Ο Μάρκος Βαμβακάρης με τα τραγούδια του ύμνησε το χασίς και τον κόσμο του, τον «κόσμο της κάνναβης» αν προτιμάτε, όπως τον γνώρισε στους κλειστούς κύκλους του γύρω στη δεκαετία του 1930.
Γράφω επίτηδες «ύμνησε», για λόγους πρόκλησης, αλλά το νόημα της λέξης στην συγκεκριμένη περίπτωση βρίσκεται στον αντίποδα των κάθε είδους εξωραϊστών της κάνναβης, του χασίς, όπως τους γνωρίζουμε σήμερα: Είτε πρόκειται για πρόσωπα γοητευμένα από την αποκλειστικά προσωπική τους εμπειρία που όμως απέχει παρασάγγας από την συνολική αλήθεια, είτε πρόκειται για πρόσωπα που «κάτι άκουσαν κάτι τους είπαν» και σχημάτισαν από αυτό την «δική τους» άποψη, είτε πρόκειται για οικονομικά συμφέροντα που προσδοκούν κέρδη από διάφορες μορφές νομιμοποίησης του χασίς, είτε πρόκειται για πολιτικούς διαχειριστές των τελευταίων: Λ.χ. σαν τον Υπουργό Υγείας που (ως «Υγείας»;) εστίαζε στις «αναπτυξιακές πρωτοβουλίες και επενδύσεις» γύρω από την «φαρμακευτική κάνναβη» ή σαν τον αναπληρωτή Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης που (ως «Αγροτικής Ανάπτυξης» κι αυτός…) ρίχνει σαν «ένα τυχαίο παράδειγμα» την ιδέα του «παραβόλου 150 ευρώ» για καλλιέργεια «ψυχαγωγικής» (sic) κάνναβης στο μπαλκόνι.
Ο Μάρκος έχει τραγουδήσει και την «ψυχαγωγική» (!!) κάνναβη, και την έχει τραγουδήσει έτσι:
Ώρες με θρέφει ο λουλάς / κι ώρες αδυνατάω / ώρες με ρίχνει σε νταλκά / κι ανθρώπου δε μιλάω
Γυρίζει ο νους μου εδώ κι εκεί / κι όλος ο λογισμός μου / κι αισθάνομαι πως μια στιγμή / θαρθεί ο θάνατός μου
Αλλά βλέπετε, ανάμεσα στις παπαγαλίες περί «ευφορικής» και «ψυχαγωγικής» κάνναβης, πού να πιάσουν τόπο οι στίχοι του Μάρκου που ορθά-κοφτά τραγουδά: θάνατος. Δεν ξέρει ο Μάρκος. Ξέρει ο κ. υπουργός.
*
Στη λαϊκή γλώσσα τσίμπημα είναι και το δάγκωμα. Το φίδι «τσιμπάει», κι ο σκύλος μπορεί να «τσιμπήσει», το ίδιο κι ο αργιλές… Αντιγράφω από τις σελίδες 101-103 και 121 της αυτοβιογραφίας του Μάρκου Βαμβακάρη:
Λοιπόν, εκεί μια μέρα, ήτανε στην αρχή που είχανε έρθει οι πρόσφυγες, κουρασμένος από τη δουλειά, επήγα με λαχτάρα να φουμάρω μόνος μου (…) Μόλις λοιπόν πήρα τον αργιλέ στα χέρια μου να φουμάρω τράβηξα δυνατά με το καλάμι. Ένιωσα μια φοβερή ζαλάδα, κοπήκανε όλες μου οι αισθήσεις και έπεσα χάμω και εσυλλογιζόμουνα. Πώς ν’ ανέβω τώρα τον γκρεμό να φύγω; Πρέπει πάση θυσία να φύγω. Ο αργιλές με τσίμπησε. Και τσίμπημα θα πει ότι ο αργιλές σε μαστούριασε βαριά. Δεν μπόραγα να σηκωθώ. Έπρεπε να είμαι χάμω. Δεν στεκόμουν. Δεν μπόραγα. Δεν είχα δυνάμεις. Και όμως, δε θα το πιστέψει κανείς αυτό που θα σας πω. Αδύνατο εστάθηκε να ορθώσω το σώμα μου, ένιωθα σαν παράλυτος. Κι έκανα το σταυρό μου και αρχίνησα με τα τέσσερα μπουσουλώντας, και ανέβηκα όλον κείνον τον απότομο γκρεμό. Αφού από κάτω οι άλλοι μού φωνάζανε θα σκοτωθείς βρε Μάρκο, κάτσε πρώτα να σου περάσει.
