Σκοπός του κειμένου που ακολουθεί δεν είναι κάποια ανάλυση με όρους κινηματογραφικής κριτικής ή με «στενά» κινηματογραφικούς αισθητικούς όρους. Σκοπός είναι μια (έως και) αφοριστική διατύπωση ορισμένων παρατηρήσεων, ή ακριβέστερα, για μια απόπειρα λεκτικής διατύπωσης της συνολικής αισθητικής, ιδεολογικής, διανοητικής εντύπωσης που προέρχεται από τη θέαση των ταινιών του Ταρκόφσκι.
Όπως είναι γνωστό, το έργο του Ταρκόφσκι –στο πλαίσιο της γενικής αναγνώρισης της καλλιτεχνικής του αξίας- έχει δεχτεί τους χαρακτηρισμούς του μεταφυσικού και θρησκευτικού – δεν γνωρίζω αν ίσως και θρησκόληπτου. Χαρακτηρισμοί που συνιστούν λόγο κριτικής από τη μια, ή αποδοχής από την άλλη, ανάλογα με την ιδεολογική στάση που τηρεί ο καθένας απέναντι στις έννοιες της μεταφυσικής, της θρησκευτικότητας ή και της θρησκοληψίας.
Από την πλευρά μου πάλι, ποτέ μου δεν κατάφερα να θεωρήσω το έργο του Ταρκόφσκι με αυτόν τον τρόπο. Και για να εξηγούμαι, μιλάω για τον κύριο κορμό του έργου του, δηλαδή για το σύνολο των ταινιών που γύρισε στην ΕΣΣΔ. Οι τελευταίες του ταινίες, σαν τη «Νοσταλγία» και τη «Θυσία», οι ταινίες δηλαδή της ιταλικής περιόδου του αποτελούν κατά τη γνώμη μου, για πολλούς λόγους αναγόμενους τόσο στις ίδιες καθεαυτές όσο και στους γενικότερους όρους της παραγωγής τους, ξεχωριστό κεφάλαιο του έργου του, το οποίο και πάλι κατά τη γνώμη μου δεν αιτιολογεί αναγκαία τον χαρακτηρισμό του ως «μεταφυσικό», αλλά περισσότερο ως ερμητικό: ερμητικό σε τέτοιο βαθμό, ώστε κάθε πάρα πέρα χαρακτηρισμός να καταντά άτοπος, ιδιαίτερα όταν αυτός ο ίδιος παραμένει στο πλαίσιο μιας «κοινά αποδεκτής» αφοριστικής κοινοτοπίας περί «μεταφυσικής» και «θρησκευτικότητας» όπως γίνεται συνήθως…
Να ξεκαθαρίσω επίσης ότι την αισθητική μου εκτίμηση πάνω στο έργο του Ταρκόφσκι δεν την αφορούν κατ’ αρχήν οι προσωπικές πεποιθήσεις του δημιουργού, το αν αυτός ήταν ή δεν ήταν θρησκευόμενος, το αν πίστευε ή δεν πίστευε στην ύπαρξη του «Θεού», και το τι περιεχόμενο έδινε ο ίδιος σε αυτή του την πίστη, στην πίστη του γενικά: ιδίως αυτό το τελευταίο θα με αφορούσε όχι πριν αλλά μετά την αποτίμηση του έργου του σαν ένα είδος ολοκλήρωσης του συμπεράσματος που από το έργο θα έβγαινε για τον δημιουργό του.
Οι σκέψεις λοιπόν που με τη μορφή ορισμένων παρατηρήσεων ακολουθούν την παραπάνω εισαγωγή, αφορούν την εντύπωση την προερχόμενη κατά βάση από τη θέαση των σοβιετικών ταινιών του Ταρκόφσκι: από τα «Παιδικά χρόνια του Ιβάν», τον «Αντρέι Ρουμπλιόφ», τον «Καθρέφτη», τον «Στάλκερ» και το «Σολάρις».
