Η νοτιοκορεατική εταιρεία ηλεκτρονικών LG αναγκάστηκε χτες να υπολογίσει σοβαρά και να ανακοινώσει έρευνα με βάσει τις τεκμηριωμένες καταγγελίες Βρετανού μπλόγκερ που παρατήρησε ότι η «έξυπνη» τηλεόραση της εταιρείας έπαιζε στο σαλόνι του το ρόλο του χαφιέ…
Ο Βρετανός χρησιμοποιώντας ένα ειδικό πρόγραμμα παρακολούθησης διαδικτυακής δραστηριότητας διαπίστωσε ότι η κατασκευάστρια εταιρεία είχε ρυθμίσει με τέτοιο τρόπο τη συσκευή του ώστε να στέλνει, εν αγνοία του, δεδομένα με τα κανάλια και τα προγράμματα που παρακολουθούσε αλλά και τα ονόματα των αρχείων που διατηρούσε σε φλασάκι μνήμης τύπου USB το οποίο συνέδεε με την τηλεόραση. Οι προσπάθειές του να εμποδίσει αυτή την ακούσια ροή δεδομένων -στα οποία συμπεριλαμβανόταν και ένας μοναδικός αριθμός ταυτοποίησης της συσκευής…- προς την κατασκευάστρια εταιρεία απέβησαν άκαρπες.
Ο ίδιος διαπίστωσε ότι όλες οι πληροφορίες με τα δεδομένα χρήσης της συσκευής στέλνονταν στη μητρική εταιρεία χωρίς κωδικοποίηση. Δεν έγινε άμεσα γνωστό εάν ο χαφιεδισμός γινόταν με ευθύνη της διαφημιστικής πλατφόρμας «LG Smart AD» με την οποία η εταιρεία συγκεντρώνει δεδομένα χρήσης της συσκευής, χρονική διάρκεια και επιλογές συγκεκριμένων προγραμμάτων, περιφερειακές πληροφορίες, δημογραφικά δεδομένα (φύλο, ηλικία τηλεθεατών κ.ά.) και τα στέλνει σε διαφημιστικές εταιρείες ώστε αυτές να «στοχεύσουν» πιο αποτελεσματικά σε ομάδες καταναλωτών.
Είτε ειλικρινής είτε υποκριτική η δήλωσή του περί «άγνοιας», έτσι κι αλλιώς στο βάθος της πραγματικότητας είναι αληθινή:
Σ’ ένα κοινωνικό σύστημα που ο φασισμός βγαίνει απ’ όλους του τους πόρους, σε μια παιδεία που αντί για τους αγώνες του ελληνικού και κάθε λαού για ελευθερία, μόρφωση, ψωμί, δουλειά, ανεξαρτησία, ισότητα, αδελφοσύνη διδάσκει την «επιχειρηματικότητα», τις «αξίες» του καπιταλισμού, τα «ιδανικά» της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, που κάνει τις πολυεθνικές «χορηγούς» των σχολείων, που σαν υπέρτατη αξία επικρατεί η καριέρα και το χρήμα, η εμπορευματοποίηση, η ατομική «επιτυχία» επί πτωμάτων, που η ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα γίνεται συστατικό της καθημερινής ζωής, που ο άνθρωπος εξαναγκάζεται να καθρεφτίζει τον εαυτό του στα κίβδηλα όνειρα της διαφήμισης, που σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν, που το ποδόσφαιρο έχει γίνει ιππόδρομος και τους ποδοσφαιριστές τους κοιτάνε στα δόντια οι εφοπλιστές, οι τραπεζίτες και οι σεϊχηδες για να τους αγοράσουν, να τους πουλήσουν και να παίξουνε πάνω τους δισ…
…Σ’ ένα τέτοιο κόσμο είναι φυσικό να βγαίνουν με «άγνοια» άτομα σαν τον Κατίδη. Όπως αντίθετα βγαίνει με πλήρη επίγνωση όλη η δράκα των υποκριτών, αυτοί που δεκάρα δε δίνουν για τον Κατίδη και τον κάθε Κατίδη, τον Κατίδη-πεινασμένο, τον Κατίδη-μετανάστη, τον Κατίδη-πρόσφυγα, τον Κατίδη-άνεργο, τον Κατίδη-χωρίς θέρμανση, τον Κατίδη-χωρίς ρεύμα, τον Κατίδη-εργάτη στα βιομηχανικά τους κάτεργα, τον Κατίδη-απολυμένο, τον Κατίδη-νεκρό στους ληστρικούς πολέμους τους για τα πετρέλαια, τον Κατίδη-άστεγο, τον Κατίδη-πρεζάκια, τον Κατίδη-χωρίς φάρμακα, τον Κατίδη-χωρίς μέλλον, τον Κατίδη-μπάλα στο ποδόσφαιρο που παίζουν στην πλάτη του λαού Στουρνάρες, Σαμαράδες, Κουβέληδες, Βενιζέλοι, Μιχαλολιάκοι, βιομήχανοι, τραπεζίτες, εφοπλιστές, μεγαλέμποροι, μεγαλοεργολάβοι, μεγαλοεκδότες, καναλάρχες, μεγαλοπαράγοντες του επαγγελματικού αθλητισμού. Και που στον Κατίδη και στον κάθε Κατίδη, για να συμμορφωθεί με τους κανονες τους, του τάζουν ακριβά αυτοκίνητα, ακριβές γκόμενες, λεφτά – πολλά λεφτά, αποθέωση από τα παιδάκια στις κερκίδες των γηπέδων και μια θέση κατοικίδιου καραγκιόζη στα σαλόνια τους.
