«Αμηχανία», διαβάζω, είδε η Ντ. Μπακογιάννη στη στάση του ΚΚΕ στη Βουλή. Γιατί – λέει – είναι δύσκολο«να έρχεσαι στη συνέχεια της καταψήφισης του συμφώνου συμβίωσης, να καταψηφίζεις και τον γάμο, αλλά να θέλεις να πείσεις το πανελλήνιο ότι τελικά το κάνεις αυτό και είσαι και οπαδός των ομόφυλων ζευγαριών».
Πραγματικά δύσκολο να πει κανείς τόσα πολλά μέσα σε μια μόνο, τόσο μικρή φράση. Έχουμε και λέμε λοιπόν:
Πρώτον, αποδίδει η κ. Μπακογιάννη στο ΚΚΕ την πρόθεση να «να πείσει το πανελλήνιο» ότι είναι«οπαδός [σ.σ. !!!] των ομόφυλων ζευγαριών».
«Οπαδός των ομόφυλων ζευγαριών», περίπου όπως άλλοι, αλλού, λένε: «φανατικός άντρας»…
Δεν νομίζω ότι το ΚΚΕ διακρίνεται για την οικειοποίηση παρόμοιων «σοβινιστικών» συνδρόμων. Περισσότερο, μάλλον, το άγχος που διακατέχει την ίδια την κ. Μπακογιάννη να «πείσει» για κάτι, μαρτυρεί η τοποθέτησή της και η ορολογία που χρησιμοποιεί.
Το υπονοούμενο, παραπέρα, έχει ευρύτερο περιεχόμενο: Αν θες να αποσείσεις τις υποψίες περί «ομοφοβίας», πρέπει να είσαι ή πρέπει τουλάχιστον να δηλώνεις ότι είσαι αλλά πάντως πρέπει να πείθεις ότι είσαι «οπαδός» (!!!) των ομόφυλων ζευγαριών.
Δοκιμασμένο το σχήμα:
Μπορείς να μην είσαι «ομοφοβικός», αν δεν είσαι «οπαδός» των ομόφυλων ζευγαριών;
Μπορείς να μην είσαι «αντισημίτης», αν δεν είσαι «οπαδός» της γενοκτονικής σφαγής του λαού της Παλαιστίνης από το ισραηλινό κατοχικό κράτος;
Η πραγματικότητα, όμως, αποδεικνύει ότι μπορείς. Παρά την πολύμηνη επικοινωνιακή προσπάθεια που καταβλήθηκε και καταβάλλεται, προκειμένου για αμφότερα τα ιδεολογικά πεδία όχι να αποδειχθεί, αλλά να επιβληθεί η αντίθετη απάντηση.
Την παραίτησή της από συντάκτης ποίησης του περιοδικού «New York Times», ανακοίνωσε η Ανν Μπόγιερ καταγγέλλοντας τον πόλεμο και τη γενοκτονία του Ισραήλ -με την υποστήριξη των ΗΠΑ- κατά του Παλαιστινιακού λαού.
Το κείμενο της παραίτησης, όπως αναρτήθηκε στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης:
«Ο υποστηριζόμενος από τις ΗΠΑ πόλεμος του ισραηλινού κράτους κατά του λαού της Γάζας δεν είναι πόλεμος για κανέναν. Δεν υπάρχει καμία ασφάλεια σε αυτόν ή από αυτόν, ούτε για το Ισραήλ, ούτε για τις Ηνωμένες Πολιτείες ή την Ευρώπη, και κυρίως όχι για τους πολλούς Εβραίους που συκοφαντούνται από εκείνους που ισχυρίζονται ψευδώς ότι πολεμούν στο όνομά τους. Το μόνο κέρδος του είναι το θανάσιμο κέρδος των πετρελαϊκών συμφερόντων και των κατασκευαστών όπλων.
Ο κόσμος, το μέλλον, οι καρδιές μας – τα πάντα γίνονται μικρότερα και δυσκολότερα από αυτόν τον πόλεμο. Δεν είναι μόνο ένας πόλεμος πυραύλων και χερσαίων εισβολών. Είναι ένας συνεχιζόμενος πόλεμος εναντίον του λαού της Παλαιστίνης, του λαού που αντιστάθηκε σε δεκαετίες κατοχής, αναγκαστικής μετατόπισης, στέρησης, επιτήρησης, πολιορκίας, φυλάκισης και βασανιστηρίων.
Επειδή το καθεστώς μας είναι η αυτοέκφραση, μερικές φορές ο πιο αποτελεσματικός τρόπος διαμαρτυρίας για τους καλλιτέχνες είναι η άρνηση.
Δεν μπορώ να γράψω για την ποίηση μέσα στους «λογικούς» τόνους εκείνων που στοχεύουν να μας εγκλιματίσουν σε αυτό το παράλογο μαρτύριο. Τέρμα οι φαιδροί ευφημισμοί. Όχι άλλα λεκτικά εξυγιασμένα κολασμένα τοπία. Όχι άλλα πολεμοκάπηλα ψέματα.
Αν αυτή η παραίτηση αφήνει μια τρύπα στην ειδησεογραφία στο μέγεθος μιας ποίησης, τότε αυτή είναι η πραγματική μορφή του παρόντος».
