Πάνε κάπου 40 χρόνια από τότε που, λίγο με το «θράσος» του αρχάριου και λίγο-πολύ ή εντελώς αβίαστα, «σκάρωσα» – να το πω έτσι – μια μελοποίηση του Οδηγητή, του ποιήματος του Κώστα Βάρναλη από το «Φως που Καίει». Βέβαια κατά πάσα πιθανότητα, μάλλον, εκείνο τον καιρό είχε ήδη κυκλοφορήσει η εξαιρετική μελοποίηση πέντε στροφών του ποιήματος από τον Χρήστο Λεοντή, την οποία ωστόσο αγνοούσα. Και ίσως κατά κάποιο τρόπο καλύτερα, διαφορετικά δεν θα καταπιανόμουν με «κάτι που υπάρχει». Τη μελοποίηση λοιπόν εκείνη, που αφορά ολόκληρο το ποίημα, μπορείτε να την ακούσετε σε μια φρέσκια «οικιακή» ηχογράφηση.
Δεν είμ’ εγώ σπορά της Τύχης, / ο πλαστουργός της νιας ζωής. / Εγώ ’μαι τέκνο της Ανάγκης / κι ώριμο τέκνο της Οργής.
Δεν κατεβαίνω από τα νέφη, / γιατί δε μ’ έστειλε κανείς / Πατέρας, τάχα παρηγόρια / για σένα, σκλάβε, που πονείς.
Ουράνιες δύναμες, αγγέλοι, / κρίνα, πουλιά και ψαλμουδιές— / τίποτα! Εμένα παραστέκουν / οι θυμωμένες σας καρδιές.
Εγώ του καραβιού γοργόνα / στ’ ορθόπλωρο καράβι μπρος. / Απάνω μου σπάνε φουρτούνες / κι άγριος ενάντια μου καιρός.
Μέσα στο νου και στην καρδιά μου / αιώνων φουντώσανε ντροπές / και την παλάμη μου αρματώνουν / με φλογισμένες αστραπές.
Ένας δεν είμαι, μα χιλιάδες! / Όχι μονάχα οι ζωντανοί— / κι οι πεθαμένοι μ’ ακλουθάνε / σε μιαν αράδα σκοτεινή.
Μα κι όσοι αγέννητοι, χιλιάδες / άπλαστοι ακόμα με βλογούν / κι όλοι ακουμπάνε τα σπαθιά τους / απάνω μου και τα λυγούν.
Δε δίνω λέξες παρηγόρια, / δίνω μαχαίρι σ’ ολουνούς·/ καθώς το μπήγω μες στο χώμα / γίνεται φως, γίνεται νους.
Άκου, πώς παίρνουν οι αγέρες / χιλιάδων χρόνων τη φωνή! / Μέσα στο λόγο το δικό μου / όλ’ η ανθρωπότητα πονεί.
Ω! πώς τον παίρνουν οι αγέρες / και πώς φωνάζουνε μετά / άβυσσοι μαύροι, τάφοι μαύροι, / ποτάμια γαίματα πηχτά!
Όθε περνά, γκρεμίζει κάτου / σαν το βοριά, σαν το νοτιά / όλα τα φονικά ρηγάτα / θεμελιωμένα στην ψευτιά.
Κι ένα στυλώνει κι ανασταίνει, / το ’να βασίλειο της Δουλειάς, / (Ειρήνη! Ειρήνη!) το βασίλειο / της Πανανθρώπινης Φιλιάς.