Αφιερωμένη λοιπόν, η παρακάτω ποδοσφαιρική ιστορία (εκτός ύλης σχολείων και χρυσαυγίτικης «διάπλασης των παίδων»), στην «άγνοια» του Κατίδη και στην ψυχρή επίγνωση των «σοκαρισμένων» που χάρη σ’ αυτή την «άγνοια» διατηρούν το χρήμα και την εξουσία τους, και χάρη στο χρήμα και την εξουσία τους διατηρούν την «άγνοια» του Κατίδη και του κάθε Κατίδη.
τσίμπα το δόλωμα…
…and get rich!!!
Τον Αύγουστο του 1942, μια χούφτα ποδοσφαιριστών από το Κίεβο ταπείνωσαν τους ναζί με τίμημα τη ζωή τους.
Η ιστορία του περίφημου «αγώνα του θανάτου» (The Death Match) στο κατεχόμενο από τους ναζί Κίεβο το 1942, όπου κατέληξε στην εκτέλεση Σοβιετικών ποδοσφαιριστών από την Ουκρανία, αφού τόλμησαν να αμφισβητήσουν με συγκεκριμένο τρόπο τους κατακτητές.
Κίεβο 1941. Η πείνα, η εξαθλίωση αλλά και οι εκτελέσεις σε καθημερινή βάση είναι η πραγματικότητα στην ουκρανική πόλη που στενάζει κάτω από το ζυγό των ναζί, ενώ η επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα» βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Κατά την κατάκτηση του Κιέβου οι ναζί πιάνουν περίπου 630.000 αιχμαλώτους ανάμεσά τους και πολλούς αθλητές που ανήκουν στην ομάδα της Ντιναμό Κιέβου. Μιας ομάδας που είχε ιδρυθεί το 1927 από δυο νεαρούς Σοβιετικούς αξιωματικούς της αστυνομίας προκειμένου και στο Κίεβο (όπως και σε άλλες πόλεις) να υπάρχει παράρτημα του αθλητικού σωματείου Ντιναμό Κλαμπ που είχε ιδρύσει η Σοβιετική Αστυνομία.
Οι παίκτες της Δυναμό Κιέβου το 1940 πριν την Γερμανική εισβολή.
Ο επικεφαλής ενός αρτοποιείου που είχαν ανοίξει οι ναζί για τις ανάγκες του στρατού και δούλευαν Ουκρανοί εργάτες Γιόζεφ Κόρντιτς είχε μια απρόοπτη και καθοριστική συνάντηση.
Ξαφνικά συνάντησε ένα πρωί σε άθλια κατάσταση από τις κακουχίες και τραυματισμένο από τον πόλεμο ίσως το μεγαλύτερο όνομα της προπολεμικής ποδοσφαιρικής Ντιναμό Κιέβου (αλλά και του τότε σοβιετικού ποδοσφαίρου) τον Κόλια Τρούσεβιτς. Αφού τον πήρε στο αρτοποιείο όπου ανάμεσα στους εργάτες υπήρχαν αρκετοί αθλητές της ομάδας του Κιέβου, η ιδέα της συγκρότησης μιας ποδοσφαιρικής ομάδας άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά στις αρχές του 1942.
Ο Τρούσεβιτς άρχισε να ψάχνει για πρώην συμπαίκτες που ίσως να είχαν επιζήσει της γερμανικής επιδρομής όπως και για υπόλοιπους γνωστούς του παίκτες από άλλες ομάδες. Σε λίγο καιρό είχαν συγκεντρωθεί αρκετοί τόσο από την Ντιναμό όσο και από άλλους συλλόγους.
Ο Κόλια Τρούσεβιτς ο τερματοφύλακας και αρχηγός της FC Start
Την ίδια εποχή, στα πλαίσια της προπαγάνδας των ναζί στην πόλη και με τη βοήθεια ενός δοσίλογου του Ουκρανού εθνικιστή και πρώην ποδοσφαιριστή του Γκιόργκι Σφετσόφ επανέφεραν το ποδόσφαιρο στην πόλη δημιουργώντας παράλληλα και μια ομάδα τη Ρουχ. Ο Σφετσόφ προσπάθησε να πείσει όσους παίκτες ήταν στο αρτοποιείο και αποτελούσαν σπουδαία ονόματα του ποδοσφαίρου (ιδιαίτερα μάλιστα τον Τρούσεβιτς) να ενταχθούν στην ομάδα κυρίως για προπαγανδιστικούς λόγους. Το γεγονός όμως ότι ήταν συνεργάτης των Γερμανών και οι υπόλοιποι ποδοσφαιριστές της Ρουχ ήταν ομοϊδεάτες του δεν ενθουσίασε τους Σοβιετικούς ποδοσφαιριστές που με μπροστάρη τον Τρούσεβιτς αρνήθηκαν και δημιούργησαν τον δικό τους σύλλογο που ονόμασαν FC Start.