Και μια απόπειρα μεταφραστικής απόδοσης με διαφοροποιημένη απόχρωση σε ορισμένες λεπτομέρειες:
Παραιτήθηκα από τη θέση του συντάκτη ποίησης στο περιοδικό TheNewYorkTimesMagazine.
Ο υποστηριζόμενος από τις ΗΠΑ πόλεμος του ισραηλινού κράτους κατά του λαού της Γάζας δεν είναι πόλεμος υπέρ οποιουδήποτε. Δεν υπάρχει ασφάλεια σε αυτόν ή από αυτόν, ούτε για το Ισραήλ, ούτε για τις Ηνωμένες Πολιτείες ή την Ευρώπη, και κυρίως όχι για τους πολλούς Εβραίους που συκοφαντούνται από εκείνους που ισχυρίζονται ψευδώς ότι πολεμούν στο όνομά τους. Το μόνο κέρδος του είναι το θανάσιμο κέρδος των πετρελαϊκών συμφερόντων και των κατασκευαστών όπλων. Ο κόσμος, το μέλλον, οι καρδιές μας – τα πάντα γινόνται μικρότερα και σκληρότερα από αυτόν. Δεν είναι μόνο ένας πόλεμος πυραύλων και χερσαίων εισβολών. Είναι μια συνεχιζόμενη καταστροφή του λαού της Παλαιστίνης, λαού που αντιστάθηκε σε δεκαετίες κατοχής, αναγκαστικής μετατόπισης, στέρησης, επιτήρησης, πολιορκίας, φυλάκισης και βασανιστηρίων.
Επειδή δική μας κατάσταση πραγμάτων είναι η αυτοέκφραση, μερικές φορές για όλους τους καλλιτέχνες το μόνο που απομένει είναι η άρνηση. Έτσι αρνούμαι. Δεν θα γράψω για την ποίηση σε ευθυγράμμιση με τους «λογικούς» τόνους εκείνων που στοχεύουν να μας εγκλιματίσουν στο παράλογο μαρτύριο. Όχι άλλοι μακάβριοι ευφημισμοί. Όχι άλλα εξωραϊσμένα κολαστήρια. Όχι άλλα πολεμοκάπηλα ψέματα.
Αν αυτή η παραίτηση αφήσει στην ειδησεογραφία ένα κενό του μεγέθους της ποίησης, τότε αυτό είναι η αληθινή μορφή του παρόντος – Ανν Μπόγιερ.
Επειδή από διάφορους κύκλους, από διάφορες «γαλάζιες σφήνες», είτε από αυτές που σχηματίζουν το λογότυπο της ΝΔ είτε από άλλες τάχα μου «αδέσποτες», – που μάλιστα έμπρακτα αξιοποιούν την κατάσταση για την αναβάθμιση της εγκληματικής φασιστικής τους δραστηριότητας -, διακινούνται και διασπείρονται διάφορα σενάρια περί εμπρηστών σ’ αυτό το δεύτερο φετινό κύμα εμπρηστικής κυβερνητικής-κρατικής αχρηστίας, για αυτό το λόγο θυμίζω απλώς της λαϊκή ρήση: Πρωτομυριστής πρωτοκλαστής…
Θυμήθηκα ένα παραμυθάκι που μου έλεγε η μεγάλη μορφή των γραμμάτων Έλλη Αλεξίου, στις ευχάριστες και διδακτικές κουβέντες μας. Το έγραψε ο Νίκος Καζαντζάκης και το αγάπησε η γυναίκα του Γαλάτεια, αδελφή της Έλλης Αλεξίου.
«… Μια μέρα οι τσουκνίδες ρώτησαν την τριανταφυλλιά: «Κυρά Τριανταφυλλιά, δεν μας μαθαίνεις κι εμάς το μυστικό; Πώς φτιάχνεις το τριαντάφυλλο»; Και η τριανταφυλλιά αποκρίθηκε: «Πολύ απλό είναι το μυστικό μου, αδελφές μου τσουκνίδες, ολάκερο τον χειμώνα δουλεύω με υπομονή, με εμπιστοσύνη, με αγάπη το χώμα, κι ένα μονάχα έχω στο νου μου, το τριαντάφυλλο. Με δέρνουν οι βροχές, με συρομαδούν οι άνεμοι, με πλακώνουν τα χιόνια, μα εγώ έχω ένα μονάχα στο νου μου, το τριαντάφυλλο. Αυτό είναι το μυστικό μου, αδελφές μου τσουκνίδες…».
*
Το θυμήθηκα κι εγώ αυτό το παραμυθάκι, που μας αφηγήθηκε τις προάλλες η Εύα Νικολαΐδου, καθώς πληροφορήθηκα την «απορία» του Μητσοτάκη: «τι είναι αυτό που κάνει έναν άνθρωπο σήμερα να είναι κομμουνιστής … πώς μπορείς να υπερασπίζεσαι μια ιδεολογία, η οποία χρεοκόπησε αποδεδειγμένα, η ίδια η ιστορία τη χρεοκόπησε».
Δεν είναι βέβαια παράξενο στην εποχή της τσουκνίδας να ρωτούν οι τσουκνίδες την τριανταφυλλιά γιατί επιμένει να ’ναι τριανταφυλλιά, παρ’ όλο που τη δέρνουν οι βροχές, τη συρομαδούν οι άνεμοι, την πλακώνουν τα χιόνια.