***
Παρατήρηση πρώτη, η «θρησκευτικότητα», η «μεταφυσική», ο φιλοσοφικός ιδεαλισμός και οι συναφείς κατηγορίες δεν αποτελούν μέρος της εντύπωσης αυτής. Σε διάκριση από αυτές τις κατηγορίες, στον πυρήνα των εντυπώσεών μου βρίσκεται η υπαρξιακή ανησυχία, ο υπαρξιακός στοχασμός, που όπως κι ο «ερμητισμός» που έλεγα παραπάνω σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπει την αυτόματη μετάφρασή του στον «κοινό τόπο» αυτών των κατηγοριών.
Παρατήρηση δεύτερη, μιλώντας για υπαρξιακή ανησυχία και στοχασμό, δεν έχω κατά νου τα υπαρξιστικά δόγματα που αναπτύχθηκαν κατά καιρούς στη δυτική Ευρώπη. Έχω κατά νου την τοποθέτηση –από τον καλλιτέχνη δημιουργό- στο επίκεντρο της προβληματικής του της ανθρώπινης ύπαρξης εντός της ύπαρξης του φυσικού κόσμου· της ύπαρξης του ανθρώπου μέσα σ’ έναν κόσμο που υπάρχει και πριν απ’ αυτόν και μετά από αυτόν αλλά και χωρίς αυτόν.
Παρατήρηση τρίτη, μιλώντας για υπαρξιακή ανησυχία επίσης δεν έχω κατά νου την ανησυχία που προέρχεται από το «δυτικό» υπαρξιστικό σχήμα του «ανθρώπου – καταδίκου της ύπαρξης». Αντίθετα, η ανησυχία στο έργο του Ταρκόφσκι προέρχεται από μια αντιδιαμετρική πεποίθηση, την πεποίθηση της ικανότητας του ανθρώπου να ανακτήσει μια ηδονική σχέση με τις δυνάμεις του φυσικού κόσμου που τον περιβάλλουν και από την αναγνώριση του γεγονότος ότι αυτή η σχέση δεν αποτελεί «χαρισμένη» στον άνθρωπο πραγματικότητα, αλλά μόνο «ικανότητα», ανθρώπινη δυνατότητα η πραγμάτωση της οποίας προϋποθέτει την εκπλήρωση μιας αντίστοιχης ευθύνης του ανθρώπου απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό και την φύση μέσα στην οποία υπάρχει σαν μέρος της: Η υπαρξιακή ανησυχία του Ταρκόφσκι δεν οφείλεται στο γεγονός της ύπαρξης καθεαυτό αλλά στο γεγονός της ευθύνης που αυτή η ύπαρξη συνεπάγεται για τον άνθρωπο, στο ερώτημα εάν ο άνθρωπος ανταποκρίνεται ή θα ανταποκριθεί σε αυτή την ευθύνη, εάν δηλαδή η ύπαρξη του ανθρώπου σαν κατάσταση στοιχειακή ως το επίπεδο της όρασης, της ακοής και της ανάσας αποτελεί ή θα αποτελέσει –με μόνη αιτία την συνειδητή στάση του ανθρώπου απέναντι στον εαυτό του- λόγο αυτοτιμωρίας ή λόγο ηδονής.