Η Μικτή Κιέβου που ονομάστηκε Σταρτ δημιουργήθηκε από οκτώ ποδοσφαιριστές της Ντιναμό (Dynamο) τους Mykola Trusevych, Mikhail Svyridovskiy, Mykola Korotkykh, Oleksiy Klimenko, Fedir Tyutchev, Mikhail Putistin, Ivan Kuzmenko, Makar Goncharenko και τρεις παίκτες από την Λοκομοτίβ Κίεβου (Lokomotiv Kiev) τους Vladimir Balakin, Vasil Sukharev and Mikhail Melnyk.
Toν Ιούνιο του 1942 ορίζεται η έναρξη του λεγόμενου ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος Κιέβου με τον πρώτο αγώνα να είναι αυτός μεταξύ της Ρουχ και της Σταρτ.
Για τον δοσίλογο Σφετσόφ το παιχνίδι είναι ένα μεγάλο στοίχημα, προκειμένου να τιμωρήσει την άρνηση των σοβιετικών αθλητών αλλά και να γίνει πιο αρεστός στους ναζί εάν η Ρουχ (Rukh) νικούσε. Οι παίκτες της Ρουχ (Rukh) ήταν κατάλληλα προετοιμασμένοι. Άδειες από τις δουλειές τους, καλύτερο υλικό εξοπλισμό, οργανωμένη προπόνηση. Στην αντίπερα όχθη, οι παίκτες της Σταρτ (FC Start ) εκτός από τις μάλλινες φανέλες που κάπου είχαν βρει εγκαταλειμμένες τίποτα άλλο οργανωμένο. Ο καθένας ότι παπούτσια έβρισκε, προπόνηση στα διαλείμματα της δουλειάς (αφού το αρτοποιείο οι ναζί το ήθελαν ανοιχτό 24 ώρες). Όμως είχαν κάτι άλλο… Το πάθος να υπερασπιστούν τα ιδανικά τους. Κάτι που φάνηκε στα λόγια του Τρούσεβιτς λίγο πριν τον αγώνα, αφού σύμφωνα με μαρτυρίες τόνισε στους συμπαίκτες τους. «Δεν έχουμε όπλα να τους πολεμήσουμε. Θα παίξουμε με τα χρώματα της σημαίας μας. Οι φασίστες θα καταλάβουν ότι αυτό το χρώμα είναι ανίκητο».
Και πραγματικά το τελικό σκορ 7-2 υπέρ της Σταρτ (FC Start) μαρτυράει το τι έγινε στο γήπεδο. Και ήταν μόνο η αρχή.
Οι παίκτες της Σταρτ
Ακολούθησαν οι νίκες επί μιας ομάδας Ούγγρων στρατιωτών (συνεργάτες των Ναζί) με 6-2, μιας αντίστοιχης Ρουμάνων στρατιωτών (επίσης συνεργάτες) με 11-0 και μιας επίλεκτης του γερμανικού στρατού με 6-0.
Οι νίκες της Σταρτ είχαν πάρει μια μορφή αντίστασης, αφού οι κάτοικοι του Κιέβου έβλεπαν με αυτόν τον τρόπο την αμφισβήτηση των κατακτητών. Από την άλλη, οι ναζί και ντόπιοι συνεργάτες είχαν αρχίσει να θορυβούνται από το γεγονός και ιδιαίτερα μετά την ήττα της ομάδας του γερμανικού στρατού. Γι’ αυτό και αποφάσισαν να ορίσουν αντίπαλο της Σταρτ μια ομάδα επίλεκτων της Λουτβάφε, , την Flakelf ( Φλάκελφ). Το πρώτο πείραμα στις 6 Αυγούστου αποτυγχάνει πλήρως για τους κατακτητές, αφού η ομάδα της Λουτβάφε χάνει με 5-1.
Τώρα οι ναζί όρισαν αγώνα ρεβάνς τρεις μέρες μετά στις 9 Αυγούστου. Την ίδια ώρα ζητούν διπλασιασμό της παραγωγής του αρτοποιείου, με αποτέλεσμα στους παίκτες να μένει κάτι λιγότερο από τρεις ώρες τη μέρα για ύπνο.
Αρχίζουν να απειλούν με εκτελέσεις και επιβάλλουν κλίμα τρομοκρατίας στους εργαζόμενους του αρτοποιείου έχοντας σαφή στόχο να τρομάξουν τους ποδοσφαιριστές που εργάζονται εκεί. Ο λαός του Κιέβου όμως την ημέρα του αγώνα ξέροντας τις τακτικές των ναζί δίνει βροντερό «παρών» κατακλύζοντας το γήπεδο της Ζενίτ και αψηφώντας τις δυνάμεις κατοχής που πάνοπλες έχουν περικυκλώσει το γήπεδο και τους γύρω χώρους. Οι Ουκρανοί νίκησαν ξανά, κι όταν στις 16 Αυγούστου 1942 συνέτριψαν μια άλλη μικτή Ουκρανική ομάδα, τη Rukh, με 8-0, οι ναζί διέταξαν τη διάλυση της Σταρτ. Ας δούμε όμως τι έγινε σ’ αυτόν τον «αγώνα του θανάτου».
