ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

Είπα να συγκεντρώσω εδώ μερικά τραγουδάκια, χωρίς απολογία για την ποιότητα της ηχογράφησης, το επίπεδο της εκτέλεσης και της ερμηνείας και το εν γένει δημιουργικό θράσος που τα χαρακτηρίζει…

Η μουσική και οι στίχοι είναι δικοί μου, εκτός αν υπάρχει σχετική διευκρίνιση.

Η σελίδα διατηρεί το δικαίωμα να σβήνει και να προσθέτει τραγούδια ή να αντικαθιστά εκτελέσεις χωρίς προειδοποίηση…

αστέρι και φεγγάρι

Τραγούδι της εφηβείας μου, ηχογραφημένο περίπου 35 χρόνια αργότερα.

Το κατάχλωμο φεγγάρι
ήταν στεναχωρημένο
δάκρυα άφηνε να τρέχουν
και στεκόταν βουβαμένο

Μ’ ένα κόμπο στο λαιμό
με σφιγμένη την καρδιά
λούφαζε σε μια γωνίτσα
κοίταε μελαγχολικά

Λίγα μίλια παραπέρα
φωτεινό ένα αστεράκι
προσπαθούσε τον καημό του
να τον πνίξει με κρασάκι

Μ’ ένα κόμπο στο λαιμό
με σφιγμένη την καρδιά
λούφαζε σε μια γωνίτσα
κοίταε μελαγχολικά

Θα ’σβηνε το φεγγαράκι
αν συνέχιζε να κλαίει
αφού πια ούτε κι ο ήλιος
φως δεν του ’δινε να φέγγει

Θα ’σβηνε και τ’ αστεράκι
κοίτα πώς αναστενάζει
θα ’πεφτε και θα χανόταν
απ’ του καθενού το μάτι

Μ’ ένα κόμπο στο λαιμό
με σφιγμένη την καρδιά
λούφαζαν σε μια γωνίτσα
κοίτααν μελαγχολικά

Μια γραμμή φωτιά
σκόρπια χρυσαφάκια
σαν σταγονίτσες σιντριβανιού
ίσια χωρίς σκέψη
μέσα στα χείλη του φεγγαριού

Τώρα τ’ αστεράκι
αιώνια θα λάμπει
δίνοντας το φως του
στο χρυσό φεγγάρι

Μ’ ένα κόμπο στο λαιμό
με σφιγμένη την καρδιά
αγκαλιά σε μιά γωνίτσα
και φιλιούνται ερωτικά

Ο Οδηγητής

Από την ίδια περίοδο της εφηβείας μελοποιημένο το ποίημα του Βάρναλη, σε μια φρέσκια (2023) ηχογράφηση…

Δεν είμ’ εγώ σπορά της Τύχης, / ο πλαστουργός της νιας ζωής. / Εγώ ’μαι τέκνο της Ανάγκης / κι ώριμο τέκνο της Οργής.

Δεν κατεβαίνω από τα νέφη, / γιατί δε μ’ έστειλε κανείς / Πατέρας, τάχα παρηγόρια / για σένα, σκλάβε, που πονείς.

Ουράνιες δύναμες, αγγέλοι, / κρίνα, πουλιά και ψαλμουδιές— / τίποτα! Εμένα παραστέκουν / οι θυμωμένες σας καρδιές.

Εγώ του καραβιού γοργόνα / στ’ ορθόπλωρο καράβι μπρος. / Απάνω μου σπάνε φουρτούνες / κι άγριος ενάντια μου καιρός.

Μέσα στο νου και στην καρδιά μου / αιώνων φουντώσανε ντροπές / και την παλάμη μου αρματώνουν / με φλογισμένες αστραπές.

Ένας δεν είμαι, μα χιλιάδες! / Όχι μονάχα οι ζωντανοί— / κι οι πεθαμένοι μ’ ακλουθάνε / σε μιαν αράδα σκοτεινή.

Μα κι όσοι αγέννητοι, χιλιάδες / άπλαστοι ακόμα με βλογούν / κι όλοι ακουμπάνε τα σπαθιά τους / απάνω μου και τα λυγούν.

Δε δίνω λέξες παρηγόρια, / δίνω μαχαίρι σ’ ολουνούς·/ καθώς το μπήγω μες στο χώμα / γίνεται φως, γίνεται νους.