Παρατήρηση τέταρτη, ο υπαρξιακός στοχασμός του Ταρκόφσκι εκφράζεται ατομικά, το τελικό αντικείμενο του προβληματισμού του αφορά τον ατομικό άνθρωπο, τον ατομικό άνθρωπο σαν τον φορέα της ανθρώπινης αίσθησης, σαν το υποκείμενο και το αντικείμενο ταυτόχρονα είτε του πόνου είτε της ηδονής, υποκείμενο που μόνο ως ο ατομικός άνθρωπος μπορεί να νοηθεί εφόσον σκέφτεται κανείς με όρους υλισμού κι όχι μεταφυσικής και ιδεαλισμού… Κι ακόμα περισσότερο ο υλισμός επικρατεί πάνω στη μεταφυσική φιλοσοφία και στον φιλοσοφικό ιδεαλισμό, καθώς στο έργο του Ταρκόφσκι η ανθρώπινη ατομικότητα δεν υποβιβάζεται στον ατομικισμό αλλά ανάγεται, ανυψώνεται στον συλλογικό άνθρωπο, ο άνθρωπος σαν άτομο με όσα χαρίσματα κι αν είναι προικισμένος, όσο κι αν είναι μαχητής ο ίδιος, υπόκειται στις ανθρώπινες – ιστορικές σχέσεις στο σύνολο τους, μαζί του σε αυτές υπόκειται και ο φυσικός κόσμος, κι αυτό το στοιχείο διαπερνά ολόκληρο το έργο του Ταρκόφσκι, κάθε του ταινία αυτοβιογραφική σαν τον Ιβάν και τον Καθρέφτη, ιστορική σαν τον Ρουμπλιόφ, φιλοσοφική-«δοκιμιακή» σαν το Σολάρις και τον Στάλκερ.
Παρατήρηση πέμπτη, πηγή της ανθρώπινης θρησκευτικότητας από τις απαρχές της ανθρώπινης ιστορίας υπήρξε μεν ο Φόβος, το φοβικό δέος, απέναντι στις ανερμήνευτες φυσικές δυνάμεις. Όμως άλλο τόσο πηγή της υπήρξε και η Λατρεία, το ερωτικό δέος απέναντι σ’ αυτές τις ίδιες φυσικές δυνάμεις.
Ο Φόβος απέναντι στη φύση σαν πηγή της θρησκευτικότητας, είναι λόγος αιώνιας υποταγής, αιώνιας καταπίεσης του ανθρώπου από τις φυσικές δυνάμεις – τις ετεροπροσδιοριστικά θεοποιημένες- κι από τα ιερατεία διαχείρισης του ανθρώπινου φόβου, σε τελική ανάλυση ιερατεία απόσπασης του φόβου από τη φύση και μετάθεσης του στον ίδιο τους τον εαυτό, κέντρα προσωποποίησης του φόβου.
Η Λατρεία του φυσικού κόσμου είναι λόγος και σκοπός της ανθρώπινης απελευθέρωσης, ακόμα κι η σ’ ένα πρώιμο ιστορικό στάδιο λατρευτική θεοποίηση των φυσικών δυνάμεων δεν διασπά το υλικό αντικείμενο αυτής της λατρείας στο ίδιο και σε έναν θεό που βρίσκεται πέρα κι έξω από αυτό. Και με αυτήν την έννοια αυτή η μορφή θρησκευτικότητας αναιρεί τον εαυτό της «σαν τέτοια», δεν είναι πιά «θρησκευτικότητα», δεν είναι πιά «θρησκεία», το φυσικό δεν αποτελεί πιά μια εκδήλωση του «θείου», αλλά το «θείο» συνιστά απλώς μια μετωνυμία του φυσικού, συνιστά την ιδιότητά του που απονέμεται σε αυτό από την ανθρώπινη στάση προς αυτό και ταυτόχρονα ταυτίζεται με αυτό: ο άνθρωπος δεν υποκλίνεται πια στον «δημιουργό» της γης και του σύμπαντος αλλά σε αυτή την ίδια τη γη και σε αυτό το ίδιο το σύμπαν.
Αυτή η γραμμή αυτοαναίρεσης της «θρησκευτικότητάς» του διαπερνά το έργο του Ταρκόφσκι από την αρχή ως το τέλος του, και χάρη σε αυτή τη γραμμή το έργο του εντάσσεται στον βαθύτερο πυρήνα της υλιστικής φιλοσοφικής κοσμοαντίληψης.