Η Rukh εμφανίζεται με 7 καινούργιους παίκτες σε σχέση με το πρώτο παιχνίδι, ενώ διαιτητής αναλαμβάνει ένας αξιωματικός των SS.
Η ουκρανική ομάδα Football Club Start
Στα αποδυτήρια οι παίκτες της FC Start σχεδιάζουν πως θα ταπεινώσουν την εκλεκτή των Γερμανών Rukh, την ώρα εκείνη μπήκε στα αποδυτήρια ο Γερμανός διαιτητής: «Ξέρω πως είστε μια πολύ καλή ομάδα, με πολύ καλούς παίκτες. Πρέπει όμως να ακολουθήσετε τους κανόνες και να χαιρετίσετε την γερμανική ομάδα με τον Ναζιστικό τρόπο πριν τον αγώνα».
Η αντίδραση των ποδοσφαιριστών της Σταρτ στο ξεκίνημα να μην χαιρετίσουν φασιστικά (παρά το γεγονός ότι τους είχαν επιβάλει να το κάνουν) αλλά να βάλουν το χέρι στο μέρος της καρδιάς και να φωνάξουν ”Fizcult Huraaa”, δηλαδή “Πάμε δυνατά, Ουράαα”. Λίγο πριν αρχίσει ο αγώνας ο αρχηγός της Start που έπαιζε με κόκκινες φανέλες και λευκά σορτσάκια (επιστρατεύτηκαν άρον άρον οι εμφανίσεις της Σπάρτακ γιατί δεν είχαν ρούχα) μίλησε στους συμπαίκτες του:
“Παίζουμε με κόκκινες φανέλες που δεν είναι το χρώμα της Ντιναμό ούτε της Λοκομοτίβ. Σας καλώ σήμερα όμως να παίξουμε για αυτό το χρώμα, που είναι το χρώμα της σημαίας μας της Σοβιετικής Ένωσης και να τους δείξουμε ότι αυτή η σημαία δεν χάνει ποτέ”, είπε ο τερματοφύλακας και αρχηγός της Ντιναμό, Κόλια Τρούσεβιτς. Και πραγματικά έτσι έγινε. Παρά τα τερτίπια του διαιτητή και την αντιαθλητική συμπεριφορά των αντιπάλων παικτών, ενδεικτικά κάποια στιγμή ένας Γερμανός επιθετικός κλωτσάει στο κεφάλι τον τερματοφύλακα των Ουκρανών και τον αφήνει αναίσθητο. Τότε βάζουν οι Γερμανοί το πρώτο τους γκόλ.
Ο γιος του Makar Gonacharenko ενός από τους 3 παίκτες που τελικά επέζησαν θυμάται τι του έλεγε ο πατέρας του για τον συγκεκριμένο αγώνα: “Ξύλο… πολύ ξύλο. Σε κάθε επαφή με την μπάλα σε κάθε τρέξιμο μας κλωτσούσαν παντού. Νιώθαμε τα κόκαλα μας να πονάνε, έτοιμα να βγουν από τις κλειδώσεις τους”
Το ημίχρονο έληξε 3-1 και αφού ο μέσος των Ουκρανών Goncharenko , χόρεψε όλη τη γερμανική άμυνα και στη συνέχεια κεραυνοβόλησε τον τερματοφύλακα. Στο ημίχρονο οι Ουκρανοί παίκτες δέχτηκαν και νέα επίσκεψη στα αποδυτήρια. Ήταν ο Γερμανός διοικητής της πόλης. Με ένα προσποιητό χαμόγελο και σφιγμένα δόντια εισέβαλε συνοδευόμενος από αξιωματικούς των Ες Ες και είπε: “Εντάξει μπορείτε τώρα να τα παρατήσετε.
Δείξατε σε όλους τι αξίζετε, αλλά μέχρι εδώ. Είστε φανταστική ομάδα με απίστευτες ικανότητες και μας έχετε εντυπωσιάσει όλους, αλλά όπως καταλαβαίνετε, δεν μπορείτε να κερδίσετε.
Δεν υπάρχει καμία τέτοια περίπτωση. Μέχρι εδώ. Σκεφτείτε τις συνέπειες των πράξεων σας…”
Ο Paul Otto von Radomski ήταν διοικητής του στρατοπέδου συγκέντρωσης Syrets κοντά στο Κίεβο, πολλοί παίκτες της FC Start εξοντώθηκαν στο στρατόπεδό του. Στις 28 Νοεμβρίου 1943, Radomski διορίστηκε διοικητής του στρατοπέδου συγκέντρωσης στο Χαϊδάρι της Αθήνας, μετά τον τέλος του πολέμου χάθηκε.
