Είναι φυσικό, το κάπως «αγκιτατόρικο» κείμενο της προηγούμενης ανάρτησης, να μην διεκδικεί θεωρητικές δάφνες, και ακόμα περισσότερο, η ορισμένη απλοποίηση που το χαρακτηρίζει να απαιτεί όχι απλώς διευκρινίσεις αλλά και επανατοποθετήσεις στο περιεχόμενό του.
Το πιο προβληματικό σημείο του είναι εκεί όπου – σε σχέση με τον υπολογισμό της αξίας των προϊόντων της αυτοματοποιημένης παραγωγής – κάνει λόγο για την «συνολική κοινωνική πνευματική – επιστημονική εργασία που καταβλήθηκε» για την παραγωγή των αυτοματοποιημένων συστημάτων.
Το ζήτημα όμως είναι ότι, αν στον χειροποίητο λάκκο του παραδείγματος μπορούμε εύκολα να προσδιορίσουμε σαν ποσοτικό μέγεθος την ατομική εργασία του ατομικού εργάτη που σκάβει με την αξίνα, για το ποσοτικό μέγεθος της επιστημονικής εργασίας που έχει σαν αποτέλεσμά της την κατασκευή ενός ρομποτικού εκσκαφέα θα πρέπει αφενός να ανατρέξουμε στο συσσωρευμένο επιστημονικό έργο της ανθρωπότητας και αφετέρου στη συνολική επιστημονική εργασία της κάθε δοσμένης σύγχρονης περιόδου, που δεν περιορίζεται στο πλαίσιο μιας παραγωγικής μονάδας αλλά εκτείνεται σε όλη την επιστημονική παραγωγή της κοινωνίας και μάλιστα όχι μιας μόνο χώρας αλλά διεθνώς.
Και αν θεωρήσουμε αμελητέο ζήτημα τον πρώτο παράγοντα, δηλαδή την ιστορικά συσσωρευμένη επιστημονική εργασία και γνώση της ανθρωπότητας, (ζήτημα αμελητέο ως προς το θέμα μας όσο και ο υπολογισμός – στην αξία της αξίνας – της πνευματικής εργασίας που απαιτήθηκε ιστορικά για να φτάσουμε από τα εργαλεία της λίθινης εποχής στα εργαλεία της εποχής του σιδήρου), ωστόσο δεν είναι αμελητέο ως προς το θέμα μας το ζήτημα της σύγχρονης επιστημονικής εργασίας που αντικειμενοποιείται σε ένα αυτοματοποιημένο παραγωγικό σύστημα. Η οποία αυτή επιστημονική εργασία μόνο υπό όρους κοινωνικούς μπορεί να θεωρηθεί, και όχι υπό όρους εξατομικευμένους, πρώτα απ’ όλα από την άποψη της παραγωγής της επιστημονικής γνώσης και, παραπέρα, από την άποψη της κεφαλαιοκρατικής-οικονομικής εκμετάλλευσης και αξιοποίησής της, όσο κι αν η τελευταία παραμένει «τυπικά» εξατομικευμένη σε επίπεδο επιχειρηματικής μονάδας αφού στην κατάληξή της πραγματοποιείται ως αξιοποίηση ατομικών κεφαλαίων.
Αλλά και εδώ ακριβώς είναι που εκφράζεται ο βαθμός στον οποίο έχει οξυνθεί η αντίφαση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων (τον οποίο επιτείνει ως τα άκρα του ο κοινωνικός χαρακτήρας της επιστημονικής εργασίας) και στην ατομική τους ιδιοποίηση.
Βαθμός όξυνσης που συν τοις άλλοις εμφανίζεται και με την μορφή της υπαγωγής της συνολικής κοινωνικής εργασίας (εν προκειμένω της επιστημονικής) στο συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο. Μορφή, που με τη σειρά της έχει δυο όψεις:
Από τη μια, αυτό το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο όλο και λιγότερο αποτελεί ένα απλό άθροισμα των ατομικών κεφαλαίων, και όλο και περισσότερο αναδείχνει τον κοινωνικό του χαρακτήρα (δηλαδή, έναντι της ατομικής του ιδιοποίησης, τον έτερο πόλο της αντίφασης που το διέπει) μέσω της ύπαρξής του σαν χρηματιστικό κεφάλαιο που, επιπλέον, συμφύεται με το κράτος (τον «συλλογικό καπιταλιστή») όχι μόνο πολιτικά αλλά και οικονομικά.
Και από την άλλη, η υπαγωγή της συνολικής κοινωνικής εργασίας στο συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο εμφανίζεται με την όψη τής όλο και μεγαλύτερης κοινωνικοποίησης τής ίδιας τής βασικής ταξικής αντίθεσης: Όλο και περισσότερο δεν πρόκειται για ένα άθροισμα εξατομικευμένων εκμεταλλεύσεων από το οποίο άθροισμα προκύπτει η γενική ταξική αντίθεση, αλλά πρόκειται όλο και περισσότερο για αντίθεση που φέρνει αντιμέτωπη σαν ενότητα την συνολική κοινωνική εργασία με το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο – σαν ενότητα επίσης.
Και αν αυτά σημαίνουν, από στενά πολιτικοοικονομική άποψη, ότι σε κάθε κύκλο κίνησης του κεφαλαίου η παραγόμενη αξία και η αποσπώμενη υπεραξία προσδιορίζονται όλο και λιγότερο σαν ατομικά μεγέθη και όλο και περισσότερο σαν κοινωνικά μεγέθη, από την άλλη δεν πρέπει να διαφεύγει ότι οι ουσιαστικότερες συνέπειες και μορφές αυτής της εξέλιξης δεν είναι οι «στενά» πολιτικοοικονομικές (δηλ. οι «απλώς» περιγραφικές) αλλά οι κοινωνικο-πολιτικές συνέπειές της.