Οι τσουκνίδες κρίνουν εξ ιδίων τα αλλότρια. Δεν μπορούν να καταλάβουν τις τριανταφυλλιές που επιμένουν ν’ ανθίζουν στην εποχή της τσουκνίδας. Κάθε τριαντάφυλλο που ξεπηδά μέσα στην ομοιομορφία τους και την ακυρώνει, τους προκαλεί ανησυχαστική απορία. Φαντάζονται την εποχή τους σαν το τέλος της ιστορίας. Ονειρεύονται ότι η εποχή τους, η εποχή της τσουκνίδας θα κρατήσει για πάντα.
*
Κατά τ’ άλλα, ναι, από το προσκήνιο της ιστορίας χάθηκαν όσα είχαν κερδηθεί με το αίμα των προηγούμενων γενεών, όσα οι επόμενες και οι μεθεπόμενες γενιές είχαν πια μάθει να θεωρούν αυτονόητα. Κι αμέσως την ίδια στιγμή η ιστορία ξανάφερε στο προσκήνιο την αναγκαιότητά τους με διπλή και τριπλή ένταση.
Και στη βάση αυτής της αναγκαιότητας το ζήτημα δεν είναι καν ιδεολογικό. Είναι απλώς ότι οι άνθρωποι που σ’ όλη τους τη ζωή καλλιεργούν τα τριαντάφυλλα, τα χάνουν απ’ τα χέρια τους με αντάλλαγμα ένα μάτσο τσουκνίδες. Οι σφετεριστές του μόχθου τους επιφυλάσσουν για τους εαυτούς τους έναν ιδιωτικό κόσμο από ρόδα, ανίκανοι συνάμα να αναγνωρίσουν την αξία τους, τα ρόδα χάνουν την οσμή τους στα δικά τους τα χέρια, και πνίγουν τους ανθρώπους του μόχθου στις τσουκνίδες. Δεν είναι ζήτημα ιδεολογίας. Είναι ζήτημα πραγματικότητας.
Με δυο λόγια: η ιστορία δεν τέλειωσε. Η ιστορία ξανάρχισε.
Πριν 2.452 χρόνια, το 431 π.Χ., ο Περικλής συμπεριλάμβανε στις ενδείξεις πολιτιστικής ακμής της αθηναϊκής κοινωνίας το ότι: «φιλοκαλούμεν τε μετ’ ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας». (Θουκυδίδης 2, 40, 1).
Σχεδόν 1.900 χρόνια αργότερα, γύρω στα 1443-1446 μ.Χ. ο λόγιος Βησσαρίων, στο Υπόμνημά του προς τον ηγεμόνα της Πελοποννήσου Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, απέδιδε τη βυζαντινή παρακμή, μεταξύ άλλων στην: «κρατήσασα του γένους μαλακία τε και βλακεία». (Γιάνης Κορδάτος, Ακμή και παρακμή του Βυζαντίου, σελ. 517, εκδ. Μπουκουμάνη, Ε΄ Έκδοση).
Προ ημερών, εν έτει 2021 μ.Χ., ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, από το βήμα της βουλής, τόνισε ότι: «Δημοκρατία σημαίνει κράτος του δήμου… Και δεν υπάρχει, νομίζω, πιο εμβληματικός δημόσιος χώρος από αυτόν του δημόσιου πανεπιστημίου… Αντιστρέφω λοιπόν τα επιχειρήματα των επικριτών του νομοσχεδίου λέγοντας, ότι στις σχολές δεν μπαίνει η αστυνομία, μπαίνει η δημοκρατία!!!… Η δροσερή πνοή της ελευθερίας που ως τώρα αφήνουν έξω οι καπνοί των μολότοφ».
Η παραπάνω πρωθυπουργική ρήση, εκφράζοντας το ποιόν (και το πύον) της κρατούσας φιλοσοφίας, δημιουργεί γενικότερους δυσάρεστους συνειρμούς για το παρόν και το μέλλον της χώρας.
Δυστυχώς στις μέρες μας η μαλακία πάει σύννεφο.
ΥΓ Το κράτος έχει συνέχεια: Πριν μερικές δεκαετίες, όπως αφηγείται το γνωστό τραγουδάκι, «ο στρατός μας που πήγε στην Κορέα», «έπνιξε τους κίτρινους στο αίμα» διδάσκοντάς τους «τι θα πει ελευθεριά». Σε ανάλογο μοτίβο σήμερα, η «αστυνομία μας» καλείται να διδάξει στα πανεπιστήμια την «δημοκρατία». Ένα τραγουδάκι και για αυτό το νέο έπος θα αποτελούσε πραγματική πρόκληση για την κρατούσα φιλοκαλία, μετά από τα τόσα καταγεγραμμένα δείγματα της σαφούς (πλην όμως νεοελληνικής) «ευτελείας» της.
«Ο ΘΕΟΣ ΝΑ ΜΑΣ ΦΥΛΑΕΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ» γράφει το πανώ της κυρίας δεξιά στη φωτογραφία. Με υπογραφή: «οι τρελλές αγελάδες».
Δεν θα διαφωνήσουμε στο «συγκεκριμένο».
Θα προτείνουμε όμως και μερικές ακόμα υπογραφές κάτω από την ίδια έκκληση προς τον Θεό:
«Η φυματίωση»
«Η λέπρα»
«Η ευλογιά»
«Ο τέτανος»
«η ελονοσία»
Η λίστα των υπογραφών είναι ανοιχτή, μπορούν να προστεθούν υπογραφές κι από άλλα έργα του Θεού που γυρεύουν από Αυτόν τη σωτηρία τους, ωστόσο το καλύτερο θα ήταν «ο Θεός να μας φυλάει» από το καπιταλιστικό κέρδος και την υποταγή της επιστήμης σε αυτό.
