Ένας άνθρωπος πάει στην καφετέρια και παραγγέλνει καφέ…
…Με το που δίνει την παραγγελία, ο μισθωτός σκλάβος εργάτης στο βραζιλιάνικο ή όποιο άλλο λατιφούντιο τρέχει για την συγκομιδή του καφέ. Οι συσκευαστές πακετάρουν την ποσότητα που συγκόμισε ο εργάτης της γης και την παραδίδουν στους μεταφορείς που με καρότσια, κλαρκ, φορτηγά και τρένα την πάνε στο πλησιέστερο αεροδρόμιο ή λιμάνι. Εκεί οι φορτοεκφορτωτές την τοποθετούν προσεκτικά στα αμπάρια του καραβιού ή στον αποθηκευτικό χώρο του αεροπλάνου και τη φέρνουν ως τη χώρα ώσπου, κάποια στιγμή, το προσωπικό του χοντρέμπορου εφοδιάζει την καφετέρια όπου κάθεται ο δικός μας με την ποσότητα καφέ που παράγγειλε. Χωρίς να χάσει στιγμή ο εργάτης της κουζίνας, τρέχει με κουταλάκια, ποτηράκια, φλυτζανάκια, μπρίκια, καφετιέρες κι όλα αυτά, που ένας θεός ξέρει πώς έφτασαν στα χέρια του, και παρασκευάζει τον καφέ όπως τον παράγγειλε ο πρωταγωνιστής μας, γλυκό μέτριο ή σκέτο. Με το που ο καφές είναι έτοιμος στο ποτήρι, ο σερβιτόρος τρέχει κι αυτός, τον βάζει στο δίσκο και χωρίς να χάσει καιρό, μην τυχόν κι ο πελάτης δυσφορήσει για την αργοπορία, έρχεται πάνω από το τραπέζι του και τον ακουμπάει μπροστά του φωνάζοντας «έφτασε!».
…Ο άνθρωπός μας ξαφνιασμένος ξυπνάει από τον λήθαργό και προσπαθεί να ψελλίσει κάτι σαν «ευχαριστώ». Τόση ώρα είχε αφαιρεθεί διαλογιζόμενος ότι ενδεχομένως κάποια στιγμή στο μέλλον έρθει η στιγμή του τέλους της εργασίας, κι ούτε στιγμή δεν του πέρασε από το μυαλό το ερώτημα πώς έφτασε ο καφές του μέχρι το τραπέζι του…
***
Το παραπάνω επεισόδιο είναι η μια πλευρά της υπόθεσης, και αφορά το παρόν, το τόσο αξεδιάλυτα συγκεχυμένο σήμερα, το θυσιασμένο στο βωμό κάποιου ενδεχόμενου αύριο…
Η άλλη πλευρά της υπόθεσης αφορά αυτό το ενδεχόμενο αύριο:
Όπως και να το δει κανείς, η προοπτική ότι θα μετατραπούμε σε πουλάκια βγαλμένα μόλις από το αυγό μας που θα περιμένουμε στη φωλίτσα μας με ανοιχτό το στόμα να έρθει η μαμά-ρομπότ και να μας ρίξει μέσα το σκουληκάκι, δεν είναι απλώς μια προοπτική που προκαλεί αισθήματα αποστροφής, τουλάχιστον σε πολλούς, αλλά και προοπτική που δεν έχει καμία σχέση με τον οποιοδήποτε ρεαλισμό.
Δεν είναι μόνο το ότι η αυτοματοποίηση της παραγωγής βρίσκει τα γενικά όριά της στην υλικότητα του χρόνου και του χώρου και κάθε άλλου σε τελική ανάλυση ανυπέρβλητου φυσικού νόμου. Ούτε το ότι σε κάθε της βαθμίδα τα ειδικά όριά της ορίζονται από την αντίστοιχη ανάγκη σωματικής επίβλεψης και σωματικού χειρισμού των αυτοματοποιημένων παραγωγικών συστημάτων.