Ήταν περίπου οχτώμισι εννιά η ώρα νύχτα. Και όταν ανέβηκα τον γκρεμό κι έφθασα απάνω, πάλι δεν μπορούσα όρθιος να σταθώ. Αρχίνησα πάλι με τα τέσσερα να προχωρώ στο έρημο βουνό, ώσπου έφθασα ως πίσω απ’ το νεκροταφείο, την Ανάσταση, περίπου ένα μίλι δρόμο. Φορούσα ένα καινούργιο κοστούμι μπλε. Εβρέθηκα πάλι σε μια γούβα, στην οποία να είναι και κει χασικλήδες να φουμέρνουνε. (…) Μετά με γνωρίσανε ότι είμαι μαστούρης και την έχω ψωνίσει, γιατί όταν επάθαινες τέτοιο πράγμα, λέγανε οι μάγκες την ψώνισε. Και πραγματικώς δηλαδή σαν τρελλός. Τώρα λογάριασε να σέρνομαι από κει και να φτύνω και να βγάζω σάλια, και πού να σηκώσω το κεφάλι. Όχι. Εκεί κάτω. Να μη σηκώσω το κεφάλι και κάνω εμμετό δηλαδή. Σε ελεεινή κατάσταση.
(…) Τότες λοιπόν σ’ εκείνη τη γούβα εκείνη τη βραδιά, αφού φουμάρανε αυτοί και φύγανε έμεινα μόνος. Εκοιμήθηκα στο χώμα και κατά τις δωδεκάμισι μία συνήλθα και τράβηξα για το σπίτι μου σε κακά χάλια.
(…)
Πότε πότε βέβαια, αν το χασίσι ελάχαινε και ήτανε πολύ δυνατό, όπως εκείνη τη φορά που είπαμε την ψώνισα στη Σπηλιά του Κουλού, πάθαινα και καμιά ζημιά τέτοια. Θυμάμαι άλλη μια φορά, βγήκα από έναν τεκέ, του Κυριάκου. Την εψώνισα πάλι εκεί κοντά στην Ανάσταση. Εκεί πέρα ήταν τα χωράφια με σανά φρέσκα. Εκεί πήγα και άραξα το λοιπόν πέντε έξι ώρες πάλι. Με τα ρούχα μου πήγα και έπεσα πάνω στα σανά ώσπου να συνέλθω. Εκεί που έπεσα, εκεί έμεινα. Σ’ όλη τη ζωή μου πέντε έξι φορές το ’παθα να μαστουριάσω πολύ και να παθαίνω ζημιά. Και όλο έλεγα ότι δεν θα ξαναφουμάρω, ε, γιατί φοβόμουνα. Έλεγα, να μην με πιάσει η καρδιά μου και πεθάνω ή και να τρελλαθώ. Γιατί έχουν τρελλαθεί πολλοί.
Π.χ. ο αδελφός μου ο Λεονάρδος όταν ήταν μικρός έβλεπε φαντάσματα, έλεγε αυτός ότι έβλεπε φαντάσματα. Κι από ορισμένους δρόμους που περνάγαμε εμείς, αυτός δεν πέρναγε. Και όταν έγινε δεκαεφτά χρονών παιδί, εφουμάριζε να πούμε κι αυτός πολύ μέχρι που τρελλάθηκε. Μωρέ δεν ήταν και τρελλός, γιατί τρελλός είναι εκείνος ο οποίος πατάει και στις μαγαρισιές του ακόμα. Αυτός λέγεται τρελλός. Αυτός ήτανε νευρασθενικός. Έβλεπε φαντάσματα, και κυνήγαγε, κι έκανε, και βγάλτε τους και πάρτε τους από μπρος μου, και θα με φάνε και θα με σκοτώσουν, και φώναζε κι έκανε. Ζωή άσχημη. Ο καλύτερός μου αδελφός ήτανε αυτός. Και καλύτερα που πέθανε το 43. Τι ζωή. Από το μαστούριασμα αποτρελλάθηκε αυτός.
