Από τον ευρυτάνα ιχνηλάτη (via στηθάγχη) η ανάρτηση που ακολουθεί:
Αντί λογος (εκλογικός)*

«Το χέρι ετούτο που άξια μου χαρίζει
μόνο μου βιός και κέρδος, το ψωμί,
Το χέρι ετούτο, εμπόρευμα που αξίζει
κι έχει ξεπέσει τόσο στην τιμή…
…………………………………………………………
Το χέρι ετούτο, χρήσιμο εργαλείο
που σπάει κι ιδρώνει πάντα στη δουλειά,
Είτε κασμά βαράει στο μεταλλείο
είτε σκαλίζει πρόστυχα λιλιά…
…………………………………………………………
Το χέρι ετούτο, που κρατάει δρεπάνι,
πένα, τιμόνι, σίδερο, σφυρί,
Στο δρόμο, στο εργοστάσιο, στο λιμάνι,
που σφίγγει και ματώνει και βαρεί…
………………………………………………………………
Το χέρι ετούτο, που βωμούς υψώνει,
μέγαρα, θρόνους, μπάγκες, εκκλησιές,
Που ανοίγει τον Παράδεισο και στρώνει
πούπουλα και μετάξια κι ομορφιές…
………………………………………………………………..
Το χέρι ετούτο, που άνεργο όταν μείνει
και το ψωμί του απλώνει και ζητά,
Βάρβαρος νόμος άδικα το κλείνει
κι η φυλακή στ΄ αλύσια το κρατά…
…………………………………………………………………
Το χέρι ετούτο, αλί, κι όταν ορμήσει
κι άγρια υψωθεί με μίσος σε γροθιά,
Ξέρει γερά μαχαίρι να κρατήσει
ξέρει ν΄ ανάψει ακέρια τη φωτιά…
……………………………………………………………….
Ξέρει να ρίξει, ως ήξερε να χτίζει
να πλερωθεί το απλέρωτο ψωμί,
Το χέρι ετούτο, εμπόρευμα που αξίζει
κι έχει ξεπέσει τόσο στην τιμή.»
(«Το χέρι», ένα ποίημα του 1923, του λησμονημένου Ευρυτάνα ποιητή Θόδωρου Σκουρλή).
Η φωτογραφία είναι του μεγάλου Κώστα Μπαλάφα.
*Σαν μια αμυδρή αχτίδα φωτός στο σκοτάδι της προεκλογικής σας παράστασης…
Λίγοι γνωρίζουν τον Ευρυτάνα ποιητή και διανοούμενο Θόδωρο Σκουρλή. Γεννήθηκε στο Κεράσοβο το 1904. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στην Αθήνα, το Παρίσι και τη Βόννη, καθώς και ισπανική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Συν τοις άλλοις, ερεύνησε τον πολιτισμό των Ινδιάνων της Νότιας Αμερικής και μάλιστα έμαθε και τη γλώσσα των Κέτσουα! Από την Αμερική επέστρεψε στην Αθήνα όπου και απεβίωσε το 1969. Η ποίησή του διαπνέονταν από βαθύ ριζοσπαστισμό και αγωνιστικό πνεύμα. Κάποτε, όταν ήταν νεαρός, γύρω στα 1925-1928,σε ένα πανηγύρι στου Κρέντη σκαρφάλωσε σε έναν κέδρο και ύψωσε μια σημαία με ένα σφυροδρέπανο! Ένας άλλος συντοπίτης επιχείρησε να τη σκίσει και ήρθαν σε σύγκρουση. Ίσως ποτέ δεν του συγχώρεσαν το ριζοσπαστισμό του και γι’ αυτό και το ποίημα-αριστούργημα που αναρτήσαμε δεν το συμπεριέλαβε καμία ποιητική ανθολογία της εποχής.