Οι Ουκρανοί παίχτες ήταν προκλητικά αδιάφοροι όσοι ώρα μιλούσε ο ανώτατος Γερμανός αξιωματικός. Άλλος έδενε τα παπούτσια του, άλλος έπινε νερό, άλλος έκανε διατάσεις και κρατούσε το σώμα του ζεστό, άλλος έφτιαχνε τα μαλλιά του… Κανείς δεν του έδινε σημασία.
Στο δεύτερο ημίχρονο η κάθε ομάδα σκόραρε από 2 φορές και 5 λεπτά πριν τη λήξη, ενώ το σκορ ήταν 5-3 υπέρ των Ουκρανών, ο Klimenko, ένας κεντρώος που έπαιζε όμως στα μπακ με την ομάδα της FC Start, πήρε την μπάλα, κατέβηκε αλλάζοντας με απίστευτη ταχύτητα πάσες με τους συμπαίκτες του, προς την Γερμανική περιοχή και εκεί ξεφτίλισε ολόκληρη την ομάδα επίλεκτων της Βέρμαχτ.
Ο Klimenko, πέρασε με ντρίμπλες πέντε παίκτες της Γερμανικής άμυνας, και βρέθηκε τετ α τετ με τον Γερμανό τερματοφύλακα. Μια , δυο προσποιήσεις ο τερματοφύλακας πέφτει αριστερά και ο Ουκρανός τον περνάει από δεξιά. Όμως δεν σουτάρει προς το άδειο τέρμα, κάνει μια στροφή και ξαναπερνάει άλλη μια φορά τον τερματοφύλακα, ο οποίος ζαλίζεται και πέφτει κάτω.
Ο Klimmenko φτάνει στην γραμμή του άδειου τέρματος χαμογελάει, γυρίζει την πλάτη του και σουτάρει επιδεικτικά με δύναμη προς το κέντρο του γηπέδου.
Ο Γερμανός διαιτητής έξαλλος σφυρίζει την λήξη του αγώνα στο 85.
Το τελικό σκορ έγραψε 5-3 υπέρ της Σταρτ ξεσηκώνοντας όλους όσοι βρέθηκαν στις εξέδρες. Την ίδια ώρα Γερμανοί αξιωματούχοι και στρατιώτες δεν μπορούν να κρύψουν την ταπείνωση. Και αποφασίζουν να δράσουν… Διατάσσουν «έκτακτη ανάκριση» και αμέσως μετά το παιχνίδι οι ποδοσφαιριστές οδηγούνται στα γραφεία της γερμανικής διοίκησης… Το πρώτο βράδυ στα κρατητήρια της Γκεστάπο ο Mykola Korotkykh το αριστερό εξτρέμ της Start, πέθανε από τα βασανιστήρια. Την επόμενη μέρα (ύστερα από ολονύχτιο ξύλο και βασανισμούς) έστειλαν τους υπόλοιπους στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Syrezky, λίγα χιλιόμετρα έξω από το Κίεβο στην περιοχής Babi yar.
Μέχρι τον Φεβρουάριο του 1943, οι περισσότεροι παίκτες εκτελέστηκαν ή πέθαναν από της κακουχίες στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ανάμεσα τους οι Ivan Kuzmenko, Oleksey Klimenko, και ο αρχηγός Mykola Trusevich. Στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Siretz. τον επόμενο Φεβρουάριο, τρεις βρήκαν τραγικό θάνατο στη διάρκεια μιας εξέγερσης. Άλλοι τρεις συνελήφθησαν αλλά δραπέτευσαν αργότερα και διασώθηκαν. Το τέλος του πολέμου, βρίσκει ζωντανούς μόνο τρεις από τους 11 παίκτες της Start. Τους Fedir Tyutchev, Mikhail Sviridovskiy και Makar Honcharenko…
Το 1971, έξω από το στάδιο της Zenit όπου έγινε ο αγώνας στήθηκε ένα τεράστιο μνημείο για τους 11 ήρωες. Δέκα χρόνια αργότερα το 1981, το στάδιο της Zenit μετονομάστηκε σε Start.
Το μνημείο για τους παίχτες της FC Start
Οι αγώνες που έδωσε η FC Start από την δημιουργία της μέχρι την διάλυσή της είναι οι πιο κάτω:
Στις 7 Ιουνίου με Rukh (Ukrainian Nationals) νίκησε 7-2
Στις 21 Ιουνίου με Hungarian garrison νίκησε 6-2
Στις5 Ιουλίου με Romanian garrison νίκησε 11-0
Στις 12 Ιουλίου με Military railroad workers team νίκησε 9-1
Στις 17 Ιουλίου με PGS (Germany) νίκησε 6-0
Στις 19 Ιουλίου με MSG.Wal (Hungary) νίκησε 5-1
Στις 21 Ιουλίου με MSG.Wal (Hungary) νίκησε 3-2
Στις 6 Αυγούστου με Flakelf (Germany) νίκησε 5-1
Στις 16 Αυγούστου με Rukh (Ukrainian Nationals) νίκησε 8-0
Μια δραματοποιημένη παρουσίαση των γεγονότων αυτών περιγράφεται στο ουγγαρέζικο φιλμ του 1961 Két félidő a pokolban, στο οποίο εμφανίζεται ότι μετά τη συντριβή των Γερμανών με 5-1 διέταξαν την εκτέλεση με τυφεκισμό όλων των Ουκρανών ποδοσφαιριστών.