*
Ίσως, βέβαια, να φταίει που ο Μάρκος και ο αδελφός του, ο Λεονάρδος, δεν είχανε πληρώσει το παράβολο των 150 για την «ψυχαγωγία».
Ίσως πάλι με τα παραπάνω ευαισθητοποιηθούν και οι «καινοτόμες» εταιρίες με τις «αναπτυξιακές πρωτοβουλίες και επενδύσεις» και αναγράψουν στα φυλλάδια των «σκευασμάτων» τους: «πιθανές παρενέργειες: τσίμπημα, ψώνισμα».
Ίσως επίσης τα παραπάνω προσπερνιούνται αδιάφορα, ίσως είναι αδύνατο να γίνει κατανοητό, σε όποιον δεν έχει τη σχετική εμπειρία, τι θα πει «μόλις λοιπόν πήρα τον αργιλέ στα χέρια μου να φουμάρω τράβηξα δυνατά με το καλάμι, ένιωσα μια φοβερή ζαλάδα, κοπήκανε όλες μου οι αισθήσεις και έπεσα χάμω«, τι θα πει «ένιωθα σαν παράλυτος», τι θα πει «εφουμάριζε να πούμε κι αυτός πολύ μέχρι που τρελλάθηκε, από το μαστούριασμα αποτρελλάθηκε αυτός», τι θα πει «κι αισθάνομαι πως μια στιγμή θαρθεί ο θάνατός μου» …και ποια στιγμή. Αλλά το πρόβλημα δεν είναι ότι «είναι αδύνατο να γίνει κατανοητό». Το πρόβλημα είναι, ότι η όλη τρέχουσα ελαφριά φιλολογία περί «φαρμακευτικής» και περί «ευφορικής» ή «ψυχαγωγικής» (!) κάνναβης μονοπωλείται από τις «απόψεις» όσων αδυνατούν και όσων δεν ενδιαφέρονται να κατανοήσουν.
Και που, παρεμπιπτόντως, αδυνατώντας να κατανοήσουν, είτε ειλικρινά είτε υποκριτικά, αναζητούν – όπως ο αναπληρωτής υπουργός – αναλογίες ανάμεσα στην κάνναβη και τον καπνό ή ανάμεσα στην κάνναβη και το αλκοόλ, μόνο που (μιλώντας τουλάχιστον για τα γνωστά μας πολιτισμικά μέτρα και σταθμά) η επίδραση του καπνού και του αλκοόλ μπορεί να σταθμιστεί και ποσοτικά και ποιοτικά, ενώ της κάνναβης, του χασίς, όχι. Μπορεί κανείς να καταλάβει, να σταθμίσει, να ορίσει τη διαφορά ανάμεσα σε ένα, δύο ή τρία ποτήρια. Αλλά με μια μόνο τζούρα χασίς δεν μπορεί να «οριστεί» αν θα συμβεί κάτι και τι. Αυτό το «τι» είναι σε γενικές γραμμές αστάθμητο.