Μάλλον όμως δεν θα μας «φυλάει ο Θεός», για όσο καιρό το καπιταλιστικό κέρδος θα νιώθει ασφαλές πίσω από «αναθέματα» στην επιστήμη, για όσο καιρό θα είναι ικανό να αποπροσανατολίζει συνειδήσεις προς κάθε άλλη κατεύθυνση εκτός από αυτήν που οδηγεί σε αυτό το ίδιο το καπιταλιστικό κέρδος και την ανατροπή της εξουσίας του.
[προσθήκη 21-5-2020: Αλλά και το διπλανό πλακάτ δεν είναι και τέλειο… Τα συνθήματα του Πολυτεχνείου «Ψωμί Παιδεία Ελευθερία, Έξω οι οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ», έχουν μετατραπεί σε «Ψωμί Παιδεία Ελευθερία και Θεία Κοινωνία»! Κι από πάνω κουνά και το δάχτυλο σ’ όσους «παραχαράζουν την ιστορία»…]
Παρόλη την αξεπέραστη δυσκολία να διαχωριστούν οι πράξεις από τις προθέσεις, ιδίως όταν πρόκειται για επιχειρηματικούς κολοσσούς με επικοινωνιακά κλπ επιτελεία, ο σχολιασμός που ακολουθεί δεν έχει την αφετηρία του στις προθέσεις αλλά στο «προϊόν».
Ας υποθέσουμε ότι έχουν και οι επιχειρηματικοί κολοσσοί τον αυθορμητισμό τους.
Από μια άποψη, άλλωστε, είναι ίσως χρησιμότερη η επισήμανση των όρων διαμόρφωσης της κοινωνικής συνείδησης ως «αυθόρμητων»: Ως όρων που πηγάζουν από το απρόσωπο «σύστημα», από τις «αυθόρμητες» σχέσεις των πραγμάτων και από τον τρόπο που η συνείδηση – ως «πράγμα» κι αυτή – εντάσσεται στις σχέσεις αυτές. Χρησιμότερη, με την έννοια της ικανότητας για αναγνώριση και αντιπαρέλευση αυτών των όρων άσχετα αν πραγματώνουν προθέσεις ή όχι.
Σε τελική ανάλυση, και σαν «τελικός στόχος», το κέρδισμα των συνειδήσεων δεν σημαίνει παρά: να κερδίσουμε τις συνειδήσεις μας.
Πράγμα που προϋποθέτει, εκτός των άλλων, μια ορισμένη μετάβαση από τη συγκυριακή ατομική κοινωνική εμπειρία σε μια επίγνωση των γενικότερων κοινωνικών σχέσεων και, κατά συνέπεια, έναν ορισμένο επανακαθορισμό της προσωπικής οπτικής γωνίας απέναντι στον κοινωνικό κόσμο: παύουμε τότε, συνειδησιακά, να αποτελούμε την μια ή άλλη ατομική προσωποποίηση της κοινωνικο-ιστορικής τυχαιότητας και παίρνουμε θέση υποκειμένου του ιστορικού γίγνεσθαι.
*
Αφορμή των παραπάνω ανολοκλήρωτων εισαγωγικών γενικολογιών και «παράδειγμα» του σχολίου που ακολουθεί, είναι τα πρόσφατα doodles («μουτζούρες») της google με γενικό θέμα: «Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους όσους μάχονται κατά του κορωνοϊού»:
Βέβαια, με την πρώτη ματιά, όχι απλώς δεν υπάρχει πρόβλημα στις παραπάνω ευγενικές χειρονομίες, αλλά και η κριτική τους θα μπορούσε να ταξινομηθεί στη σφαίρα του «ανίερου».
Ωστόσο αυτές οι μουτζούρες («doodles»), οι προορισμένες να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη μιας «κοινής γνώμης», ταυτόχρονα, με τον τρόπο αυτό, «από μόνες τους», χαράσσουν τα όρια της περιοχής εντός της οποίας εδρεύει η «κοινή γνώμη», αναγορεύουν σε «κοινή» την «γνώμη» και τη «φωνή» αυτής της κοινωνικής περιοχής, υποβάλλουν ως συνειδησιακή θέση όλων τη θέση τους εντός της καθορισμένης περιοχής και της καθορισμένης «κοινότητας» που «ευχαριστεί», θέτουν εκτός «κοινής γνώμης» όσους βρίσκονται εκτός αυτής της περιοχής, αφαιρούν τη «γνώμη» και τη «φωνή» από όσους ακριβώς έχουμε την καλοσύνη να τους «ευχαριστούμε».
Οι ευγενείς μουτζούρες της google αναγορεύουν σε φωνή της κοινής γνώμης τη φωνή όσων δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι στον τομέα της υγείας και ερευνητές της επιστημονικής κοινότητας, εργαζόμενοι σε καταστήματα τροφίμων, στα μέσα μαζικής μεταφοράς, στις συσκευασίες, τις εμπορικές μεταφορές, τη διανομή…
Ευγενικότατα βεβαίως, η δική τους φωνή, επί της ουσίας και με δυο λέξεις: η φωνή της εργατικής τάξης, τίθεται «εκτός».