Παρατήρηση έκτη, διαχρονική πηγή της ανθρώπινης θρησκευτικότητας είναι επίσης το από αντικειμενική άποψη αναίτιο της υλικής ύπαρξης. Τα θρησκευτικά συστήματα ανάγουν την αναιτιότητα της ύλης στην ύπαρξη του «θεού», αναγορεύουν την ύπαρξη του «θεού» σε αιτία της, και δίπλα τους τα ιδεαλιστικά φιλοσοφικά συστήματα είτε πράττουν το ίδιο είτε αρνούνται ή τουλάχιστον αμφιβάλλουν για την ίδια την ύπαρξη της ύλης. Η υλιστική φιλοσοφία αναγνωρίζει στην ίδια αναιτιότητα το αφετηριακό της σημείο, το πνεύμα και η συνείδηση αποτελούν μορφές εκδήλωσης της ύλης, το σύνολο των σχέσεων αιτιότητας ανάγονται όχι στην αυθυπαρξία του «θεού» ή στις αντανακλάσεις κάποιου αυθύπαρκτου πνεύματος, αλλά στην αυθυπαρξία της ύλης.
Είναι αυτή η ίδια η αυθυπαρξία της ύλης που για τον στοιχειακό υλισμό του Ταρκόφσκι (εντελώς άσχετα από το αν ο ίδιος είχε επίγνωσή του κι από το πώς ο ίδιος τον ονόμαζε) συνιστά από μόνη της το μεγαλύτερο θαύμα των θαυμάτων. Το μεγαλύτερο θαύμα στο έργο του Ταρκόφσκι δεν βρίσκεται στο ποτήρι που πέφτει από το τραπέζι και σπάει σπρωγμένο από μια ανεξερεύνητη φυσική δύναμη που αντανακλάται στο βλέμμα ενός παιδιού. Το μεγαλύτερο θαύμα που προβάλλει στις ταινίες του είναι το καφέ χρώμα του υγρού χώματος, το νοτισμένο πράσινο του χορταριού, ο αέρας που μας καίει τα πνευμόνια σ’ ένα χιονισμένο τοπίο, το χνώτο που βγαίνει από την αναπνοή μας μέσα στον παγωμένο καιρό, το μέτωπό μας που εκτίθεται στις ζεστές αχτίδες του ήλιου, ο γαλάζιος ουρανός, το χιόνι που λιώνει, το νερό που ασταμάτητα κυλά – ποτέ ίδιο.
Δεν υπάρχει ίχνος μεταφυσικής, ιδεαλισμού ή ιδεοληψίας σε όλα αυτά. Το έργο του Ταρκόφσκι δεν εντάσσεται στον μεταφυσικό ιδεαλισμό των θρησκευτικών συστημάτων αλλά στον πηγαίο υλισμό του Ηράκλειτου και του Επίκουρου.
Παρατήρηση έβδομη, φαίνεται παράδοξο αλλά αναζητώντας κάποιο προηγούμενο –στα ουσιαστικότερα χαρακτηριστικά του- του έργου του Ταρκόφσκι στο πλαίσιο της ρωσικής κουλτούρας (χωρίς να ισχυρίζομαι ότι οι σχετικές γνώσεις μου πάνω στο θέμα, όπως άλλωστε και πάνω στις θεωρίες του υπαρξισμού, ξεφεύγουν από μια τυχαία και όχι συστηματική ενασχόληση), σκοντάφτω πάνω στο λογοτεχνικό έργο του Ντοστογιέφσκι.
Μιλώντας προηγούμενα για «δυτικό» υπαρξισμό, είχα ήδη στο νου μου την «ανατολική» υπαρξιακή αγωνία που περικλείεται στο έργο του Ντοστογιέφσκι, υπαρξιακή αγωνία απαλλαγμένη από φιλοσοφικό δογματισμό (όπως κι ο υπαρξιακός στοχασμός του Ταρκόφσκι), που μόνο (όπως και του Ταρκόφσκι) σαν οριστικό αποτέλεσμα του ιστορικού χώρου και του ιστορικού χρόνου όπου εμφανίστηκε (και του κάθε τόπου και χρόνου όπου εξακολουθούν να επανεμφανίζονται τα στοιχεία του με διάφορες μορφές: αισθητικές, φιλοσοφικές κ.ά.) μπορεί να κατανοηθεί.