*
Ο Μάρκος περιγράφει καταστάσεις μη αναστρέψιμες, καθώς και καταστάσεις που μπορούν να αντιμετωπιστούν… Αλλά κι αυτές τις τελευταίες είναι ανίκανο να τις αντιμετωπίσει το καθεστώς του καταναλωτισμού και της εμπορευματοποίησης. Στους κλειστούς «συντεχνιακούς» κύκλους της εποχής του υπήρχε μια πρακτική επίγνωση για το πώς να φερθούν και πώς ν’ αντιμετωπίσουν τον «παράλυτο», που τον «τσίμπησε» ο αργιλές. Εκεί, όμως, όπου από τη μια μεριά βρίσκεται η εξατομικευμένη καταναλωτική μάζα κι από την άλλη μεριά η «ουσία» σαν εμπόρευμα για «χρήση», εκεί, στον υφιστάμενο καταμερισμό, για το άτομο και για τη μάζα των ατόμων-καταναλωτών η πρόσφορη, η «ενδεδειγμένη» αντιμετώπιση, βρίσκεται στο γραφείο του ψυχιάτρου.
*
Και μ’ όλα αυτά ο Μάρκος τραγουδάει:
Θα προτιμήσω θάνατο / το μαύρο δεν τ’ αφήνω / κι όπου θα βρίσκω αργιλέ / θα κάθομαι να πίνω
Κι εκεί λοιπόν που θα έβρισκε δικαίωση η πολιτική της νομιμοποίησης, να σου και πάλι ο θάνατος…
Θα έλεγα ότι κι ο θάνατος είναι μέρος της ύπαρξης, μόνο που δεν είναι ανάλαφρος σαν την «ευφορική» και «ψυχαγωγική» φιλολογία, είναι σκληρός. Σκληρός, όχι με την σε όλους γνωστή έννοια του τέλους και της απώλειας της ζωής της δικής μας και των συνανθρώπων μας, αλλά σκληρός σαν πραγματικότητα με δικό της περιεχόμενο όπου σωρευτικά συσσωματώνεται και η σκληρότητα της ίδιας της ζωής. Δεν επιδέχεται εμπορευματοποίηση, δεν επιδέχεται νομιμοποιημένη διάδοση, δεν επιδέχεται καταναλωτική τυποποίηση όπως δεν επιδέχεται και ιατρική «κλινική» τυπολογία. Πλην τουλάχιστον της τυπολογίας που σχετίζεται με τις ανάγκες της ψυχικής καταστολής.
Φυσικά το καθετί είναι δυνατό να τυποποιηθεί πάνω στον πάγκο του Προκρούστη.
*
150 ευρώ παράβολο, λοιπόν… Φαίνεται να συμφέρει μπροστά π.χ. (άλλο ένα «τυχαίο παράδειγμα») στα 650 του «τέλους επιτηδεύματος». Μήπως λοιπόν, σκέφτομαι τώρα, ν’ αφήσω τη δουλειά μου και ν’ ασχοληθώ με την «αγροτική ανάπτυξη» στο μπαλκόνι μου; Για «ιδιόχρηση», αλλά κι ένα μεροκαματάκι θα βγαίνει. Όσο τουλάχιστον παραμένουμε στο «παράβολο των 150» και δεν έχει ακόμα αρχίσει το τροπάριο περί φορολογικών προνομίων που απολαμβάνει μια «επιβλαβής ουσία» όπως η κάνναβη (τότε, προκειμένου να υπαχθεί η «ευφορία» στην εφορία, θα θυμηθούν ότι είναι και «επιβλαβής»), οπότε πια θα αναγκαστώ να το γυρίσω στο… λαθρεμπόριο όπως ήδη συμβαίνει με τον καπνό λόγω της ληστρικής φορολόγησης.
Έχει την πλάκα του το σενάριο, και δεν είναι και εξωπραγματικό. Όμως η κριτική του κινείται εντός «διαχειριστικών πλαισίων», στον πυρήνα της συνιστά κατάφαση στο «τυχαίο παράδειγμα» του υπουργού, δεν αγγίζει την ουσία του.
Η ουσία του βρίσκεται στο γεγονός ότι η φιλολογία σας είναι ανάλαφρη, όμως ένα τσιγάρο μπορεί να είναι βαρύ, πολύ βαρύ. Όχι από «ψυχαγωγικής», αλλά από ψυχοδραστικής απόψεως. Από απόψεως για την οποία διατηρείτε ή υποκρίνεστε άγνοια.