Είμαι πολύ «μικρός» και επίσης είμαι πολύ μακριά από την Κολομβία, ώστε να έχω «άποψη» για τις διαπραγματεύσεις που λαβαίνουν χώρα ανάμεσα στην κολομβιανή κυβέρνηση και τον αντάρτικο στρατό FARC.
Ξέρω όμως να διαβάζω και νομίζω ότι έχω μια ορισμένη ικανότητα κατανόησης του νοήματος των «διατυπώσεων».
Διαβάζω λοιπόν στην ανακοίνωση της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός:
«Πρόκειται για συμφωνία που αφορά τη διμερή και οριστική κατάπαυση του πυρός, την εγκατάλειψη των όπλων, τις εγγυήσεις για την ασφάλεια. Επίσης, την καταπολέμηση των εγκληματικών οργανώσεων που είναι υπεύθυνες για δολοφονίες και σφαγές ή που επιτίθενται ενάντια στους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των κοινωνικών και πολιτικών κινημάτων, επίσης των εγκληματικών οργανώσεων που έχουν οριστεί ως διάδοχες παραστρατιωτικών ομάδων και των δικτύων υποστήριξής τους και τη δίωξη των εγκληματικών συμπεριφορών που απειλούν την υλοποίηση των συμφωνιών και την οικοδόμηση της ειρήνης».
Μέχρι «τη διμερή και οριστική κατάπαυση του πυρός», όλα κατανοητά.
Συνεχίζει: «…την εγκατάλειψη των όπλων»: Είναι προφανές, εξ ορισμού, ότι η «εγκατάλειψη των όπλων» δεν μπορεί και φυσικά δεν πρόκειται να είναι «διμερής», κι ας μην παρεμβάλλεται τελεία ανάμεσα στις δυο αυτές φράσεις… Και βέβαια, δεν πρόκειται για «ερμηνεία» αλλά για στοιχειώδη αντικειμενική εκτίμηση της πραγματικότητας. Η οποία, στο πλαίσιο της ιστορικής εμπειρίας της χώρας μας και του λαϊκού της κινήματος, μόνο ανησυχητικές διαστάσεις μπορεί να προσλαμβάνει.
Θα πει βέβαια κάποιος, ότι η ανακοίνωση προβλέπει επίσης, «την καταπολέμηση των εγκληματικών οργανώσεων που είναι υπεύθυνες για δολοφονίες και σφαγές». Δεν μπορώ να αποφύγω, και πάλι, κάποιες ιστορικές «αναμνήσεις»: Ο Μάης του 36 τερματίστηκε, ύστερα από διαπραγματεύσεις, με μια εύηχη συμφωνία περί «τιμωρίας των υπευθύνων» για το αίμα που κύλησε. Και την επόμενη κιόλας μέρα ως «υπεύθυνοι» αναγνωρίστηκαν οι «ταραχοποιοί» αγωνιστές εργάτες, που γέμισαν τα κρατητήρια και πήραν τους δρόμους της εξορίας. Μετά το Φλεβάρη του 45, τη συμφωνία της Βάρκιζας, την «διμερή και οριστική κατάπαυση του πυρός» και την «εγκατάλειψη των όπλων», ως «εγκληματίες υπεύθυνοι για δολοφονίες και σφαγές» αναγνωρίστηκαν οι αγωνιστές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ που γέμισαν μεμιάς τις φυλακές και τα εδώλια των κατηγορουμένων, για να βρεθούν μπρος στις κάνες των εκτελεστικών αποσπασμάτων.
Την ίδια ώρα, μια σειρά «εγκληματικές οργανώσεις», παλιές ή «που είχαν οριστεί ως διάδοχες παραστρατιωτικών ομάδων και των δικτύων υποστήριξής τους» επιδίδονταν σε ένα δολοφονικό όργιο «ενάντια στους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των κοινωνικών και πολιτικών κινημάτων», αλλά πλέον η ένοπλη αντιμετώπισή τους θεωρούνταν «εγκληματική συμπεριφορά που απειλεί την υλοποίηση των συμφωνιών και την οικοδόμηση της ειρήνης», αφού πρώτη από όλες τις απειλές για την «υλοποίηση των συμφωνιών και την οικοδόμηση της ειρήνης» είχε αναγορευτεί η παραβίαση της «εγκατάλειψης των όπλων» που φυσικά δεν ήταν και δεν θα μπορούσε να είναι «διμερής»…
Κατόπιν αυτών, φυσικά και δεν θα ήμουν σε θέση ως «μικρός και μακρινός» παρατηρητής να χειροκροτήσω αυτή την «ειρήνευση». Θα μπορούσα μόνο να «ευχηθώ» όλες οι παραπάνω ανησυχίες να μην είναι τίποτα άλλο παρά προϊόν ενός «ιστορικού τραύματος» μοναδικού και ανεπανάληπτου στην ιστορία, μια «ευχή» που καθόλου δεν είμαι σε θέση να στηρίξω λογικά.