Και τίθεται «εκτός», με τέσσερις «μουτζούρες» του επιχειρηματικού κολοσσού που, σημειωτέον, ανήκει «σε όλους όσους μάχονται κατά του κορονοϊού», στον τομέα της επικοινωνίας εν προκειμένω, αλλά που ένιωσε την ανάγκη να τοποθετηθεί στην πλευρά των «άλλων», προκειμένου ολόκληρη η κοινωνική συνείδηση (και το πλήθος των ατομικών συνειδήσεων που την «αθροίζουν») να τοποθετηθεί με τη σειρά της στην πλευρά όχι αυτών που μάχονται αλλά αυτών που «ευχαριστούν».
Όσο για τους ίδιους τους εργαζόμενους, «όλους όσους μάχονται», αν καταφέρουν να μην ταυτιστούν ακόμα κι οι ίδιοι συνειδησιακά με την πλευρά των «άλλων», το περιθώριο «γνώμης» και «φωνής» που αυτό το σχήμα «κοινής γνώμης» τους επιτρέπει, είναι πολύ στενό:
Τις υποδείξεις του Π.Ο.Υ. ακολούθησαν τα μέλη της αυτόνομης κοινότητας Fisher Island, ώστε στην επικράτεια της Νήσου η πανδημία του νέου κορονοϊού μπορεί να θεωρείται ήδητερματισθείσα .
Οι κοινοτικές αρχές της Νήσου των Ψαράδων «κάνανε τη διαφορά» στις έως τώρα γνωστές τακτικές αντιμετώπισης του COVID-19: Ούτε «ανοσία της αγέλης» ούτε «κοινωνική αποοστασιοποίηση», αλλά τεστ, τεστ και πάλι τεστ!
Σύμφωνα με τα ΜΜΕ των ΗΠΑ, όπου και υπάγεται το μικροσκοπικό κρατίδιο, στους κατοίκους και το υπηρετικό προσωπικό των μόλις 800 κατοικιών της Νήσου πραγματοποιήθηκαν 1800 τεστ ανίχνευσης του ιού. Οι μέχρι στιγμής πληροφορίες αναφέρουν ότι από πέντε έως εννέα άτομα εντοπίστηκαν «θετικα» .
Σύμφωνα επίσης με τοπική αξιωματούχο που επιθυμεί να διατηρηθεί η ανωνυμία της, τα «θετικά» άτομα θα απομονωθούν από τον υπόλοιπο πληθυσμό της νήσου για 14 ημέρες σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο και στην συνέχεια η οικονομική και κοινωνική ζωή θα συνεχιστεί κανονικά στο εσωτερικό της Ψαράδικης επικράτειας.
Εξάλλου η Νήσος έχει κλείσει για οποιονδήποτε εκτός από τους διαμένοντες εκεί και είναι προσβάσιμη μόνο με ταχύπλοο ή ελικόπτερο και πάντα υπό προϋποθέσεις.
«Ο λαός μας δεν προτίθεται να εγγράψει στο σώμα του» (*), τόνισε χαρακτηριστικά η αξιωματούχος, «τα μέτρα κοινωνικής αναμόρφωσης που σκοπεύουν να επιβάλουν οι οπάδοι των άλλων μεθόδων αντιμετώπισης της πανδημίας κατά την διάρκεια των 12 μήνων και περισσότερο έως την ανακάλυψη εμβολίου».
«Η κοινότητά μας», συνέχισε,«αποτελεί ένα τοπικό μοντέλο οριστικής εξάλειψης της πανδημίας εφαρμόσιμο σε διεθνή κλίμακα»!
Στην ευαίσθητη ερώτηση σχετικά με τα απαιτούμενα κονδύλια και από πού θα βρεθούν, απάντησε με νόημα: «Πέντε τρισεκατομμύρια δολάριαείναι πολλά λεφτά! (σ.σ., πρόκειται για το ποσό που θα διαθέσουν οι «G20», η Ομάδα των 20 πλουσιότερων χωρών του κόσμου, για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας). «657 δολάρια για κάθε κάτοικο της γης αρκούν με το παραπάνω για τον οριστικό τερματισμό της πανδημίας μέσα σε λίγες μέρες».
«Μην ακούτε τι σας λένε οι τηλέμπορες. Σε έναν μήνα από τώρα θα σας φιλούσα στο στόμα», πρόσθεσε με διφορούμενο ύφος, και αυτάρεσκα αναστέναξε: «Φάτε τους πλούσιους»!
==================================
(*) «Δεν υπάρχει νόμος που δεν έχει εγγραφεί σε σώματα».
(de Certeau, M., 1988, The Practice of Everyday Life, Μπέρκλεϋ: University of California Press. Από το: Δημητρίου, Σ., 2017, Κοινωνική Εξέλιξη και Σχέσεις Δύναμης. Η Μεθοδολογία των Επιστημών του Ανθρώπου, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 122).
Στις 1 Απριλίου ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κ. Πέτσας αναφέρθηκε σε «αυστηροποίηση» των μέτρων περιορισμού της κυκλοφορίας με την εξής επισήμανση: «Οι συνεπείς δεν είναι κορόιδα.
Θα πρέπει όλοι να μένουμε στο σπίτι.Όσοι κάνουν κατάχρηση για να είναι όλη την ημέρα έξω, θα νιώσουν σύσφιξη των μέτρων».