Μια άλλη παραλλαγή της ιστορίας με θετικό τέλος και φυσικά την «ηρωική συμμετοχή των Δυτικών συμμάχων» παρουσιάστηκε στο αμερικάνικο φιλμ του 1981 Escape to Victory (ελλ. τίτλος «Η μεγάλη απόδραση των 11») , στο οποίο τα γεγονότα τοποθετούνται στο Παρίσι και ως αντίπαλος των Γερμανών παρουσιάζεται μια μικτή αιχμαλώτων ποδοσφαιριστών από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες.
Μες στον εμφύλιο πήρε από την καθοδήγησή του την εντολή να εκτελέσει έναν αξιωματούχο της ασφάλειας Θεσσαλονίκης. Ο συγκεκριμένος, σύμφωνα με τις πληροφορίες που του μετέφερε η καθοδήγηση, διακρινόταν για τις μεθόδους βασανισμού των αγωνιστών που έπεφταν στα χέρια του, για τη σκηρότητα των μαρτυρίων στα οποία τους υπέβαλε. Άρχισε να τον παρακολουθεί για να εκτελέσει την αποστολή του, αλλά η παρακολούθηση τού προκάλεσε αμφιβολίες κι οι αμφιβολίες προκάλεσαν στην αποστολή του μια μικρή καθυστέρηση. Στην επόμενη συνάντηση με την καθοδήγηση διατύπωσε τις επιφυλάξεις του:
-Είστε σίγουροι γι’ αυτά που μου είπατε; Τον παρακολουθώ στις οικογενειακές του στιγμές, με τη γυναικα του το παιδί του, κι η εικόνα που έχω είναι τελείως διαφορετική από την εικόνα του αδίστακτου βασανιστή που μου μεταφέρατε.
-Οι πληροφορίες είναι σίγουρες και διασταυρωμένες. Προχώρα.
Ετοιμάστηκε για την τελική πράξη της αποστολής του, όμως δεν προλαβε, τον συνέλαβαν κι οι όροι αντιστράφηκαν, το υποψήφιο θύμα έγινε θύτης -ανακριτής του- και ο παραλίγο θύτης μπόρεσε πιά να επιβεβαιώσει με την άμεση εμπειρία του την ακρίβεια των πληροφοριών για τις οποίες είχε αμφιβολία.
Αυτό που περισσότερο απ’ ολα του έκανε εντύπωση, ήταν η αγαπημένη ερώτηση του βασανιστή του, που του την ρωτούσε την ώρα που τον «έγδερνε»:
«Πανανθρώπινη την ήθελες ρε;»
*
Κάπως έτσι θυμάμαι, με δικά μου λόγια, την περιγραφή του Χρόνη Μίσσιου για τη σύλληψή του το 1947 σ’ ένα από τα βιβλία του. Ακολουθούν 15 συνεχόμενα χρόνια φυλακής και εξορίας ως το 1962 κι άλλα 6 χρόνια την περίοδο 1967-1973. Για την «πανανθρώπινη», για την «υπογραφίτσα» που δεν έβαλε κι αυτός, όπως και τόσοι άλλοι βέβαια.
*
Κι έπειτα, ένας κάποιος «αναχωρητισμός» απ’ αυτά. Όπως γράφει ψυχρά ο χθεσινός ριζοσπάστης«δεν πίστευε στη διέξοδο της ταξικής πάλης», κι όπως λέει κάπου κι ο ίδιος: προέχει να επικοινωνήσουμε ως άνθρωποι πάνω στο κοινό μας πρόβλημα, να κοιταχτούμε στα μάτια, να ονειρευτούμε ξανά μιά όσο γίνεται ευτυχισμένη ζωή για εμάς και για τα παιδιά μας, αντί για τη ζωή που μας επιβάλει το τεχνοκρατικό σύστημα που έχουμε οικοδομήσει και που έχει στραφεί ενάντια στον άνθρωπο και τις ανάγκες του.
Ευγενική η φιλοδοξία, η περιγραφή όμως του «τεχνοκρατικού» συστήματος δεν είναι παρά περιγραφή του καπιταλισμού, και ακόμα κι αυτό που προβλέπεται σ’ αυτή την περιγραφή σαν εφιαλτικό μέλλον, δεν είναι παρά η φτώχεια που συνοδεύει την υπερσυσσώρευση του άχρηστου για την προσφορά και ζήτηση πλούτου (κεφαλαίου) σε κάθε επαναλαμβανόμενη καπιταλιστική κρίση.
