -μόνο φαινομενικά υπερβολικός- τίτλος της ανάρτησης.
Άλλωστε πολιτικοί και οικονομικοί στόχοι συμπίπτουν: Από τη μια μεριά, η επιβολή συνθηκών συνεχούς ελέγχου, εγκλωβισμού, ψυχικού αποπροσανατολισμού και εξουθένωσης των δυνητικά «επικίνδυνων» . Κι από την άλλη μεριά, η εξασφάλιση μιας μόνιμης πολυάριθμης και ισόβιας πελατείας είτε στις «νόμιμες» μονοπωλιακές επιχειρήσεις που εμπορεύονται τα φαρμακευτικά τους υποκατάστατα είτε στις «παράνομες» που εμπορεύονται τα ναρκωτικά τους στις πιάτσες των εξαρτημένων και των «εποπτευόμενων σταθμών».
Οι όροι της θεραπείας στη γενικότητά τους είναι για το αστικό κράτος όροι διακινδύνευσης των κοινωνικών σχέσεων που είναι ταγμένο να διασφαλίζει. Για τα κάθε λογής μονοπώλια της φαρμακοβιομηχανίας η θεραπεία (από οποιαδήποτε νόσο) σημαίνει τέλος της κερδοφορίας τους, ενώ η αναγόρευση της κάθε νόσου σε ανίατη σημαίνει συσσωρευόμενο και ανασυσσωρευόμενο κεφάλαιο, «αειφόρο ανάπτυξη».
(Τα παραπάνω αποτελούν σκέψεις με αφορμή το ειδησεογραφικό ρεπορτάζ του Ριζοσπάστη. Κλικ στο λινκ).