Είναι κυρίως το ότι η ύπαρξή της, η ύπαρξη και η συνεχής ανανέωση της αυτοματοποιημένης παραγωγής, σημαίνει και απαιτεί την ύπαρξη ενός εκτεταμένου ανθρώπινου εργατικού – παραγωγικού δυναμικού που δραστηριοποιείται (ή καταναλώνεται από το κεφάλαιο όσο διατηρείται η αντίθεση κεφαλαίου – μισθωτής εργασίας) στο πεδίο της πνευματικής και επιστημονικής εργασίας, και βέβαια η πνευματική και επιστημονική εργασία δεν παύει να είναι εργασία.
***
Στο σημείο αυτό κάνει την θορυβώδη εμφάνισή του ένας ακόμα μύθος: «Ναι, αλλά», λέει, «βάσει του τόμου α, σελίδα β των απάντων του Μαρξ, η αυτοματοποίηση καταργεί την αξία και επομένως τον νόμο της αξίας, άρα και ο καπιταλισμός καταργείται, και ακόμα παραπέρα μπορεί να μην καταργείται μόνο ο καπιταλισμός αλλά και η ίδια η εργασία: αν καταργείται η αξία, το ποσοτικό είδωλο της εργασίας, πού να ξέρουμε αν η εργασία εξακολουθεί ακόμα να υπάρχει;»
***
Δυστυχώς ή ευτυχώς τίποτα από αυτά δεν συμβαίνει.
Απλώς […] το προϊόν της αυτοματοποιημένης παραγωγής παύει, ποσοτικά και υλικά, να αποτελεί ενσάρκωση ενός αθροίσματος ατομικών εργασιών που υλοποιήθηκαν σε αυτό.
Χοντρικά μιλώντας, αν ένας λάκος σκαμμένος με την αξίνα εκφράζει αξιακά την συγκεκριμένη ατομική εργασία που κατέβαλε ένας άνθρωπος σκάβοντας (συν το μέρος της αξίας που μεταβιβάζει στο σκάψιμο του λάκου η φθορά της αξίνας, η οποία έτσι κι αλλιώς σαν εργαλείο είναι αθάνατο), αντίθετα, για να βρούμε την αξία ενός λάκου σκαμμένου με τον τελευταίας τεχνολογίας ρομποτικό εκσκαφέα της NASA, πρέπει να υπολογίσουμε την συνολική κοινωνική πνευματική – επιστημονική συν την κοινωνική σωματική εργασία που καταβλήθηκε για να παράγονται ρομποτικοί εκσκαφείς και να τη διαιρέσουμε με τον αριθμό των ρομποτικών εκσκαφέων που έχει παραγάγει αυτή η εργασία, κι αυτόν τον αριθμό να τον διαιρέσουμε με τον αριθμό των λάκων που σκάβει κάθε ρομποτικός εκσκαφέας στη διάρκεια της «ζωής» του.
Ίσως είναι ανόητοι οι λόγοι που θα επέβαλαν έναν τέτοιο υπολογισμό. Όχι λιγότερο ανόητοι όμως από τους λόγους που επιβάλλουν τον υπολογισμό της αξίας ενός λάκου σκαμμένου με την αξίνα ή τους λόγους (εμπορευματικές τιμές) στους όποιους -άθελά τους- επιβάλλεται από μόνος του αυτός ο υπολογισμός. Και παρότι ανόητοι, δεν παύει να είναι λόγοι, και δεν παύει να πρόκειται για έναν υπολογισμό προσδιορίσιμων και μετρήσιμων μεγεθών πόσο μάλλον αν τον εμπιστευτεί κανείς στην «εξυπνάδα» των αυτόματων υπολογιστικών συστημάτων.
***
Δεν πρόκειται λοιπόν για καμιά καταργηση της εργασίας και για καμιά κατάργηση της αξίας.
Αυτό για το οποίο πρόκειται είναι η τάση της εργασίας προς τον ανώτατο βαθμό του κοινωνικού χαρακτήρα της, και το ίδιο και στο καθρέφτισμά της, η τάση προς τον ανώτατο βαθμό κοινωνικού χαρακτήρα της αξίας και της επενέργειας του νόμου της, και γενικεύοντας τα προηγούμενα, η τάση προς τον ανώτατο βαθμό όξυνσης της αντίθεσης ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και την ατομική της ιδιοποίηση .