Πρόκειται για τον καπιταλισμό, κι απέναντι στον καπιταλισμό δε στεκόμαστε ως άνθρωποι γενικά: Ακόμα κι αν όλοι βασιστούμε στην ανθρωπιά μας και μόνο, στην ανθρωπιά των ιδιοτήτων που καθορίζουν τον καθέναν ως άνθρωπο, τότε η ίδια αυτή ανθρωπιά μας, σαν ανθρωπιά του αφέντη και ανθρωπιά του δούλου, θα μας χωρίσει, και θα ενώσει τους μεν με τους μεν και τους δε με τους δε. Διαφορετκά δεν θα μπορούσαμε να εξηγήσουμε τίποτα απ’ όσα έγιναν, τίποτα απ’ όσα γίνονται, θα μέναμε παθητικοί απέναντι σ΄όσα πρόκειται να γίνουν. Γιατί να, κι η λευτεριά η παναθρώπινη για κάποιους είναι απλώς προοπτική εχθρική, για λίγους, ελάχιστους ανάμεσά τους μπορεί να είναι απλώς μια ωραία ιδέα, ενώ για τους πολλούς είναι ανάγκη της ζωής τους και «ιστορικά καθορισμένος» όρος της επιβίωσης και της αναπαραγωγής τους σαν κοινωνικό γένος.
*
Διότι η ανθρωπιά είναι σε τελική ανάλυση αξία ξένη προς όσους ταυτίζουν την κοινωνική ύπαρξή τους με την εκμετάλλευση των άλλων. Η ανθρωπιά είναι αξία που ανήκει σ’ αυτούς που θέλουν, και που από την κοινωνική τους θέση οφείλουν, να καταργήσουν την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Η ηθική του συστήματος της εκμετάλλευσης είναι εξ ορισμού ξένη κι εχθρική προς την ανθρωπιά: όταν ο κοινωνικός άνθρωπος χωρίζεται στα δυο (καπιταλιστή/εξουσιαστή κι εργάτη/εξουσιαζόμενο), όταν εξαιτίας του εκμεταλλευτικού συστήματος και της διαιώνισής του η ενότητα του ανθρώπου διασπάται κι ο άνθρωπος «οφείλει» να παραμένει διχασμένος κάτω από αυτόν τον ταξικό διαχωρισμό, τότε τι λόγος μπορεί να γίνει για ανθρωπιά; Τι λόγος μπορεί να γίνει για ανθρωπιά, με διασπασμένη, διχασμένη, την ενότητα του κοινωνικού ανθρωπου; Κι αφού είναι έτσι (και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς) πού αλλού μπορεί να οδηγήσει ο δρόμος της ανθρωπιάς αν όχι στο δρομο της ταξικής πάλης;
Έγραφα εκεί κάποιες σκέψεις για την έννοια της εξουσίας:
*ως μορφή «εξ-άντλησης» από την («αφηρημένη» κοινωνική, την καθορισμένη ταξική και την συγκεκριμένη ατομική) ανθρώπινη ύπαρξη της ουσίας της
*ως μορφή αλλοτριωτικής ιδιοποίησης αυτής της ουσίας από το κοινωνικο-ιστορικό σώμα που εξουσιάζει την ανθρώπινη ύπαρξη
*ως μορφή επιβολής πάνω στην ανθρωπινη ύπαρξη των όρων νομιμοποίησης, καθαγιασμού και διαιώνισης της εξουσίας και μάλιστα ως όρων που η ανθρώπινη ύπαρξη οφείλει να τους οικειοποιηθεί σαν να πρόκειται για την ίδια τη «φυσική» ουσία της
*ως μορφή τέλος διαρκούς ιστορικής, κοινωνικής και ψυχικής διχοτόμησης της ανθρώπινης ύπαρξης ανάμεσα σε αυτήν την, ταυτόσημη και παράγωγη των σχέσεων εξουσίας, φενακισμένη ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης, από την μιά, και , από την αλλη, στην (απαγορευμένη) ουσία της που την ακολουθεί στην όλη ιστορική της διαδρομή σαν διαρκής εναλλακτική δυνατότητα, σαν παράληλη υποθετική ζωή «αν» τα πράγματα δεν ήταν έτσι αλλά αλλιώς, σαν συνεχής πρόκληση για μια βιωτική στάση ως-αν-να μην υφίστανται σχέσεις εξουσίας, ως διαρκής πρόκληση επαναστατικής ανατροπής και εξάλειψης αυτών των πραγματικών σχέσεων…
Αυτά συνιστούσαν το κεντρικό περιεχόμενο (εν μέρει και την αθέατη βάση) των σκέψεων που προσπάθησα να αναπτύξω σ’ εκείνη την ανάρτηση, εκμεταλλευόμενος ένα λεκτικό «πλεονέκτημα» που λείπει από τις πιο «θετικές» παρεμφερείς λεκτικές εκδοχές της έννοιας, όπως η ισχύς, το κύρος, η κυριαρχία κά. Όπως επίσης, αθέατο υπόβαθρο των ίδιων σκέψεων αποτελούν και τα λόγια από το «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος»: «Η ιστορία όλων των ως τώρα κοινωνιών είναι ιστορία ταξικών αγώνων. Ελεύθερος και δούλος, πατρίκιος και πληβείος, βαρόνος και δουλοπάροικος, μάστορας και κάλφας, με μια λέξη, καταπιεστής και καταπιεζομενος, βρίσκονταν σε […]»
Γίνεται ανάμεσα στ’ άλλα σ’ εκείνη την ανάρτηση λόγος, για την ανθρώπινη συνείδηση, η οποία σε συνθήκες όπου ύπαρξη και ουσία δεν έχουν ακόμα αποσπαστεί η μια από την άλλη, «είναι ακόμα ελεύθερη να καθορίζεται (και ελεύθερη ακριβώς επειδή καθορίζεται) από την άμεση εμπειρία των αισθήσεων και την λογική νοητική επεξεργασία των εμπειρικών δεδομένων και των συνδυασμών τους (…)» των συσσωρευόμενων από γενιά σε γενιά, βρίσκω εδώ την ευκαιρία να προσθέσω.
