Θυμήθηκα ένα παραμυθάκι που μου έλεγε η μεγάλη μορφή των γραμμάτων Έλλη Αλεξίου, στις ευχάριστες και διδακτικές κουβέντες μας. Το έγραψε ο Νίκος Καζαντζάκης και το αγάπησε η γυναίκα του Γαλάτεια, αδελφή της Έλλης Αλεξίου.
«… Μια μέρα οι τσουκνίδες ρώτησαν την τριανταφυλλιά: «Κυρά Τριανταφυλλιά, δεν μας μαθαίνεις κι εμάς το μυστικό; Πώς φτιάχνεις το τριαντάφυλλο»; Και η τριανταφυλλιά αποκρίθηκε: «Πολύ απλό είναι το μυστικό μου, αδελφές μου τσουκνίδες, ολάκερο τον χειμώνα δουλεύω με υπομονή, με εμπιστοσύνη, με αγάπη το χώμα, κι ένα μονάχα έχω στο νου μου, το τριαντάφυλλο. Με δέρνουν οι βροχές, με συρομαδούν οι άνεμοι, με πλακώνουν τα χιόνια, μα εγώ έχω ένα μονάχα στο νου μου, το τριαντάφυλλο. Αυτό είναι το μυστικό μου, αδελφές μου τσουκνίδες…».
*
Το θυμήθηκα κι εγώ αυτό το παραμυθάκι, που μας αφηγήθηκε τις προάλλες η Εύα Νικολαΐδου, καθώς πληροφορήθηκα την «απορία» του Μητσοτάκη: «τι είναι αυτό που κάνει έναν άνθρωπο σήμερα να είναι κομμουνιστής … πώς μπορείς να υπερασπίζεσαι μια ιδεολογία, η οποία χρεοκόπησε αποδεδειγμένα, η ίδια η ιστορία τη χρεοκόπησε».
Δεν είναι βέβαια παράξενο στην εποχή της τσουκνίδας να ρωτούν οι τσουκνίδες την τριανταφυλλιά γιατί επιμένει να ’ναι τριανταφυλλιά, παρ’ όλο που τη δέρνουν οι βροχές, τη συρομαδούν οι άνεμοι, την πλακώνουν τα χιόνια.
Οι τσουκνίδες κρίνουν εξ ιδίων τα αλλότρια. Δεν μπορούν να καταλάβουν τις τριανταφυλλιές που επιμένουν ν’ ανθίζουν στην εποχή της τσουκνίδας. Κάθε τριαντάφυλλο που ξεπηδά μέσα στην ομοιομορφία τους και την ακυρώνει, τους προκαλεί ανησυχαστική απορία. Φαντάζονται την εποχή τους σαν το τέλος της ιστορίας. Ονειρεύονται ότι η εποχή τους, η εποχή της τσουκνίδας θα κρατήσει για πάντα.
*
Κατά τ’ άλλα, ναι, από το προσκήνιο της ιστορίας χάθηκαν όσα είχαν κερδηθεί με το αίμα των προηγούμενων γενεών, όσα οι επόμενες και οι μεθεπόμενες γενιές είχαν πια μάθει να θεωρούν αυτονόητα. Κι αμέσως την ίδια στιγμή η ιστορία ξανάφερε στο προσκήνιο την αναγκαιότητά τους με διπλή και τριπλή ένταση.
Και στη βάση αυτής της αναγκαιότητας το ζήτημα δεν είναι καν ιδεολογικό. Είναι απλώς ότι οι άνθρωποι που σ’ όλη τους τη ζωή καλλιεργούν τα τριαντάφυλλα, τα χάνουν απ’ τα χέρια τους με αντάλλαγμα ένα μάτσο τσουκνίδες. Οι σφετεριστές του μόχθου τους επιφυλάσσουν για τους εαυτούς τους έναν ιδιωτικό κόσμο από ρόδα, ανίκανοι συνάμα να αναγνωρίσουν την αξία τους, τα ρόδα χάνουν την οσμή τους στα δικά τους τα χέρια, και πνίγουν τους ανθρώπους του μόχθου στις τσουκνίδες. Δεν είναι ζήτημα ιδεολογίας. Είναι ζήτημα πραγματικότητας.
Με δυο λόγια: η ιστορία δεν τέλειωσε. Η ιστορία ξανάρχισε.