Άκου, πώς παίρνουν οι αγέρες / χιλιάδων χρόνων τη φωνή! / Μέσα στο λόγο το δικό μου / όλ’ η ανθρωπότητα πονεί.

Ω! πώς τον παίρνουν οι αγέρες / και πώς φωνάζουνε μετά / άβυσσοι μαύροι, τάφοι μαύροι, / ποτάμια γαίματα πηχτά!

Όθε περνά, γκρεμίζει κάτου / σαν το βοριά, σαν το νοτιά / όλα τα φονικά ρηγάτα / θεμελιωμένα στην ψευτιά.

Κι ένα στυλώνει κι ανασταίνει, / το ’να βασίλειο της Δουλειάς, / (Ειρήνη! Ειρήνη!) το βασίλειο / της Πανανθρώπινης Φιλιάς.

Η δύναμη της συνήθειας

Από τα ίδια χρόνια κι αυτό: Στην πρώτη του μορφή (λόγια και μουσική υπόκρουση) το 1985, ενώ οι στίχοι βρήκαν την τελική τους διαμόρφωση το 1992. Η ηχογράφηση είναι του 2023.

Οι στίχοι υπάρχουν εδώ, στις σελίδες 25-28 , κάτω από τον τίτλο «τραγούδι μόνο για σκλάβους».

Ζεϊμπέκικο

Η εκτέλεση που ακολουθεί είναι κάτι σαν ηχητικό κολάζ. Η πρώτη στροφή καθώς και ηχητικό μέρος του τέλους προϋπήρχαν σαν ένα τραγούδι με τίτλο «μισό ζεϊμπέκικο». Αργότερα προστέθηκαν άλλες τρεις στροφές με πασίγνωστα δίστιχα και το ζεϊμπέκικο έγινε ολόκληρο. Η ηχογράφηση του αρχικού τραγουδιού έσπασε στα δυο, στην αρχή και στο τέλος αυτής της εκτέλεσης, και προστέθηκε το σόλο του μπαγλαμά αντί για πέμπτη στροφή…

άιντε κάτσε γράψε απόψε ένα τραγούδι
άιντε με δικά σου λόγια να το πεις
άιντε ανάμεσα σε δώδεκα στιχάκια
άιντε να χωρέσει το νόημα της ζωής

*

στον κόσμο των αφεντικών είμαστε όλοι ξένοι
γιαρ χωρίς εσένανε γρανάζι δε γυρνά
έλληνες και ξένοι εργάτες ενωμένοι
γιαρ μπορείς εργάτη χωρίς αφεντικά

γιαρ δουλειά για όλους μόρφωση υγεία
γιαρ μ’ αγώνες έχει γίνει η ασφάλιση
την κρίση να πληρώσει η πλουτοκρατία
δεν είναι για παζάρια και για διάλυση

οι ιμπεριαλιστές τη γη ξαναμοιράζουν
γιαρ μπορείς εργάτη χωρίς αφεντικά
με των λαών το αίμα τα σύνορα χαράζουν
γιαρ χωρίς εσένανε γρανάζι δε γυρνά

Μακρόνησος

Οι στίχοι, άγνωστου εξόριστου, περιλαμβάνονται στο άλμπουμ «Μακρόνησος» του Γιώργου Φαρσακίδη (1η έκδοση το 1964 – σελ. 43, 4η έκδοση «σκυτάλη»).

Τ’ άχαρο σχήμα σου χαράζεται παντού
Μπλάβα σημάδια αχνά στα σώματά μας
Πληγές ματώνουνε στα σωθικά μας
Μα στις καρδιές μας το γαλάζιο του ουρανού

Έρχονται οι μπόρες κι οι βοριάδες ως περνούν
Αντίσταση δε βρίσκουν στην ορμή τους
Δέντρο, πουλί ή κλαρί – τη δύναμή τους
Τα μπράτσα και τα στήθια μας τη σταματούν

Ντρέπεται ο ήλιος ως διαβαίνει απ’ το νησί
Τόσο σκυφτούς ανθρώπους ν’ αντικρίζει
Ντρέπεται για τους δήμιους μα δακρύζει
Κάποια χαράδρα όταν φωτίζει ή μια κορφή

Εδώ ψηλά σαν κάστρα υψώνονται στο φως
Κορμιά που δεν λυγούν στην καταιγίδα
Οι δήμιοι εδώ ας χάσουν κάθε ελπίδα
Είναι χαράκωμα που δεν πατά ο εχθρός

Μονάχα ο θάνατος θα βγάλει από τ’ αμπρί
Εμάς της λευτεριάς τους μονομάχους
Ροδίζει στης Μακρόνησος τους βράχους
Τ’ ανθρώπου η νίκη φωτοστεφάνωτη λαμπρή

Είναι βαρύ το έγκλημα

Είναι βαρύ το έγκλημα
παράνομος εργάτης
χωρίς χαρτιά στις τσέπες του
τις άδειες του τις τρύπιες του
και λαθρομετανάστης.