Η δήλωση αυτή, μάλιστα, συνέπεσε χρονικά με τον σάλο που δημιούργησε το γνωστό βίντεο τηλεοπτικού σταθμού, το οποίο παραποίησε την εικόνα της παραλίας Θεσσαλονίκης και οδήγησε στο «φράξιμό» της από την κυβέρνηση.
Με την «αθώα» αυτή φράση («καθαγιασμένη» όπως συμβαίνει με κάθε προσχηματική επίκληση της «υγείας», εφόσον βέβαια δεν αφορά καταργήσεις και περικοπές πόρων για τις «αχρείαστες» νοσοκομειακές δομές) ο κυβερνητικός εκπρόσωπος βάλθηκε να κατασκευάσει την εικόνα «κάποιων» που καταχρηστικά επιδιώκουν «να είναι έξω όλη τη μέρα»!
Ένας πραγματικά ασυνήθιστος παραλογισμός, που μπορεί να εξηγηθεί μόνο με γενετικά χαρακτηριστικά που καθιστούν τέτοιους ανθρώπους επιρρεπείς στην ανομία. Είναι προφανές ότι αν η κυβέρνηση διέτασσε να είμαστε συνεχώς έξω, αυτοί οι άνθρωποι θα κλειδαμπαρώνονταν στα σπίτια τους. Τώρα που η κυβέρνηση επιβάλλει να μένουμε σπίτι, αυτοί όχι μόνο βγαίνουν, αλλά θέλουν και «να είναι έξω όλη μέρα»!!!
Η εικονική κατασκευή συμπληρώθηκε με την – επί της ουσίας – ψυχική παρότρυνση του κυβερνητικού εκπροσώπου προς ένα μέρος του πληθυσμού: «Οι συνεπείς δεν είναι κορόιδα»!
Κι έτσι, προκειμένου οι «συνεπείς» να μην είναι «κορόιδα», όπως ο κυβερνητικός εκπρόσωπος προέτρεψε το target group της δήλωσής του να νιώσει, η παραλία της Θεσσαλονίκης «φράχτηκε».
Και στη συνέχεια, προκειμένου να μην είναι «κορόιδα» μόνο οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης, απαγορεύτηκαν επίσης οι παραλίες των Πατρών και του Βόλου.
Οι – μετριοπαθώς μιλώντας – αμφιβολίες για το κατά πόσο η συγκεκριμένη κυβερνητική δήλωση και τα συγκεκριμένα κυβερνητικά μέτρα αποσκοπούν πραγματικά στον περιορισμό κάποιας «κατάχρησης» σε σχέση με την αντιμετώπιση της επιδημίας του κορονοϊού πηγάζουν, πρώτον, από το άτοπο της κατασκευής («να μένουν έξω όλη μέρα»!!!), δεύτερον, από την χρησιμοποίηση μιας πλαστογραφημένης πραγματικότητας για την επιβολή των απαγορεύσεων και, τρίτον, από ένα υπόβαθρο που αφορά σχέσεις κουλτούρας, τις οποίες – με μια δόση σχηματοποίησης – θα επιχειρήσουμε να περιγράψουμε ως εξής:
Πέρα από τα ψώνια – τη δουλειά – το σχολείο και παρόμοιες υποχρεώσεις, για μια μεγάλη πλειοψηφία η «έξοδος» είναι συνυφασμένη με την κατανάλωση. Μια μεγάλη πλειοψηφία είναι εθισμένη να βγαίνει από το σπίτι μόνο όταν πρόκειται να κατευθυνθεί σε κάποιον «ειδικό» χώρο κατανάλωσης και, ενόψει αυτού του εθισμού, η τωρινή διακοπή λειτουργίας των χώρων κατανάλωσης τής έχει αποστερήσει κάθε επιλογή εξόδου.
Κοντά σ’ αυτήν, υπάρχει ακόμα μια μεγάλη πλειοψηφία, που έτσι κι αλλιώς στον ελεύθερο χρόνο της δεν βγαίνει από το σπίτι ποτέ, και που το τι -υποτίθεται-ότι-συμβαίνει-έξω το βλέπει καθημερινά στην τηλεόραση.
Υπάρχει λοιπόν μια κατηγορία ανθρώπων, που αφού «έκλεισαν τα μαγαζιά» δεν έχουν πού να πάνε, και άλλη μια κατηγορία που μένει σπίτι γιατί έτσι κι αλλιώς δεν έβγαινε από αυτό ποτέ.
Δεν πρόκειται για «λίβελο» εναντίον αυτών των ανθρώπων, αφού και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για «κουλτούρες» σχηματισμένες και «επιβεβλημένες» από την κυρίαρχη κοινωνική πρακτική και την κυρίαρχη ιδεολογία, οι οποίες άλλωστε σχεδόν κανέναν δεν αφήνουν εντελώς ανεπηρέαστο. Δεν πρόκειται καν για κάποια εξ υπαρχής απαξίωση των αντίστοιχων συμπεριφορών, που επίσης από μόνες δεν επαρκούν για στοιχειοθετήσεις χαρακτηρισμών επί των ατόμων κ.ο.κ.
Όμως πρόκειται για δύο κατηγορίες, για τις οποίες είναι σχεδόν άνευ νοήματος το ερώτημα των κινήτρων για το ότι «μένουν σπίτι», αφού γι’ αυτές η «έξοδος» στερείται ή έχει στερηθεί νοήματος.