Ο Θόδωρος Σκουρλής ποτέ δεν ξέχασε την Ευρυτανία που λάτρευε και πάντοτε νοσταλγούσε, όπου κι αν βρισκόταν. Μάλιστα στο τέλος του βίου του με κλονισμένη την υγεία και λόγω της αδυναμίας του να ταξιδέψει στο αγαπημένο του χωριουδάκι ζήτησε να του φέρουν μια πέtρα από το «Καραούλι», τόπο που είχε συνδέσει με τις παιδικές του αναμνήσεις. Μια πέτρα απλά…
***
Με τη σειρά του ο ιππόκαμπος προσθέτει σε φωτογραφική μορφή την παρτιτούρα του τραγουδιού. Οι σελίδες είναι σκαναρισμένες από έκδοση της ΠΕΑΕΑ, συλλογή με τραγούδια της Εθνικής Αντίστασης με τον τίτλο «πολεμάμε και τραγουδάμε« σε επιμέλεια Μαρίας Δημητριάδου. Πριν όμως από αυτό, αντιγράφουμε λίγα λόγια από το βιβλίο της Αύρας Παρτσαλίδου «αναμνήσεις από τη ζωή της ΟΚΝΕ» (έκδοση Σύγχρονης Εποχής, 1976, σελ. 9-10):
«Ένα Κυριακάτικο πρωινό του 1926. Συγκέντρωση στο λούνα παρκ, θερινό θέατρο στις στήλες του Ολυμπίου Διός. Το Κόμμα έχει ξαναέρθει στη νομιμότητα ύστερα από την παγκαλική διχτατορία. Στη συγκέντρωση εργάτες οι περισσότεροι, κάμποσοι φοιτητές και διάφοροι άλλοι. Γυναίκες δυο-τρεις. Όλοι-όλοι καμιά τετρακοσαριά άτομα. Παντού κασκέτα εργατικά. Μιά μεγάλη ομάδα φοράει τη χακιά στολή του τροχιοδρομικού. Άλλοι διαβάζουν «Ριζοσπάστη», άλλοι κουβεντιάζουν κι άλλοι κοιτάνε γύρω να βρουν γνωστές φάτσες, περιεργάζονται με συμπάθεια τους καινούργιους. […]
Η χωρωδία της νεολάιας πιάνει το «Ψηλά στης ρωσίας τα χιόνια» και σε συνέχεια όλα τ’ αγαπημένα τραγούδια του αγώνα – τα κόκκινα τραγούδια. Η συγκέντρωση αρχίζει. Όλοι όρθιοι τραγουδάνε συγκινημένοι τη «Διεθνή». Οι φωνές τους περνάνε στη Λεωφόρο Συγγρού (το θέατρο ειναι στο ύψωμα) και οι διαβάτες γυρίζουν παραξενεμένοι το κεφάλι. Πολλοί αναρωτιούνται ποιοί τάχα νάναι αυτοί που φοβερίζουν «θεούς, αρχόντους, βασιλιάδες», μιά χούφτα άνθρωποι. Θα περάσει ο καιρός, θα ρθούν δύσκολα χρόνια, θα ρθούν και τα μαύρα χρόνια της κατοχής, θα δει όλη η Αθήνα τι μεγάλη φοβερή δύναμη έκρυβε εκείνο το μικρό θέατρο όπου μερικές εκατοντάδες κομμουνιστές συγκεντρώθηκαν στο κάλεσμα του κόμματος.
Ένας-ένας βγαίνουν στη σκηνή οι ομιλητές – ηγέτες του Κόμματος, που μόλις τελευταία γύρισαν απ’ την εξορία. Οι παληοί που τους γνωρίζουν κατατοπίζουν τους πλαϊνούς. Ζητωκραυγές και συνθήματα: «Κάτω η μπουρζουαζία», «ζήτω η Οκτωβριανή επανάσταση!», «Ζήτω το Κομμα μας»! […]
Ύστερ’ απ’ τους λόγους η απαραίτητη απαγγελία της εποχής εκείνης:
Το χέρι τούτο που άξια μου χαριζει
Μόνο μου βιός και κέρδος το ψωμί
…
Δεν έγινε συγκέντρωση που να μην ειπωθεί. Κι αν το ξεχνούσαν καμμιά φορά το απαιτούσε η πλατεία σαν παράλειψη […]»
Και μετά από αυτά οι παρτιτούρες του τραγουδιού:


