Και γι’ αυτήν, για την νεότητα, είναι ειδοποιό το αίσθημα της παροδικότητας. Πάω δημοτικό, προσωρινά. Για την ώρα είμαι στο γυμνάσιο. Για τρία χρόνια στο λύκειο. Πέρασα σε σχολή. Βγάζω εξάμηνα. Τώρα είμαι σε σε φάση ψάχνω δουλειά. Ψάχνω, ψάχνω. Δουλέυω εκεί, προσωρινά. Μέχρι να βρω αυτό που ψάχνω. Χάλια, από το τίποτα πολύ καλύτερα. Για την ώρα μένω με τους δικούς μου και κάπως τα βολεύω. Κάτι ψάχνω, κάτι βρήκα, πάλι στο ψάξιμο. Πιστεύω στα 15 μου, όταν θα γίνω 20, όταν θα φτάσω τα 30, όταν θα μεγαλώσω.
Για να δεχτεί το πρώτο πλήγμα, η νεότητα ως τέτοια, με τη μορφή της συνειδητοποίησης πως όλη αυτή η φαινομενική παροδικότητα έχει συσσωρευτεί σε μια κατάσταση μονιμότητας, πως αποτελεί την ίδια τη «ζωή». Όταν ο προγραμματισμένος μετεωρισμός μεταξύ δημοτικού, γυμνάσιου, λύκειου, «σχολής», αναζήτησης, δίνει τη θέση του στον δίχως πρόγραμμα μετεωρισμό στο κοινωνικό τίποτα, στο κοινωνικό πουθενά, στο κοινωνικό ποτέ και πάντοτε, τα πάντα, παντού, τότε (κι όχι στα 15, στα 17, στα 18, στα 21) επέρχεται στη θέση της νεότητας η «ενηλικίωση».
Η παροδικότητα παραμένει, παύει όμως να είναι η ίδια παροδική. Τώρα «μεγάλωσες», και ό,τι ως τώρα ήταν αρκετό σαν χαρτζιλίκι «για να τη βγάλεις», τώρα έχει μετατραπεί σε δελτίο προσωπικής ανάλωσης με αντίτιμο τη διαρκή αποστέρηση. Αλλά τώρα αυτό δεν είναι παρά η προσωπική σου διατίμηση στον κόσμο της αγοράς. Προσπαθείς να δεις αν τα προσωπικά όνειρα, που συνοδεύανε την παροδικότητα όλων αυτών των χρόνων, μπορούν ν’ ανταλλαχθούν, σε δόσεις, με δόσεις επιβίωσης. Ούτε κι αυτό γίνεται.
Αντ’ αυτού ανακαλύπτεις την ομοιότητα των ανθρώπινων αντανακλαστικών με τα εξαρτημένα αντανακλαστικά των «σκυλιών του Παυλόφ», είσαι πια κι εσύ ένας μέσα σ’ αυτά τα ανθρώπινα κοπάδια που τρέχουν όπου ακούγεται το κουδουνάκι, όλοι τους ήρθαν εκεί από το ίδιο μέρος όπως κι εσύ, από τον τόπο των προσωπικών τους ονείρων και των προσωρινών τους αναβολών.
Τώρα, ούτε sex, ούτε γάμος, οικογένεια, παιδιά. Όχι drugs, όχι ούζο μεζέ, ούτε μια θάλασσα μικρή είναι το καλοκαίρι ο έρωτάς σου. Όχι rock and roll, όχι μια βόλτα στη Βουλιαγμένη, όχι τέχνες, αθλητισμός, θέατρο, σινεμά, όχι ανεμελιά. Μόνο φως, νερό, τηλέφωνο: Από αυτά προϋποτίθεται το κάθε τι άλλο, το άπιαστο. Για αυτά οφείλεις τώρα να θυσιάζεις όλη σου τη ζωή σου. Επισφαλώς: Κι αν δεν τα καταφέρεις θα έχεις όμως τουλάχιστον πέσει μαχόμενος.
Αν ξαναζούσες τη ζωή σου απ’ την αρχή, αν ξαναζούσε τη ζωή του απ’ την αρχή όλο αυτό το ανθρώπινο κοπάδι, θα ήθελε να τα είχε αλλάξει όλα έγκαιρα, αλλά πώς να ζήσεις τώρα τη ζωή σου απ’ την αρχή; Τώρα έχει γίνει φανερό: ζεις μονάχα μια φορά. Τώρα επείγει πώς θα βγει ο μήνας. Τώρα επείγει μόνο το παρόν. Αυτό το ίδιο παρόν, που ίσως θυμάσαι: μόνο για αυτό ήθελες να ζούσες, και να που τώρα μόνο για αυτό ζεις, μόνο που δεν το κρατάς εσύ στα χέρια σου τώρα, τώρα σε κρατάει αυτό στα δικά του. Πιο απειλητικό, πιο κυρίαρχο κάθε μέρα που περνάει, θεϊκό, σε καλεί να θυσιαστείς στο βωμό του. Θα σου προσφέρει για αντάλλαγμα ένα μέλλον με τη μορφή του ίδιου πάντα παρόντος. Του παρόντος που τώρα έχει μεταμορφωθεί σε πεπρωμένο.
Αλλά είναι απλώς συνθήκες που δεν τις διάλεξες, δηλαδή συνθήκες ανελεύθερες, συνθήκες που θα τις κληροδοτήσεις και στις επόμενες γενιές, αν μέσα σε αυτές, τις ανελεύθερες συνθήκες, λησμονήσεις, ότι πάντα, κάτω από αυτές μόνο, μπορείς να ‘σαι ο δημιουργός της ιστορίας σου, άνθρωπε.
Το να είναι οι ανελεύθερες συνθήκες των επόμενων γενεών αυτές που διάλεξαν οι προηγούμενες, όχι αυτές που τις βρήκαν και τις κληροδότησαν, αλλά αυτές που εκείνες δημιούργησαν, αυτό είναι κάτι που αξίζει, σαν μεταβίβαση από την προηγούμενη γενιά της δικής της ελευθερίας στην επόμενη, σαν μεταβίβαση πια της ανθρώπινης ελευθερίας από γενιά σε γενιά.
«Η ανάγκη πλήττει κυρίως τη νεότητα»: πηγή