Γράφει ο Γρηγόρης Τραγγανίδας – πηγή: περιοδικό
Άστραψε» και «βρόντηξε» από «ιερή» «οργή» η κυβέρνηση, δια στόματος του γενικού γραμματέα Ενημέρωσης και Επικοινωνίας Λευτέρη Κρέτσου, για την άρνηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου να χορηγήσει άδεια γυρισμάτων στο BBC στον Αρχαιολογικό Χώρο του Σουνίου. Όχι με κάποιο θέμα που θα αφορούσε στην προβολή και την ιστορία του μνημείου, αλλά για τις ανάγκες τηλεοπτικής μεταφοράς κατασκοπευτικού έργου βασισμένου σε μυθιστόρημα του άλλοτε πράκτορα των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, Τζον Λε Καρέ.
«H άρνηση του ΚΑΣ να χορηγήσει άδεια γυρισμάτων στο BBC και στον διεθνούς φήμης σκηνοθέτη Παρκ Τσαν Γουκ στο Σούνιο, για τη μίνι σειρά The Little Drummer Girl, αναδεικνύει για μία ακόμα φορές τις παθογένειες που έχουμε ως χώρα» εκτίμησε, βαρύγδουπα, ο Λ. Κρέτσος και πρόσθεσε: «Μετά από την πολυετή οικονομική κρίση που ισοπέδωσε την οπτικοακουστική παραγωγή της χώρας μας, που άφησε χιλιάδες εργαζόμενους στη βιομηχανία του θεάματος άνεργους, και τους υπόλοιπους να δουλεύουν υπο-αμειβόμενοι, σε άθλιες εργασιακές συνθήκες, και την ίδια στιγμή που ολόκληρος ο ελληνικός λαός κάνει υπερπροσπάθεια για να υπερβούμε όλοι μαζί την περίοδο της επιτροπείας, με μία μόνο αξιολόγηση να μας χωρίζει από την οριστική έξοδο από τα μνημόνια, το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο αρμενίζει σε δικές του ήρεμες θάλασσες σαν να μην έχει συμβεί όλα αυτά τα χρόνια απολύτως τίποτα. Δεν εξηγείται αλλιώς η σπουδή να απορριφθεί, με συνοπτικές διαδικασίες, και χωρίς να εξεταστούν εναλλακτικές, συμβιβαστικές λύσεις (όπως, για παράδειγμα, η δυνατότητα να γίνουν γυρίσματα νωρίς το πρωί ή σε ώρες μη αιχμής -λύσεις που πρότεινε, προς τιμήν της, η μειοψηφία) το αίτημα ενός, κατά τεκμήριο, σοβαρότατου φορέα, και ενός δημιουργού που τιμά τον τόπο μας επιλέγοντάς τον για την παραγωγή της σειράς του».
Τα παραπάνω θα μπορούσαν να είναι και μια επιτομή του αγοραίου αρχοντοχωριατισμού και της πολιτικής κουτοπονηριάς της εγχώριας σοσιαλδημοκρατίας. Διότι χρειάζεται νεοφιλελεύθερο θράσος και παλαιοκομματικό αρχοντοχωριατισμό να θεωρείς «τιμή» να γυριστεί σε έναν αρχαιολογικό χώρο μια ταινία με ήρωες έναν Παλαιστίνιο «τρομοκράτη», έναν κατάσκοπο των Ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών και μια Αγγλίδα ηθοποιό διπλή πράκτορα. Και σίγουρα είναι κουτοπονηριά να παρουσιάζεις αυτήν την στοιχειώδη άρνηση του ΚΑΣ να εκχυδαΐσει την πολιτιστική κληρονομιά, ούτε λίγο – ούτε πολύ, σαν ένα είδος «εμποδίου» στην «ανάκαμψη» της εγχώριας κινηματογραφίας.
Αλλά η σημερινή κυβέρνηση δεν είναι η μόνη που κάνει το λογικό «άλμα» της «σχέσης» μεταξύ της «ανάπτυξης» του ελληνικού οπτικοακουστικού τομέα… με το γύρισμα ξένων παραγωγών στην Ελλάδα. Ανάλογες ψευδαισθήσεις διακινούσαν και όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις, παρά και ενάντια στην πικρή ευρωπαϊκή πείρα που αποδείκνυε, ότι οι μόνοι που κέρδιζαν από τις ξένες παραγωγές ήταν οι πολυεθνικές του οπτικοακουστικού που έβρισκαν, στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες επί το πλείστον, υψηλά ειδικευμένο και έμπειρο προσωπικό, με μισθούς πείνας.