Οχτώ μαζί στην κάμαρη
κι είκοσι στο κελί τους
μέχρι ναρθεί για πληρωμή
ένα χαρτί επίσημο
με την απέλασή τους.

Με σάλιο τα χαρτόσημα
στη θέση κι η σφραγίδα
τώρα είν’ εντάξει τα χαρτιά
που σε γυρνάν πίσω ξανά
σ’ αχάριστη πατρίδα

τώρα είν’ εντάξει τα χαρτιά
που σε γυρνάν πίσω ξανά
σε φόνισσα πατρίδα.

Καρδιά παραπονιάρα

Διασκευή του τραγουδιού των Απόστολου Χατζηχρήστου – Γιάννη Λελάκη (μουσική – στίχοι αντίστοιχα) από το 1950.

Ποια λύπη σε βαραίνει / βαριά κι αφόρητη / καρδιά παραπονιάρα / κι απαρηγόρητη

Σ’ αυτόν τον ψεύτη κόσμο / τον τόσο άπονο / καρδιά γιατί να λιώνεις / με το παράπονο

Ποιος σ’ έχει αδικήσει / τι σε ξεγέλασε/ μίλησε καρδιά μου / και χαμογέλασε

Ο Στράτος

Ακόμα μια διασκευή: Μάνου Λοΐζου – Φώντα Λάδη.

Αποβραδίς το Στράτο / τον πιάσαν δυό καλοί / του λεν στο συνδικάτο / να πάει να γραφτεί

Παρ’ το απόφαση βρε Στράτο / να γραφτείς στο συνδικάτο

Μα εκείνος λέει ώχου / μπελά δε θέλω εγώ / με φτάνουν κείνα πώχω / κι οι ρίζες στο χωριό

Μα κανείς δεν ξέρει Στράτο / χρειάζεται το συνδικάτο

Ένα πρωί το Στράτο / τον πιάνει η μηχανή / τον βάζει από κάτω / κι ακόμα να φανεί

Έβγα γρήγορα βρε Στράτο / να γραφτείς στο συνδικάτο

Λόγοι σοβαροί

Από τις αρχές της – πρώτιστα καπιταλιστικής – κρίσης

Πουλήσανε ΔΕΗ, ΟΤΕ, λιμάνια
Τσιμέντα, ναυπηγεία και ΠΡΟ-ΠΟ
Κι άμα ρωτάς γιατί σου απαντάνε
Πως έχουν λέει λόγο σοβαρό.

Κατάργησαν 8ωρο, συντάξεις
Και σύνταξη θα πέρνουμε νεκροί
Τους φταίνε κι οι συλλογικές συμβάσεις
Υπάρχουν λέει λόγοι σοβαροί.

Στο μεροκάματο ιδρώνεις μα σε βρίζουν
Ως της οικονομίας υπονομευτή
Με φόρους και τιμάριθμο σε στίβουν
Η σοβαρότης έτσι απαιτεί.

Δουλιά εκ περιτροπής κι άλλες συμβάσεις
Τρίμηνες, έξι μήνες και λοιπά
Ας όψονται οι τέτοιες περιστάσεις
Που αυτοί που τα ‘χουν θέλουν τώρα πιό πολλά

Τις τράπεζες πουλάνε στα σαλόνια
Στα καφενεία πουλάν τον Καρεμπέ
Τρώνε και πίνουνε και νηστικοί κοιμούνται
Ενώ τα δις αλλάζουνε λουφέ

Κηρύσσουνε ξανά τις απεργίες
«Παράνομες και καταχρηστικές»
Αν συμμετέχεις σ’ απεργίες και πορείες
Σου λένε οι πράξεις σου δεν είναι σοβαρές

