Η βία που περιέχεται στα κύτταρα αυτών καθαυτών των εκμεταλλευτικών σχέσεων, αυτή η βία που δίνει το σχήμα της σε κάθε κλάσμα της μονάδας του χρόνου σ’ όλη τη διάρκεια της εργάσιμης μέρας – εκεί δηλαδή όπου οι εκμεταλλευτικές σχέσεις πραγματώνονται άμεσα κι αποκτούν υλική υπόσταση στην καθημερινή δραστηριότητα των εργαζομένων, αυτή η βουβή βία που εκδηλώνεται σαν συστατικό της καθημερινής ζωής προτού ακόμα παρουσιαστεί η ανάγκη της διασφάλισής της από οποιαδήποτε άλλη μορφή βίας (αστυνομικές επεμβάσεις, δικαστικές διώξεις, τρομοκρατικούς μηχανισμούς κλπ) η οποία θα εμφανιζόταν σαν διατάραξη της κανονικότητας των καθημερινών σχέσεων, αυτή λοιπόν η βία αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα γύρω από τον οποίο σχηματίζονται κι οικοδομούνται οι καταπιεστικές σχέσεις σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής ακόμα και στα επίπεδα εκείνα που φαίνονται εντελώς απομακρυσμένα από τον πυρήνα τους που βρίσκεται στο κέντρο των εκμεταλλευτικών παραγωγικών σχέσεων.
Πρόκειται για τη βία που εξαναγκάζει τους εργάτες σε υποταγή στο αφεντικό, που εξαναγκάζει τους εργαζόμενους στην εκχώρηση του παραγωγικού χρόνου τους και του παραγωγικού του αποτελέσματος στον προσωποποιημένο αντιπρόσωπο του κεφαλαίου, τον εργοδότη, τον κεφαλαιοκράτη, για τη βία που στηρίζεται στην αποστέρηση της εργατικής τάξης από τους όρους παραγωγής των μέσων της ύπαρξής της και τη συγκέντρωση αυτών των υλικών παραγωγικών όρων στην τάξη των κεφαλαιοκρατών, για τη βία που συνακόλουθα ασκείται με την «φυσική» απειλή της εξαθλίωσης και της πείνας στην περίπτωση της απόλυσης και της ανεργίας, για τη βία που μπροστά σε αυτή την απειλή «αυθόρμητα» εξαναγκάζει τους εργαζόμενους στην αλλοτρίωση ολόκληρης ουσιαστικά της δραστηριότητάς τους και στην απαλλοτρίωση αυτής της συνολικής δραστηριότητας από το κεφάλαιο και την τάξη τον κεφαλαιοκρατών που το «προσωποποιεί».
Γύρω από τον πυρήνα αυτής της «βουβής», αυτής της «άγραφης» βίας, γύρω από αυτή την «σιωπηρή» κεντρική καταπιεστική σχέση χτίζεται το καταπιεστικό πλέγμα που αγκαλιάζει το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, είτε αυτές αφορούν λ.χ. την πολιτκή ζωή είτε τη θρησκεία και την πνευματική ζωή γενικά είτε αφορούν τις σχέσεις της εκπαίδευσης είτε αφορούν την πολιτιστική ζωή, την «κουλτούρα», είτε αφορούν την οικογενιακή ζωή, τις σχέσεις ανάμεσα σε γονείς και παιδιά και στους γονείς μεταξύ τους, είτε αφορούν τις προσωπικές σχέσεις, τη φιλία, τον έρωτα.
Το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων διαποτίζεται από τα συστατικά των σχέσεων καταπίεσης ανάμεσα στην «άρχουσα» και την «αρχόμενη» κοινωνική τάξη, δηλαδή των καταπιεστικών σχέσεων ανάμεσα στην τάξη των εκμεταλλευτών και στην τάξη των εργαζόμενων, και ταυτόχρονα διαποτίζεται από τα συστατικά των όρων ανταγωνισμού που κάτω από το καθεστώς της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης διέπουν τις «αυθόρμητες» σχέσεις που αναπτύσσονται στο εσωτερικό και των δυο τάξεων, τόσο αυτής που καταπιέζει όσο και αυτής που καταπιέζεται.