Είναι συγκεκριμένες οι κοινωνικο-ιστορικές σχέσεις εξαιτίας των οποίων οι ντοστογιεφσκικοί ήρωες καθορίζονται ως το βάθος της ψυχής τους από τον υπαρξιακό ζόφο, ήρωες καταραμένοι, «τιμωρημένοι» αναίτια, εξαιτίας των οποίων επίσης η υπαρξιακή ανησυχία κι αναζήτηση του Ντοστογιέφσκι κινείται στα όρια που χαράζουν τέτοιες ψυχές τέτοιων ηρώων.
Όμως το φιλοσοφικό υπόβαθρο, η βαθύτερη και αυτοαναιρούμενη «θρησκευτικότητα», όπως κι αν την προσδιόριζε για τον εαυτό του ο καθένας από αυτούς, είναι κοινά και για τους δυό, και για τον Ντοστογιέφσκι και για τον Ταρκόφσκι.
Ίδια είναι στην έντασή της και η όμοια στη βαθύτερή της ποιότητα η ανησυχία τους.
Είναι σαν το ίδιο ατομικό υπόβαθρο, ο ίδιος φιλοσοφικός εξοπλισμός, η ίδια ζωτική θέση και στάση, να μπορούσε να δώσει την μορφή της αγωνίας ενός Ντοστογιέφσκι μες στις κοινωνικές συνθήκες και προϋποθέσεις της εποχής του, και τη μορφή της αγωνίας ενός Ταρκόφσκι μες στις προϋποθέσεις των μεταπολεμικών σοβιετικών κοινωνικών συνθηκών.
Τα όρια κατανόησης του καθενός και του έργου του από την «κυρίαρχη ιδεολογία» της εποχής του (αλλά και αντίστροφα της κατανόησης του καθενός από αυτούς προς την εποχή του) αντανακλούν και τα όρια της κάθε μιάς από τις δύο αυτές διαφορετικές εποχές.
Τα όρια της εποχής του Ντοστογιέφσκι, είναι πια γνωστό αυτό, τα έθεσε η επαναστατική της ανατροπή.
Τα όρια της εποχής του Ταρκόφσκι, αυτό είναι ακόμα σε συζήτηση, τα έθεσε η έλλειψη κάποιων κρίσιμων κινητήριων δυνάμεων για την ίδια της την εξέλιξη, την αυτοανέλιξη, την αναπαραγωγή της και την ανύψωσή της πάνω στις δικές της υλικές και ηθικές βάσεις.
Παρατήρηση όγδοη, και των δύο το έργο σχετίζεται με τους στίχους του Βάρναλη:
Ήλιε και θάλασσα γαλάζια
και βάθος του άσωτου ουρανού
ω της αυγής κροκάτη γάζα
γαρούφαλλα του δειλινού
λάμπετε σβήνετε μακριά μας
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας
Προσωπικά στο έργο του Ντοστογιέφσκι αναγνωρίζω την αγωνία από την έλλειψη των προϋποθέσεων ώστε όλα αυτά να γίνουν μέρος της (τής καρδιάς μας εννοώ), ή ακριβέστερα: την αγωνία από την ύπαρξη όλων των προϋποθέσεων που κάτι τέτοιο το αποκλείουν.
Το έργο του Ταρκόφσκι, η δική του αγωνία, θα αδυνατούσαν να υπάρξουν αν οι αντίθετες, οι θετικές προϋποθέσεις, δεν ήταν κοινωνικά – ιστορικά υπαρκτές, πλην όμως όχι οριστικά πλήρεις…