Και ταυτόχρονα πρόκειται , όσο διατηρείται ο καταμερισμός της εργασίας ο βασισμένος στην αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, για τον ανώτατο βαθμό προλεταριοποίησης της πλειοψηφίας των πνευματικών – επιστημονικών εργατών, και μαζί για τον ανώτατο βαθμό εμφάνισης της εργασίας τους με τα χαρακτηριστικά της σωματικής εργασίας, εργασίας σωματικής έως το βαθμό της σωματικότητας των εγκεφαλικών λειτουργιών των αποστερημένων από δημιουργικότητα και των υποταγμένων σε εκτελεστική έως και εξαρτημένη αντανακλαστική λειτουργία, εργασίας σωματικής όπως είναι καθαυτή η πληκτρολόγηση και ο χειρισμός του «ποντικιού», εργασίας σωματικής όπως είναι και το γράψιμο όταν κανείς απλώς αντιγράφει, εργασίας σωματικής όπως όταν έχει κανείς να «λύσει» μια δοσμένη σειρά δοσμένων εξισώσεων με δοσμένο ερώτημα και δοσμένη λύση η οποία πρέπει ουσιστικά απλώς να «πρωτοκολληθεί», εργασίας σωματικής όπως όταν έχει κανείς έτοιμα καλούπια στο πνεύμα και μοναδικό αντικείμενο της δραστηριότητάς του είναι η μαζική παραγωγή καλουπιών της πραγματικότητας, εργασίας σωματικής όπως καταντά η πνευματική εργασία όταν είναι δραστηριότητα αλλοτριωμένη από το υποκείμενο που δραστηριοποιείται – από τον άμεσο παραγωγό.
***
Πολύ πνευματικότερη η εργασία ενός, που ψάχνει να βρει τι ενοχλεί το μουλάρι του και ποια θεραπεία είναι κατάλληλη για να το απαλλάξει από την ενόχλησή του.
Η δουλειά με την αξίνα παρήγε πνευματικό πολιτισμό (δημοτικό τραγούδι, μπλουζ), η νομική κατασκευή της «ηλεκτρονικής προσωπικότητας» των ρομπότ αποσκοπεί στην εγκαθίδρυση, ως ειδώλου της, της ρομποτικής προσωπικότητας των ανθρώπων.
Σκέψεις:
Είναι φυσικό, το κάπως «αγκιτατόρικο» κείμενο αυτής της ανάρτησης, να μην διεκδικεί θεωρητικές δάφνες, και ακόμα περισσότερο, η ορισμένη απλοποίηση που το χαρακτηρίζει να απαιτεί όχι απλώς διευκρινίσεις αλλά και επανατοποθετήσεις στο περιεχόμενό του.
Το πιο προβληματικό σημείο του είναι εκεί όπου – σε σχέση με τον υπολογισμό της αξίας των προϊόντων της αυτοματοποιημένης παραγωγής – κάνει λόγο για την «συνολική κοινωνική πνευματική – επιστημονική εργασία που καταβλήθηκε» για την παραγωγή των αυτοματοποιημένων συστημάτων.
Το ζήτημα όμως είναι ότι, αν στον χειροποίητο λάκκο του παραδείγματος μπορούμε εύκολα να προσδιορίσουμε σαν ποσοτικό μέγεθος την ατομική εργασία του ατομικού εργάτη που σκάβει με την αξίνα, για το ποσοτικό μέγεθος της επιστημονικής εργασίας που έχει σαν αποτέλεσμά της την κατασκευή ενός ρομποτικού εκσκαφέα θα πρέπει αφενός να ανατρέξουμε στο συσσωρευμένο επιστημονικό έργο της ανθρωπότητας και αφετέρου στη συνολική επιστημονική εργασία της κάθε δοσμένης σύγχρονης περιόδου, που δεν περιορίζεται στο πλαίσιο μιας παραγωγικής μονάδας αλλά εκτείνεται σε όλη την επιστημονική παραγωγή της κοινωνίας και μάλιστα όχι μιας μόνο χώρας αλλά διεθνώς.