Καταπίεση και ανταγωνισμός, αποτελούν και τα δυο τις δυο μορφές της βίας που και οι δυο συνίστανται σε ένα και το αυτό: στις σχέσεις της εκμετάλλευσης. Και καθώς σε περίοδο κρίσης των εκμεταλλευτικών σχέσεων το αποτέλεσμα είναι η έξαρση των εκδηλώσεών τους, η απογύμνωση του περιεχομένου τους και η ωμότερη πραγμάτωσή τους, είναι επόμενη και συνακόλουθη η έξαρση των ίδιων αυτών εκδηλώσεων, των εκδηλώσεων της καταπίεσης και του ανταγωνισμού σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες το να υψώνει κανείς οχυρωματικά έργα εναντίον αυτών των μορφών της «σιωπηρής» βίας και «ηχηρής» κάποτε εξαχρείωσης σε όποιο πεδίο της ζωής του έχει το περιθώριο να το κατορθώνει, αποτελεί πράξη προσωπικής αντίστασης όχι δίχως προσωπικό τίμημα. Και το να αντιτάσσεται στις μορφές της κοινωνικής εξαχρείωσης και τις αιτίες από όπου πηγάζουν, το να αντιτάσσεται στις σχέσεις της καταπίεσης και του ανταγωνισμού και στις σχέσεις της εκμετάλλευσης από όπου πηγάζουν, το να αντιτάσσεται δηλαδή σε αυτά όπου το πεδίο της κοινωνικής ζωής δεν επιδέχεται τις στενά ατομικές αντιστάσεις, το να συνενώνεται, να οργανώνεται και να δρα συλλογικά ενάντια στην πρωταρχική βία των κοινωνικών σχέσεων και στις εκδηλώσεις της, αποτελεί -εκτός από πράξη προσωπικής αντίστασης στην εξαχρείωση- όρο επιβίωσης της κοινωνίας ως κοινωνίας ανθρώπων ικανών να συνυπάρξουν σαν ισότιμοι άνθρωποι, όρο πολιτιστικής αντίστασης απέναντι στον εκβαρβαρισμό των καθημερινών σχέσεων που παράγει το σύστημα της εκμετάλλευσης, όρο γονιμοποίησης σημερινών και αυριανών κοινωνικών σχέσεων εντός των οποίων η ανθρώπινη ζωή αξίζει να είναι ανθρώπινη ζωή.
Δεν είναι δυνατόν να αντιταχθεί κανείς στην άσκηση μιας πρωταρχικής βίας χωρίς την άσκηση μιας πρωταρχικής βίας και από μέρους του: ενάντια στις σχέσεις με τις οποίες εκδηλώνεται αυτή καθαυτή η βία της εκμτάλλευσης, ακόμα και ενάντια στην πλευρά του εαυτού του την σχηματισμένη στο σχήμα το επιβεβλημένο από τις σχέσεις της εκμεταλλευτικής βίας…
…Αν τη στιγμή που η πρωταρχική εκμεταλλευτική βία υφίσταται την πρωταρχική βία της αντίστασης σε αυτήν, ενεργοποιεί για τη θωράκισή της και για το τσάκισμα όσων την αμφισβητούν τους μηχανισμούς μιας «δευτερογενούς» κοινωνικής βίας (αστυνομία, δικαστήρια, φυλακές, παρακράτος κλπ), τότε πάνω στην πρωτογενή βία που διαποτίζει με το περιεχόμενό της κάθε μορφή της κοινωνικής ζωής απλώς προστίθεται κι ένα δευτερογενές επίπεδο καθημερινής βίας, πάνω στο πρωτογενές επίπεδο της «αυθόρμητης» εξαχρείωσης προστίθεται κι ένα επίπεδο κοινωνικής εξαχρείωσης «δευτερογενές».
Είναι στου καθενός την προσωπική ζωή πολλαπλός ο φλοιός των καταπιεστικών σχέσεων, πολλαπλός ο φλοιός της σιωπηρά ασκούμενης καθημερινής κοινωνικής βίας, πολλαπλός και πυκνός αυτός ο φλοιός που κρύβει από την προσωπική θέα του καθενός τον πυρήνα από τον οποίο πηγάζει και αναπτύσσεται. Όμως ο αγώνας της εργατικής τάξης, των εργαζομένων, του λαού και της νεολαίας, για την οικονομική και κοινωνική της απελευθέρωση είναι ο μοναδικός δρόμος για την κατάργηση της καθημερινής βίας, της καταπίεσης και του ανταγωνισμού ανάμεσα στους ανθρώπους, ο μοναδικός δρόμος για την κατάργηση της βίας μέχρι και τον εκμεταλλευτικό της πυρήνα.
ΥΓ μια «ιστορική τεκμηρίωση» των παραπάνω ιδεαλιστικών νοητικών σχημάτων εδώ κι εδώ.