Η «εξίσωση» «ξένες παραγωγές = ανάπτυξη των εθνικών κινηματογραφιών» όχι μόνο είναι αυθαίρετη και ατεκμηρίωτη – γεγονός που δεν πτοεί πάντως τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες του υπουργείου Πολιτισμού να την μηρυκάζουν σαν τις καλοζωισμένες αγελάδες των διαφημίσεων – αλλά, αντίθετα, έχει καταστροφικά αποτελέσματα για τις εθνικές κινηματογραφίες. Ως προς αυτό αξίζει να θυμίσουμε τι έλεγαν οι ίδιοι οι εμπλεκόμενοι στην κινηματογραφική παραγωγή από το 2003 ακόμα στο πλαίσιο της συνόδου για τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο και τον οπτικοακουστικό τομέα που είχε πραγματοποιηθεί στη Θεσσαλονίκη στο πλαίσιο της ελληνικής προεδρίας στην ΕΕ. Κυρίως οι εκπρόσωποι των πρώην σοσιαλιστικών χωρών οι οποίοι, αν και ήταν «υπεράνω πάσης υποψίας» σε ιδεολογικό-πολιτικό επίπεδο, ωστόσο «σκιαγράφησαν» την λεηλασία της πλούσιας κινηματογραφικής υποδομής των χωρών τους από την «επέλαση» της «αγοράς».
Οι έχοντες σχετική πείρα
Ο Πολωνός σκηνοθέτης Αντρέι Ζουλάφσκι, για παράδειγμα, είχε πει χαρακτηριστικά:: «Πουλήσαμε στους Αμερικανούς τα δικαιώματα της διανομής για ένα κομμάτι ψωμί. Έτσι λοιπόν πρέπει να δούμε πώς έγιναν τόσο δυνατοί». Ο Σλοβένος Ιγκόρ Κόρσιτς, πανεπιστημιακός καθηγητής, με αρκετή δόση σαρκασμού είχε πει ότι όλα είναι θέμα πολιτικής βούλησης, αλλά στις αρχές της δεκαετίας του ’90, στη Σλοβενία, «υπήρχε ισχυρή πολιτική βούληση …εξαφάνισης του κινηματογράφου μας»! Προσθέτοντας ότι μόνο με την πίεση των «πανικοβλημένων» κινηματογραφιστών πέρασε ένας νόμος σχετικής προστασίας. Στη Σλοβενία, σύμφωνα με τον Κόρσιτς, μόλις το 3%-5% της διανομής καλυπτόταν από ευρωπαϊκές εγχώριες ταινίες και το υπόλοιπο ήταν αμερικανικές (σ.σ. παρακάτω θα δούμε ότι τίποτε δεν άλλαξε μέχρι σήμερα).
Ο τότε εκπρόσωπος του Κέντρου Κινηματογράφου της Λετονίας, Μπρούνο Ακτσουκς, είχε κατακεραυνώσει την ΕΣΣΔ λέγοντας ότι τότε όλες οι ταινίες στη Λετονία έρχονταν από τη Μόσχα. Ωστόσο δεν μπόρεσε να εξηγήσει πώς σε περίοδο αγοραίας «ελευθερίας» οι λετονικές ταινίες ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Αντίθετα, ο Λιθουανός Τόμας Ντονέλα που εκπροσωπούσε την Ένωση Λιθουανών Σκηνοθετών είχε πει ότι αυτή τη στιγμή (σ.σ. το 2003) στη Λιθουανία «γυρίζεται μόνο μία ταινία το χρόνο» κι όμως «το ’60 και το ’70 ήμασταν περήφανοι για την κινηματογραφία μας». Περιέγραψε μάλιστα ότι οι Λιθουανοί τεχνικοί κατάντησαν φτηνό εργατικό δυναμικό για παραγωγούς-μεγαθήρια, όπως η αμερικανική «Warner», η οποία γύριζε τις τηλεοπτικές της σειρές στα λιθουανικά στούντιο. Ακόμη και Ταινιοθήκη έπαψε να έχει η Λιθουανία. «Δεν μπορούμε να μπλοκάρουμε τους δρόμους ούτε να πάρουμε τα όπλα γιατί οι κινηματογραφιστές είμαστε λίγοι», κατέληξε ο Ντονέλα.
Η Βέρα Γκιούρεϊ, τότε διευθύντρια των ουγγρικών κινηματογραφικών αρχείων, είχε πει ότι τα πνευματικά δικαιώματα των ουγγρικών ταινιών από το 1945 ανήκουν πλέον σε ιδιωτική εταιρία.