Και αν θεωρήσουμε αμελητέο ζήτημα τον πρώτο παράγοντα, δηλαδή την ιστορικά συσσωρευμένη επιστημονική εργασία και γνώση της ανθρωπότητας, (ζήτημα αμελητέο ως προς το θέμα μας όσο και ο υπολογισμός – στην αξία της αξίνας – της πνευματικής εργασίας που απαιτήθηκε ιστορικά για να φτάσουμε από τα εργαλεία της λίθινης εποχής στα εργαλεία της εποχής του σιδήρου), ωστόσο δεν είναι αμελητέο ως προς το θέμα μας το ζήτημα της σύγχρονης επιστημονικής εργασίας που αντικειμενοποιείται σε ένα αυτοματοποιημένο παραγωγικό σύστημα. Η οποία αυτή επιστημονική εργασία μόνο υπό όρους κοινωνικούς μπορεί να θεωρηθεί, και όχι υπό όρους εξατομικευμένους, πρώτα απ’ όλα από την άποψη της παραγωγής της επιστημονικής γνώσης και, παραπέρα, από την άποψη της κεφαλαιοκρατικής-οικονομικής εκμετάλλευσης και αξιοποίησής της, όσο κι αν η τελευταία παραμένει «τυπικά» εξατομικευμένη σε επίπεδο επιχειρηματικής μονάδας αφού στην κατάληξή της πραγματοποιείται ως αξιοποίηση ατομικών κεφαλαίων.
Αλλά και εδώ ακριβώς είναι που εκφράζεται ο βαθμός στον οποίο έχει οξυνθεί η αντίφαση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων (τον οποίο επιτείνει ως τα άκρα του ο κοινωνικός χαρακτήρας της επιστημονικής εργασίας) και στην ατομική τους ιδιοποίηση.
Βαθμός όξυνσης που συν τοις άλλοις εμφανίζεται και με την μορφή της υπαγωγής της συνολικής κοινωνικής εργασίας (εν προκειμένω της επιστημονικής) στο συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο. Μορφή, που με τη σειρά της έχει δυο όψεις:
Από τη μια, αυτό το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο όλο και λιγότερο αποτελεί ένα απλό άθροισμα των ατομικών κεφαλαίων, και όλο και περισσότερο αναδείχνει τον κοινωνικό του χαρακτήρα (δηλαδή, έναντι της ατομικής του ιδιοποίησης, τον έτερο πόλο της αντίφασης που το διέπει) μέσω της ύπαρξής του σαν χρηματιστικό κεφάλαιο που, επιπλέον, συμφύεται με το κράτος (τον «συλλογικό καπιταλιστή») όχι μόνο πολιτικά αλλά και οικονομικά.
Και από την άλλη, η υπαγωγή της συνολικής κοινωνικής εργασίας στο συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο εμφανίζεται με την όψη τής όλο και μεγαλύτερης κοινωνικοποίησης τής ίδιας τής βασικής ταξικής αντίθεσης: Όλο και περισσότερο δεν πρόκειται για ένα άθροισμα εξατομικευμένων εκμεταλλεύσεων από το οποίο άθροισμα προκύπτει η γενική ταξική αντίθεση, αλλά πρόκειται όλο και περισσότερο για αντίθεση που φέρνει αντιμέτωπη σαν ενότητα την συνολική κοινωνική εργασία με το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο – σαν ενότητα επίσης.
Και αν αυτά σημαίνουν, από στενά πολιτικοοικονομική άποψη, ότι σε κάθε κύκλο κίνησης του κεφαλαίου η παραγόμενη αξία και η αποσπώμενη υπεραξία προσδιορίζονται όλο και λιγότερο σαν ατομικά μεγέθη και όλο και περισσότερο σαν κοινωνικά μεγέθη, από την άλλη δεν πρέπει να διαφεύγει ότι οι ουσιαστικότερες συνέπειες και μορφές αυτής της εξέλιξης δεν είναι οι «στενά» πολιτικοοικονομικές (δηλ. οι «απλώς» περιγραφικές) αλλά οι κοινωνικο-πολιτικές συνέπειές της.
Παράθεμα: σκέψεις για την προηγούμενη ανάρτηση (σχετικά με το «τέλος» της εργασίας, της αξίας κλπ) | ιππόκαμπος