
Έγραφα εκεί κάποιες σκέψεις για την έννοια της εξουσίας:
*ως μορφή «εξ-άντλησης» από την («αφηρημένη» κοινωνική, την καθορισμένη ταξική και την συγκεκριμένη ατομική) ανθρώπινη ύπαρξη της ουσίας της
*ως μορφή αλλοτριωτικής ιδιοποίησης αυτής της ουσίας από το κοινωνικο-ιστορικό σώμα που εξουσιάζει την ανθρώπινη ύπαρξη
*ως μορφή επιβολής πάνω στην ανθρωπινη ύπαρξη των όρων νομιμοποίησης, καθαγιασμού και διαιώνισης της εξουσίας και μάλιστα ως όρων που η ανθρώπινη ύπαρξη οφείλει να τους οικειοποιηθεί σαν να πρόκειται για την ίδια τη «φυσική» ουσία της
*ως μορφή τέλος διαρκούς ιστορικής, κοινωνικής και ψυχικής διχοτόμησης της ανθρώπινης ύπαρξης ανάμεσα σε αυτήν την, ταυτόσημη και παράγωγη των σχέσεων εξουσίας, φενακισμένη ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης, από την μιά, και , από την αλλη, στην (απαγορευμένη) ουσία της που την ακολουθεί στην όλη ιστορική της διαδρομή σαν διαρκής εναλλακτική δυνατότητα, σαν παράληλη υποθετική ζωή «αν» τα πράγματα δεν ήταν έτσι αλλά αλλιώς, σαν συνεχής πρόκληση για μια βιωτική στάση ως-αν-να μην υφίστανται σχέσεις εξουσίας, ως διαρκής πρόκληση επαναστατικής ανατροπής και εξάλειψης αυτών των πραγματικών σχέσεων…
Αυτά συνιστούσαν το κεντρικό περιεχόμενο (εν μέρει και την αθέατη βάση) των σκέψεων που προσπάθησα να αναπτύξω σ’ εκείνη την ανάρτηση, εκμεταλλευόμενος ένα λεκτικό «πλεονέκτημα» που λείπει από τις πιο «θετικές» παρεμφερείς λεκτικές εκδοχές της έννοιας, όπως η ισχύς, το κύρος, η κυριαρχία κά. Όπως επίσης, αθέατο υπόβαθρο των ίδιων σκέψεων αποτελούν και τα λόγια από το «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος»: «Η ιστορία όλων των ως τώρα κοινωνιών είναι ιστορία ταξικών αγώνων. Ελεύθερος και δούλος, πατρίκιος και πληβείος, βαρόνος και δουλοπάροικος, μάστορας και κάλφας, με μια λέξη, καταπιεστής και καταπιεζομενος, βρίσκονταν σε […]»
Γίνεται ανάμεσα στ’ άλλα σ’ εκείνη την ανάρτηση λόγος, για την ανθρώπινη συνείδηση, η οποία σε συνθήκες όπου ύπαρξη και ουσία δεν έχουν ακόμα αποσπαστεί η μια από την άλλη, «είναι ακόμα ελεύθερη να καθορίζεται (και ελεύθερη ακριβώς επειδή καθορίζεται) από την άμεση εμπειρία των αισθήσεων και την λογική νοητική επεξεργασία των εμπειρικών δεδομένων και των συνδυασμών τους (…)» των συσσωρευόμενων από γενιά σε γενιά, βρίσκω εδώ την ευκαιρία να προσθέσω.
Γύρω από αυτή την ελευθερία, που βρισκεται μόνιμα στο στόχαστρο όλων των παραλλαγών της εξουσιαστικής (με την κυριολεκτική, «ολική» έννοια της λέξης, κι όχι με την έννοια που σηματοδοτεί έναν βασικό πολιτικό όρο της ίδιας της άρνησής της) ιδεολογίας και πρακτικής, κινείται θεματολογικά αυτή εδώ η ανάρτηση.