Ο Κάρολ Γιακούμποβιτς, τότε μέλος του Συμβουλίου Δημόσιας Τηλεόρασης της Πολωνίας και εμπειρογνώμονας στα οπτικοακουστικά, αναφέρθηκε σε μια μελέτη της ΕΕ, από την οποία προέκυπτε, ότι η δημόσια τηλεόραση της Ανατολικής Ευρώπης εξακολουθούσε να «αιμοδοτεί» την κινηματογραφική παραγωγή με το 37% του κόστους της. Ποσοστό πολύ μεγαλύτερο από αυτό της Δυτικής Ευρώπης. Έτσι, λοιπόν, για τον Γιακούμποβιτς «αν οι δημόσιοι τηλεοπτικοί σταθμοί δεν μπορούν να αντέξουν τον ανταγωνισμό της ελεύθερης αγοράς θα χαθούν», με κίνδυνο «να μετατραπούν οι άνθρωποι από πολιτιστικοί παραγωγοί σε πολιτιστικούς καταναλωτές». «Αν θέλετε να προστατέψετε τη δημόσια τηλεόραση και τα κινηματογραφικά αρχεία, πρέπει να το κάνετε μέσω της προβολής των έργων και όχι με τα έργα στα ράφια», είπε, και πρόσθεσε καταγγελτικά: «Οι ιδιωτικοποιήσεις των δημόσιων σταθμών δε βρίσκουν αντίθετη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ΕΕ δεν ενδιαφέρεται για τη δημόσια τηλεόραση και έτσι η ιδιωτικοποίηση θα συνεχιστεί. Θα πρέπει να δημιουργηθούν ασφαλιστικές δικλείδες για τις δημόσιες μεταδόσεις και μέσω του ευρωπαϊκού Συντάγματος. Θα το κάνει η ΕΕ ή θα υποκύψει στην πίεση της αγοράς; Δεν το ξέρω, αλλά το δεύτερο είναι το πιθανότερο».
Ποιος μπορεί να πει ότι όσα είπε ο κ. Γιακούμποβιτς δεν ήταν «προφητικά»;
Τα παλιά «νέα επενδυτικά κίνητρα»
Την ίδια παλιά, αποτυχημένη και επικίνδυνη «συνταγή» επανέφερε πρόσφατα και η σημερινή κυβέρνηση, σε νέο «περιτύλιγμα» υπό τον τίτλο το «νέο επενδυτικό κίνητρο για την παραγωγή κινηματογραφικών και οπτικοακουστικών έργων στην Ελλάδα».
Κατά την παρουσίαση, ο υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης Νίκος Παππάς,δεν μπορούσε να κρύψει τον αγοραίο ενθουσιασμό του, καλώντας τον καλλιτεχνικό κόσμο να αγκαλιάσει την πρωτοβουλία και δελεάζοντας τα αφεντικά του οπτικοακουστικού με εκατομμύρια δημοσίου χρήματος: «Το σχέδιο κινήτρων για τις οπτικοακουστικές παραγωγές έχει κάποια εξαιρετικά πλεονεκτήματα. 75 εκατ. ευρώ έχουν ήδη εξασφαλιστεί. Αγκαλιάστε το, βοηθήστε το να αναπτυχθεί (…) Ο κλάδος της δημιουργίας μπορεί να παίξει ρόλο ατμομηχανής, να πολλαπλασιάσει τα θετικά μηνύματα. Ο κλάδος μπορεί να γίνει κλάδος αιχμής, για μια Ελλάδα που ανακάμπτει… Ας γυρίσουμε μαζί σελίδα!».
Πάντως ο Πέτρος Τατούλης, ως υφυπουργός Πολιτισμού, το είχε θέσει «ποιητικότερα», όταν από το Φεστιβάλ των Καννών την άνοιξη του 2005 και απευθυνόμενος στους μεγαλο-παραγωγούς, σημείωνε με «οίστρο»: «Τώρα είναι ευκαιρία το ελληνικό φως να φωτίσει το κάδρο σας, οι ελληνικές θάλασσες να αποτελέσουν το σκηνικό σας, τα ελληνικά ορεινά τοπία να γίνουν ο χώρος δράσης της αφήγησής σας, το ελληνικό άστυ να φιλοξενήσει τους χαρακτήρες της πλοκής σας»..!
από το σημερινο «ριζοσπάστη»:
ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Εδωσε έγκριση για τα γυρίσματα τηλεοπτικής σειράς στο Σούνιο
Συζητήθηκε χτες στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ) η νέα πρόταση που κατέθεσε το βρετανικό δίκτυο BBC, που αιτούνταν τη χορήγηση άδειας κινηματογράφησης στον αρχαιολογικό χώρο του Σουνίου, στο πλαίσιο γυρισμάτων τηλεοπτικής σειράς. Τελικά το ΚΑΣ, και μετά από τις πιέσεις και την κριτική που δέχτηκε από την κυβέρνηση και το υπουργείο Πολιτισμού, έδωσε το «πράσινο φως» για τη διενέργεια των γυρισμάτων από τις 7 π.μ. έως τη 1 μ.μ. και όχι έως τις 7 μ.μ., όπως είχε ζητηθεί την πρώτη φορά.