Στους Έλληνες θα πουνε «φταίνε οι ξένοι»
Στους ξένους λένε «τον κακό τους τον καιρό»
Κάποιον θυμήθηκα που μ’ έκραζε για λύκο
Που ξένους κι Έλληνες σκληρά τους τυραννώ

Στρατό στ’ Αφγανιστάν έχουνε στείλει
Και συμμετέχουμε στους βομβαρδισμούς
Μα εκτονώνουνε το ταξικό τους μίσος
Σαν βλέπουν μπρος τους πρόσφυγες Αφγανούς

Έλληνες – ξένους σκληρά τους τυραννούνε
Έλληνες – ξένοι που βαστούνε το ζυγό
Ο Φριτς που τσάκωσε τα ναυπηγεία
Κι ο Γιάγκος που πουλάει το νερό

Μπισμπίρης ο αυτοκράτορας στο ρεύμα
Και στη βενζίνα τσιφλικάς ο Χλαπατσός
Ένας Ζαν Πωλ κάνει κουμάντο στα τσιμέντα
Και στο λιμάνι ένας Κινέζος αρχηγός

«Γράφω και σκέφτομαι» και «γράφω και μαθαίνω»
Πώς την παιδεία θα πληρώνω πιό ακριβά
Και πώς θα με πετούν απ’ τα ιατρεία
Άμα δεν έχω στην τσέπη μου λεφτά

Κι αν τους ρωτήσεις «όλα αυτά για ποιόν δουλεύουν;»
Σου απαντούν: Για τον δικό τους εαυτό
Το σοβαρό είναι να ‘ναι ελεύθερο το εμπόρευμα
Κι οι ανθρώποι καρφωμένοι στον σταυρό

Ο ένας πάντα πιό φτωχός κι ο άλλος πλουταίνει
Γρανάζια του εμπορεύματος κι οι δυό
Μόνο που του ενός του αρέσει να χοντραίνει
Ενώ τον άλλονε τον σκιάζει το χτικιό

Το συνδικάτο μένει πάντοτε το ίδιο
ΝΑΤΟ, ΕΟΚ, ΔουΝουΤού και τα λοιπά
Καράβια, τράπεζες και φάμπρικες για λίγους
Για τους πολλούς τρεχάλα με ανεργία ή με δουλιά

Για την πατρίδα λένε χρειάζεται θυσία
Γι’ αυτό σαν μάγκες κάντε όλοι τουμπεκί
Μα αν εμάς μας αυξηθεί η φορολογία
Τότε δε βάζουμε σημαία ελληνική

Αλλάζουν στα καράβια τους σημαία
Όπως πουκάμισο αλλάζουν το πρωί
Μα και η κόκκινη σημαία είναι ωραία
Για ν’ ανεμίζει σε θάλασσα και γη

Αλλάζουν στα εργοστάσια σημαία
Όπως πουκάμισο αλλάζουν το πρωί
Μα και η κόκκινη σημαία είναι ωραία
Για ν’ ανεμίζει σε θάλασσα και γη

Άναψε το τσιγάρο

(μουσική: Γεράσιμος Κλουβάτος, στίχοι: Χαράλαμπος Βασιλειάδης, 1958)

Έτσι, για το κέφι, να πούμε

Σε πόνεσ’ η καρδιά μου και σε γουστάρει / Θέλω τα δυο σου χέρια για μαξιλάρι / Άσε να γείρω απόψε στην αγκαλιά σου / Πες μου το ναι καλέ μου κι όλα δικά σου

Άναψε το τσιγάρο δωσ’ μου φωτιά / Έχω μεγάλο ντέρτι μες στην καρδιά / Έχω μεγάλο ντέρτι μες στην καρδιά / Άναψε το τσιγάρο δωσ’ μου φωτιά

Άσε να σε φιλήσω να σε χορτάσω / Η νύχτα θα περάσει και θα σε χάσω / Ο χωρισμός σαν θα ‘ρθει θα με πληγώσει / Ποτέ αυτό το βράδυ μην ξημερώσει

Άναψε το τσιγάρο …

Ακόμα δεν πιστεύω πως ειν’ αλήθεια / Μου φαίνονται όλα απόψε σαν παραμύθια / Το χάραμα που φτάνει πώς το φοβάμαι / Γιατί θα φύγεις πάλι και μόνος θα ‘μαι

Άναψε το τσιγάρο …