Η συνείδηση που αρνείται τους όρους της αλλοτρίωσής της, τους οποίους επιβάλλουν οι σχέσεις της εξουσίας, είναι υποχρεωμένη (αναγκασμένη φυσικά) να αναζητά και να ανακαλύπτει την αλήθεια των πραγμάτων και των μεταξύ τους σχέσεων, που στο κέντρο όλων τους βρίσκονται ακριβώς οι υλικοί, πραγματικοί όροι του εξαναγκασμού της στην αλλοτρίωση, από τους οποίους όρους ταυτόχρονα συνάγονται και οι όροι του ιστορικού τους ξεπεράσματος, της εξάλειψής τους. Η δυνατότητα κι η επιμονή της συνείδησης να εκπληρώνει αυτή την καταστατική της υποχρέωση, συνιστούν την ελευθερία της.
Η υποταγμένη στους όρους της αλλοτρίωσής της συνείδηση είναι υποχρεωμένη -και επιβεβαιώνει με αυτόν τον τρόπο την υποταγή της- να αποστρέφεται ακριβώς το γνωστικό πεδίο των όρων που την αλλοτριώνουν (και μαζί των όρων της εξάλειψής τους), να αποστρέφεται δηλαδή το κέντρο γύρω από το οποίο διαρθρώνονται και αναπτύσσονται όλες οι σχέσεις πραγμάτων εντός των οποίων η ίδια αυτή συνείδηση υπάρχει, όλες οι σχέσεις -με άλλα λόγια- οι οποίες αυτήν την ίδια την αποτελούν. Και, αντίστροφα, για να το πετύχει αυτό, πρέπει να αποδέχεται ως αληθινή μια διάρθρωση του συνόλου αυτών των σχέσεων (και του εαυτού της) τέτοια που στο τέρμα της λογικής τους διαδοχής να παρακάμπτεται ο πυρήνας τους τον οποίο οφείλει να αποστρέφεται.
Μια τέτοια «διάρθρωση σχέσεων», που μπορει να γίνει δεκτή ως αληθινή υπηρετώντας αυτή την «παράκαμψη», μπορεί να είναι λόγου χάρη και εκείνη που μέσα από διάφορες μορφές καταλήγει στο τελικό συμπέρασμα πως δεν υφίσταται καν αλήθεια (άσχετα που και αυτού του είδους η διάρθρωση κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να ανατραπεί, ως προς την σκοπιμότητά της, εξαιτίας του αναπόδραστου γεγονότος, ότι μές στην αχανή κόσμο των μη-αληθινών φαινομένων έχει ξεχωριστή θέση μια επίμονα καθορισμένη μορφή εμφάνισης της μη-αλήθειας που απαιτεί μια επίσης εντελώς καθορισμένη ψευδή δραστηριότητα για την εξάλειψη της δυσάρεστης ψευδούς πραγματικότητας που συνιστά).
Στον αντίποδά της παραπάνω «διάρθρωσης» (άσχετα αν μπορεί να ανακαλυφθεί κι ένα σημείο τομής τους) ο φασισμός, εφόσον μιλάμε για τους εξουσιαζόμενους που οφείλουν οικειοποιούμενοι το ιδεολογικό του σύστημα να παρακάμψουν (και να αντιστρέψουν) τους όρους της αλλοτρίωσής τους. Αντίθετα, για τους εξουσιαστές ο φασισμός αποτελεί μορφή επιβεβαίωσης της δικής τους αλλοτρίωσης μέσω -ίσα ίσα- της σε βαθμό «θεοποίησης» αναγνώρισης των σχέσεων και όρων εξουσίας και αλλοτρίωσης του ανθρώπου και της ουσίας του γενικά, στο πλαισιο της οποίας αναγνώρισης οι ιδιοι αναλαμβάνουν τον ρόλο της μέχρι τέλους πραγμάτωσης των σχέσεων και όρων αυτών.
Κι ανάμεσα στους δυο «αντίποδες» διάφορα θρησκευτικά συστήματα, διάφορα φιλοσοφικά συστήματα του αγνωστικισμού, ο εκχυδαϊσμένος σύγχρονος «θετικισμός» για τον οποίο αλήθεια είναι ό,τι ορίζουμε ως τέτοια και μόνο έως τον βαθμό που την ορίζουμε… Κι επίσης, το ιδεολογικό σύστημα ενός γνωσιολογικού «πλουραλισμού» για τον οποίο η αλήθεια δεν ειναι «μία» αλλά «πολλές», για τον οποίο μπορούν να ισχύουν ταυτόχρονα σαν «αληθινά» όλα τα παραπάνω συστήματα, για τον οποίο «αλήθεια» μπορεί να είναι σε τελική ανάλυση η οποιαδήποτε εκτός από την μοναδική αληθινή αλήθεια που η παραδοχή της θα αναιρούσε τη βάση του ως ιδεολογικού συστήματος. Κι αν στον πυρήνα της αλήθειας γενικά βρίσκεται η «μοναδική αληθινή αλήθεια» των πραγματικών σχέσεων εξουσίασης ανθρώπων από ανθρώπους και των όρων της ιστορικής πραγματικής άρνησής τους, τότε τοσο το χειρότερο γι’ αυτην την «μοναδκή αληθινή αλήθεια» εφοσον για χάρη της αυτός ο γνωσιολογικός «πλουραλισμός» θα όφειλε να αρνηθει τον ίδιο του τον εαυτό: Στην καλύτερη περίπτωση θα την τοποθετήσει ως μια ακόμα «αλήθεια» πλάι σε άλλες (ακόμα και πλάι στις «αλήθειες» που την αρνούνται)… Στην χειρότερη περίπτωση, θα αρνηθεί να την «νομιμοποιήσει» εφόσον η ίδια τον αναιρεί.
Μιλώντας με τους πιο απλοποιημένους δυνατούς όρους, είναι -μπορεί να είναι- γεμάτη πνευματικές «περιπέτειες» και καθορισένη από πλήθος διαφορετικών απόψεων η συνειδησιακή διαδρομή του ανθρώπου ως την ανακάλυψη και διατύπωση της σχέσης πραγμάτων που εκφράζεται αφηρημένα με την απλή αριθμητική μορφή 1+1=2. Όπως επίσης και η ενδεχόμενη αμφισβήτηση αυτής της μορφής στην επιδίωξη ανακάλυψης και διατύπωσης μιας νέας μορφής για την έκφραση καθορισμένων σχέσεων που αναιρούν την παλιά ή που απλώς δεν μπορούν να εκφραστούν από αυτήν.
Για την αντίληψη του παραπάνω (μιλώντας με γνωσιολογικούς όρους) πλουραλισμού, όμως, δεν τίθεται θέμα γενικής αλήθειας σε σχέση με αυτή την απλή αριθμητική μορφή, όπως δεν τίθεται τέτοιο θέμα και για την κάτω από καθορισμένος όρους καθορισμένη αναίρεσή της. Όπως δεν μπορεί επίσης να τίθεται θέμα ούτε για την διαδιακασία ανακάλυψής της ως αφηρημένης μορφής που εκφράζει μοναδικά μια ορισμένη αληθινή πραγματικότητα, ούτε και για τη διαδικασία αναίρεσής της εφόσον πρόκειται για καθορισμένους πραγματικούς όρους που εκφράζονται επίσης μοναδικά με μια νέα, επίσης καθορισμένη, μορφή. Για την παραπάνω αντίληψη στην τελική της συνέπεια, όσο αλήθεια είναι γενικά ότι 1+1=2, άλλο τόσο αλήθεια είναι ή μπορεί να είναι γενικά ότι 1+1=0, 3, 4, 5, ή 6…, ή -1, -2 κλπ. Οι «αλήθειες» εδώ μπορούν να είναι άπειρες, όσες και οι αριθμοί, και η δυνατότητα επιλογής μιας οποιασδήποτε «αλήθειας» ανάμεσα σε τόσες μπορεί να εμφανιστεί σαν εγγύηση της ελευθερίας γενικά , μόνο που από αυτήν την γενική ελευθερία εξαιρείται η μοναδική ελευθερία