Θυμίζουμε ότι την προηγούμενη βδομάδα τα μέλη του ΚΑΣ με οριακή πλειοψηφία είχαν αρνηθεί τη χορήγηση άδειας κινηματογράφησης στον αρχαιολογικό χώρο του Σουνίου στις 12 Απρίλη 2018, στο πλαίσιο γυρισμάτων τηλεοπτικής σειράς του BBC. Το αιτιολογικό της άρνησης ήταν η μεγάλη χρονική έκταση (7 π.μ. – 7 μ.μ., αυθημερόν), ο μεγάλος αριθμός προσώπων που θα συμμετείχαν στο γύρισμα (γύρω στους 120), καθώς και ο βαρύς εξοπλισμός. Ολα τα παραπάνω κρίθηκε ότι δυσχεραίνουν τη λειτουργία του αρχαιολογικού χώρου, ειδικά σε μια περίοδο που υπάρχει υψηλή επισκεψιμότητα.
Οι αντιδράσεις εκδηλώνονται στο φόντο των εξαγγελιών, μόλις πριν από μια βδομάδα, του ΕΚΟΜΕ (Εθνικό Κέντρο Οπτικοακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας). Εκεί παρουσιάστηκε το νέο «επενδυτικό κίνητρο» για την παραγωγή κινηματογραφικών και οπτικοακουστικών έργων στην Ελλάδα, «υποστήριξη της επιχειρηματικότητας, της προσέλκυσης άμεσων ξένων επενδύσεων στη χώρα κι η ενίσχυση της απασχόλησης». «Ο κλάδος της δημιουργίας μπορεί να παίξει ρόλο ατμομηχανής, να πολλαπλασιάσει τα θετικά μηνύματα. Ο κλάδος μπορεί να γίνει κλάδος αιχμής, για μια Ελλάδα που ανακάμπτει…», ανέφερε σχετικά ο υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής Ν. Παππάς.
Επομένως, το παραπάνω ζήτημα έχει δύο πλευρές.
Η μία είναι ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται το κράτος την πολιτιστική κληρονομιά και κυρίως αν την αντιμετωπίζει ως αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης ή ως πηγή γνώσης για την εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας και μελέτης των συνθηκών που ανέδειξαν τους αρχαίους πολιτισμούς, ως ένα ανεκτίμητο εργαλείο κατανόησης του παρελθόντος ώστε να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα του σήμερα σε όφελος της μεγάλης λαϊκής πλειοψηφίας. Π.χ. είναι ζήτημα με τι όρους παραχωρείται ένα μνημείο για κινηματογράφηση, που σίγουρα μέσα σε αυτούς οφείλεται να είναι όλοι οι όροι προστασίας του μνημείου, τόσο της φυσικής του υπόστασης όσο και του περιεχομένου του.
Από την άλλη, χρειάζεται να θυμηθούμε τι είχε αναφέρει το ΚΚΕ στη Βουλή, όταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ θεσμοθέτησε την Ανώνυμη Εταιρεία ΕΚΟΜΕ. Είχε τονίσει ότι η σύσταση αυτού του οργανισμού ήρθε να πατήσει πάνω στο πρόβλημα της ανυπαρξίας κινηματογραφικής παραγωγής, με στόχο τη διευκόλυνση των επιχειρηματικών ομίλων, ελληνικών και ξένων, να διεισδύσουν και να επενδύσουν στον τομέα. Οπως φαίνεται, η κυβέρνηση στρώνει μεθοδικά το δρόμο για τη «σωτήρια» είσοδο του ιδιωτικού κεφαλαίου στην κινηματογραφική παραγωγή, σε όλα τα επίπεδα, παρουσιάζοντας την ενίσχυση κεφαλαίων, διατλαντικών ή ευρωπαϊκών, στο πεδίο των συμπαραγωγών, ως ενίσχυση της εθνικής κινηματογραφίας. Μια πρακτική πλήρως ενταγμένη στην αγοραία αντίληψη του κινηματογράφου, που όχι μόνο δεν ενισχύει αλλά είναι και καταστροφική για τις εθνικές κινηματογραφίες. Το σίγουρο είναι ότι τα μονοπώλια του οπτικοακουστικού τομέα ζητούν χώρες για την παραγωγή ταινιών που να πληρούν δύο βασικά χαρακτηριστικά: Φτηνό αλλά εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό και ύπαρξη κατάλληλης κινηματογραφικής υποδομής και, όπως φαίνεται, και μνημείων…