Από την άλλη, η «ελεύθερη» έξοδος, η έξοδος που δεν συνυφαίνεται με την κατανάλωση, είναι στο βάθος αρνητικά στιγματισμένη. Ήδη υπό τις «κανονικές» συνθήκες, μια τέτοια έξοδος δεν διαθέτει «πιστοποίηση» κανονικότητας.
Το να περπατάς απλώς, το να κάθεσαι απλώς σ’ ένα παγκάκι στο πάρκο ή στην πλατεία, αποτελεί «οριακή» συμπεριφορά, και ο φορέας αυτής της συμπεριφοράς είναι δυνητικό αντικείμενο εξακρίβωσης της ταυτότητάς του και παροχής εξηγήσεων: τι κάνει εκεί; από που πού έρχεται; πού πηγαίνει;
Αλλά και πέρα από αυτή την «ακρότητα», σε κάθε περίπτωση, η προσωπική «έκθεση» τής «εξόδου» τής συνυφασμένης με την κατανάλωση γίνεται στο βάθος αντιληπτή σαν «σκόπιμη», η αποσυνδεμένη από την κατανάλωση έξοδος θεωρείται στο βάθος «άσκοπη», «χασομέρι», σχεδόν δεν αποτελεί καν προσωπική «έκθεση» αλλά ύποπτη απόπειρα του ατόμου να «περάσει απαρατήρητο».
Και τώρα, έρχεται ο κυβερνητικός εκπρόσωπος να παρακινήσει σε ορισμένη ψυχική στάση («κορόιδα»!) όσους δεν πάνε πουθενά γιατί είτε δεν θα πήγαιναν έτσι κι αλλιώς πουθενά είτε γιατί έχουν στερηθεί κάθε αντικείμενο «σκόπιμης» εξόδου, απέναντι σε όσους «άσκοπα» βγήκαν να πάρουν λίγο αέρα και να περπατήσουν (όμως εδώ«δεν περπατάμε, τρέχουμε!») τηρώντας μεταξύ τους αποστάσεις όχι δυο μέτρων– δηλ. την υποτιθέμενη απόσταση ασφαλείας των καταστημάτων, των συγκοινωνιών και των εργασιακών χώρων –αλλά 135 τετραγωνικών μέτρων.
Στην τελική, όσοι δεν είχαν ποτέ καθώς και όσοι έχουν επί του παρόντος χάσει κάθε λόγο «εξόδου», σύμφωνα με τον κ. Πέτσα «πρέπει» να νιώθουν «κορόιδα» – γιατί «κάποιοι» μπορούν ακόμα και απολαμβάνουν μια «έξοδο» τέτοια που οι πρώτοι έχουν προ πολλού διαγράψει από τον κύκλο των απολαύσεών τους ή που ποτέ δεν έχουν καν διανοηθεί.
Φυσικά αυτού του είδους ο προτεινόμενος φθόνος υπό κανονικές συνθήκες θα στερούνταν ηθικής νομιμοποίησης. Υπό κανονικές συνθήκες η «σκόπιμη» κοινωνική πρακτική και ιδεολογία του οικιακού εγκλεισμού και του καταναλωτισμού απλώς κρατά στο περιθώριο της οπτικής της τις «άσκοπες» συμπεριφορές που κινούνται έξω από την περίμετρο της κατανάλωσης. Γνωρίζει μόνο, έχει διδαχθεί, ότι έξω από αυτήν την περίμετρο (ή, ευρύτερα, έξω από το σπίτι) ελλοχεύει γενικά είτε ο κίνδυνος είτε το κενό. Όμως η μεταδοτικότητα του covid-19 καθιστά τις συνθήκες πρόσφορες, ούτως ώστε ένας τέτοιος φθόνος να μπορεί πλέον να προταθεί.
135 τ.μ. ανά άτομο στην παραλία Θεσ/νίκης και αλλού, είναι πυκνότητα που υπερκαλύπτει στο υπερπολλαπλάσιο την (αμφίβολης τήρησης) απόσταση των δυο μέτρων στους χώρους υποχρεωτικής προσέγγισης μεταξύ των ανθρώπων…
– Προς τι τότε ο σχετικός θόρυβος και το «φράξιμο» του ελεύθερου χώρου;
– Διότι (θα απαντούσε ίσως ο κυβερνητικός εκπρόσωπος)«πού να ξέρουμε εμείς»; Οι περιπατητές των 135 τ.μ. ανά άτομο, μπορεί να έρχονταν σε τυχόν κοντινότερες επαφές για να μεταδώσουν έτσι μεταξύ τους τον νέο κορονοϊό!
– Μα είναι δυνατόν η κυβέρνηση να διανοείται την άποψη, – να επιχειρεί να υποβάλει και να επιβάλει την άποψη -, ότι οι άνθρωποι θα παρουσίαζαν συμπτώματα απότομης απώλειας του λογικού και του αισθήματος της αυτοπροστασίας τους και θα πλησιάζονταν «στενά» μεταξύ τους γνωρίζοντας όλοι κάλλιστα ότι αυτό θα αποτελούσε κίνδυνο να «κολλήσουν» τον εαυτό τους ή τους άλλους, πράγμα που είναι ακριβώς το ίδιο;
– Αλλά πού να ξέρουμε εμείς αν όλος αυτός ο περίπατος δεν θα γινόταν παράδειγμα για εκατοντάδες χιλιάδες που θα μπορούσαν να συνωστιστούν ασφυκτικά στην παραλία διαδίδοντας κατόπιν τον κορονοϊό σε εκατομμύρια άλλους!