της ανακάλυψης της πραγματικότητας με τον μοναδικό τρόπο που υπάρχει και της εκφραστικής της διατύπωσης με τον μοναδικό τρόπο που μπορεί να εκφραστεί ως τέτοια. Κι αν, ακόμα παραπέρα, η ίδια αυτή γνωσιολογική αντίληψη αυτού του ίδιου πλουραλισμού εμφανιστεί με την πολιτικά στρατευμένη μορφή της, τότε οι επιλογές παραμένουν μεν άπειρες, όμως πλην μίας: πλην της επιλογής 1+1=2. Αφαιρώντας από το σύνολο των άπειρων επιλογών μόνον μία και μάλιστα την συγκεριμένη (την μοναδική επιλογή για την οποία μπορεί να υπάρχει λόγος αφαίρεσής της από το σύνολο των επιλογών), οι επιλογές παραμένουν «άπειρες», η «ελευθερία» εξακολουθεί να εμφανίζεται απεριόριστη στην έκτασή της είτε από την μια είτε από την άλλη κατεύθυνση της «μοναδικής» επιλογής που έχει αφαιρεθεί: Η σύγκριση άλλωστε είναι συντριπτική, άπειρες δυνατές επιλογές έναντι μίας μόνο μη αποδεκτής… Όμως, όπως κι αν «εμφανίζεται», πρόκειται πια για ελευθερία όχι «άπειρη» αλλά εντελώς «πεπερασμένη», εντελώς, όσο δηλαδή πεπερασμένη είναι μια ελευθερία μηδενική.
***
Από μια διαφορετική όψη, την ίδια αντίληψη εκφράζει και η προσαρμογή του βλέμματός μας πάνω στην πραγματικότητα μέσα από το πρίσμα του γνωστού υποδείγματος μιας «θεωρίας του χάους»: Το πέταγμα μιας πεταλούδας στην Κεντρική Αμερκή μπορεί να προκαλέσει μια καταιγίδα στην Ωκεανία.
«Μπορεί», πράγματι, όσο επίσης άλλο τόσο «δεν μπορεί». Αν μάλιστα διαπιστωνόταν ότι το πέταγμα μιας συγκεκριμένης πεταλούδας εδώ προκάλεσε, ή δεν προκάλεσε, πράγματι μια καταιγίδα εκεί, η ίδια θεωρία θα έπρεπε να κατασκευάσει ένα άλλο υπόδειγμα, μια που η καθορισμένη σχέση θα συνιστούσε αναίρεση και του «χάους».
Όπως συνιστούν αναίρεση του «χάους» μια ολόκληρη σειρά από καθορισμένες σχέσεις που εξαφανίζονται από τα μάτια μας μέσα στη θεωρία του:
Η καπιταλιστική ιδιοκτησία, η ελευθερία της αγοράς και του ανταγωνισμού προκαλούν την καπιταλιστική κρίση.
Η καπιταλιστική κρίση, μες στις συνθήκες του απαραβίαστου της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, της ελευθερίας της αγοράς και του ανταγωνισμού, προκαλεί μείωση των μισθών, των συντάξεων, των κοινωνικών δαπανών και απολύσεις.
Η μείωση των μισθών και των συντάξεων προκαλούν φτώχια, η μείωση των κοινωνικών δαπανών προκαλεί δυστυχία.
Οι απολύσεις προκαλούν νέους άνεργους πλάι στους παλιούς.
Η ανεργία προκαλεί πείνα.
Οι άνεργοι πεινάνε, τώρα πεινάνε κι αυτοί που δουλεύουνε.
Για εργαζόμενους κι άνεργους, στις καθορισμένες συνθήκες αυτής εδώ της καθορισμένης στιγμής, μοναδική διέξοδος είναι η μαχητική τους συμμετοχή στις κινητοποιήσεις της γενικής απεργίας που ξημερώνει σήμερα 26-9-2012, και σ΄όσες θ’ ακολουθήσουν, σ’ όσες οι ίδιοι πρέπει ν’ απαιτήσουν και να οργανώσουν ως την ανατροπή των αιτιών που προκαλούν τα δεινά τους, την απαξίωση και τον εξευτελισμό της ίδιας τους της ζωής.