– Δηλαδή επικαλείστε την πιθανότητα μιας ανύπαρκτης μελλοντικής κατάστασης για να στηλιτεύσετε, στο όνομα της, μια εντελώς διαφορετική πραγματική υπαρκτή κατάσταση, η οποία μάλιστα επιδέχεται φυσική εποπτεία και δυνατότητα παρέμβασης, εφόσον πάει να εξελιχθεί σε κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι!
– Μα πού να ξέρουμε εμείς τι μπορεί να γίνει, όταν όλοι αυτοί πάνε να περπατήσουν στον ίδιο χώρο, έστω κι αν είναι 23 στρέμματα και αντιστοιχούν 135 τ.μ. στον καθένα τους!
– Γιατί λέτε «όλοι αυτοί», αφού με τα μέτρα σας προβλέπεται πρόστιμο ακόμα και σ’ έναν μόνο που περπατάει;
– Βεβαίως, αν δεν έχει προηγηθεί η αποστολή sms ή αν δεν κρατά στα δόντια το χαρτί της μετακίνησής του!
– Χαρτί ή sms ότι βγαίνει απ’ το σπίτι να περπατήσει; Ότι βγαίνει για περίπατο;
– Α όχι! Είναι γνωστό ότι sms ή χαρτί περιπάτου δεν προβλέπεται, δεν εγκρίνεται! Εδώ δεν περπατάμε! Τρέχουμε! Το περπάτημα είναι άσκοπο! Ο περίπατος απαγορεύεται!
*
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος έχει τη δυνατότητα να προσθέσει κι άλλες απαντήσεις, και μάλιστα από θεσμικής και κυρίως τηλεοπτικής καθέδρας. Μερικές πιθανές από αυτές είναι η επίκληση της «ευθύνης», ο στιγματισμός της «ανευθυνότητας», της «απαράδεκτης ανευθυνότητας», της ανάγκης «συμμόρφωσης» και «συνετισμού» κ.ά.
Και υπάρχει ο φόβος, λόγο στο λόγο κουβέντα στην κουβέντα, να εξωθούνταν ο κυβερνητικός εκπρόσωπος σε μια απάντηση σαν την εξής:
«Στις κυβερνητικές απαγορεύσεις δεν έχει καμιά σημασία η ύπαρξη ή η ανυπαρξία λογικής, και ιδίως της λογικής που επικαλούμαστε, της λογικής που στο όνομά της επιβάλλουμε απαγορεύσεις. Σημασία έχει η εμπέδωση της αντίληψης, ότι άνθρωποι που παραβιάζουν κυβερνητικές απαγορεύσεις είναι για όλα ικανοί. Ικανοί μάλιστα (τώρα μας δίνεται η ευκαιρία να το λέμε κι αυτό) ακόμα και να μεταδώσουν μια θανατηφόρα νόσο σε χιλιάδες, σε εκατομμύρια, να προκαλέσουν το θάνατο σε εκατοντάδες χιλιάδες νομοταγείς, συνεπείς πολίτες. Τέτοιοι είναι όσοι παραβιάζουν τις κυβερνητικές απαγορεύσεις, τόσο αυτήν όσο και κάθε άλλη. Κι αν επιμένετε ότι το περπάτημα δεν βλάπτει, παρότι απαγορεύεται, τότε, σας απαντάμε: να μην βλάπτει και η θεία κοινωνία!!! Αλλά και αν το περπάτημα δεν βλάπτει, δεν θα το επιτρέψουμε και να γιατί: Το sms, το χαρτί, δεν χρησιμεύουν στον περιορισμό των μετακινήσεών σας, όπως νομίζετε. Είτε με smsείτε χωρίς, το ίδιο θα βγείτε για να πάρετε μακαρόνια και γεμιστά, φρούτα και ψωμί, εφόσον έτσι κι αλλιώς δεν έχετε πού αλλού να πάτε. Το sms, το χαρτί, χρησιμεύουν για να μάθετε να αναφέρεστε ενώπιόν μας για την προέλευση, τον προορισμό, το σκόπιμο και το επιτρεπτό των μετακινήσεών σας. Για τις συντεταγμένες και τον σκοπό των μετακινήσεών σας πλέον δεν θέλουμε να σας ρωτάμε εμείς. Θέλουμε να μάθετε να μας τα λέτε εσείς μόνοι σας. Έως ότου οι τεχνικές ελέγχου μάς επιτρέψουν να τα γνωρίζουμε συνεχώς, χωρίς να μας τα λέτε και χωρίς να σας ρωτάμε. Τότε πλέον και θα μπορείτε, ελεύθερα, με εμπεδωμένο αίσθημα ασφαλείας, να πηγαίνετε να κοινωνήσετε. Προκειμένου όμως γι’ αυτόν τον στόχο, ο περίπατος δεν είναι δυνατόν να συμπεριληφθεί στη σκόπιμη και επομένως επιτρεπτή μετακίνηση. Διότι τι επιτήρηση θα μπορούσε να θεσμοποιηθεί, αν ο καθένας μπορούσε να λέει: «Απλώς περπατάω!» »