Γύρω από αυτή την ελευθερία, που βρισκεται μόνιμα στο στόχαστρο όλων των παραλλαγών της εξουσιαστικής (με την κυριολεκτική, «ολική» έννοια της λέξης, κι όχι με την έννοια που σηματοδοτεί έναν βασικό πολιτικό όρο της ίδιας της άρνησής της) ιδεολογίας και πρακτικής, κινείται θεματολογικά αυτή εδώ η ανάρτηση.
Η συνείδηση που αρνείται τους όρους της αλλοτρίωσής της, τους οποίους επιβάλλουν οι σχέσεις της εξουσίας, είναι υποχρεωμένη (αναγκασμένη φυσικά) να αναζητά και να ανακαλύπτει την αλήθεια των πραγμάτων και των μεταξύ τους σχέσεων, που στο κέντρο όλων τους βρίσκονται ακριβώς οι υλικοί, πραγματικοί όροι του εξαναγκασμού της στην αλλοτρίωση, από τους οποίους όρους ταυτόχρονα συνάγονται και οι όροι του ιστορικού τους ξεπεράσματος, της εξάλειψής τους. Η δυνατότητα κι η επιμονή της συνείδησης να εκπληρώνει αυτή την καταστατική της υποχρέωση, συνιστούν την ελευθερία της.
Η υποταγμένη στους όρους της αλλοτρίωσής της συνείδηση είναι υποχρεωμένη -και επιβεβαιώνει με αυτόν τον τρόπο την υποταγή της- να αποστρέφεται ακριβώς το γνωστικό πεδίο των όρων που την αλλοτριώνουν (και μαζί των όρων της εξάλειψής τους), να αποστρέφεται δηλαδή το κέντρο γύρω από το οποίο διαρθρώνονται και αναπτύσσονται όλες οι σχέσεις πραγμάτων εντός των οποίων η ίδια αυτή συνείδηση υπάρχει, όλες οι σχέσεις -με άλλα λόγια- οι οποίες αυτήν την ίδια την αποτελούν. Και, αντίστροφα, για να το πετύχει αυτό, πρέπει να αποδέχεται ως αληθινή μια διάρθρωση του συνόλου αυτών των σχέσεων (και του εαυτού της) τέτοια που στο τέρμα της λογικής τους διαδοχής να παρακάμπτεται ο πυρήνας τους τον οποίο οφείλει να αποστρέφεται.
Μια τέτοια «διάρθρωση σχέσεων», που μπορει να γίνει δεκτή ως αληθινή υπηρετώντας αυτή την «παράκαμψη», μπορεί να είναι λόγου χάρη και εκείνη που μέσα από διάφορες μορφές καταλήγει στο τελικό συμπέρασμα πως δεν υφίσταται καν αλήθεια (άσχετα που και αυτού του είδους η διάρθρωση κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να ανατραπεί, ως προς την σκοπιμότητά της, εξαιτίας του αναπόδραστου γεγονότος, ότι μές στην αχανή κόσμο των μη-αληθινών φαινομένων έχει ξεχωριστή θέση μια επίμονα καθορισμένη μορφή εμφάνισης της μη-αλήθειας που απαιτεί μια επίσης εντελώς καθορισμένη ψευδή δραστηριότητα για την εξάλειψη της δυσάρεστης ψευδούς πραγματικότητας που συνιστά).
Στον αντίποδά της παραπάνω «διάρθρωσης» (άσχετα αν μπορεί να ανακαλυφθεί κι ένα σημείο τομής τους) ο φασισμός, εφόσον μιλάμε για τους εξουσιαζόμενους που οφείλουν οικειοποιούμενοι το ιδεολογικό του σύστημα να παρακάμψουν (και να αντιστρέψουν) τους όρους της αλλοτρίωσής τους. Αντίθετα, για τους εξουσιαστές ο φασισμός αποτελεί μορφή επιβεβαίωσης της δικής τους αλλοτρίωσης μέσω -ίσα ίσα- της σε βαθμό «θεοποίησης» αναγνώρισης των σχέσεων και όρων εξουσίας και αλλοτρίωσης του ανθρώπου και της ουσίας του γενικά, στο πλαισιο της οποίας αναγνώρισης οι ιδιοι αναλαμβάνουν τον ρόλο της μέχρι τέλους πραγμάτωσης των σχέσεων και όρων αυτών.
Κι ανάμεσα στους δυο «αντίποδες» διάφορα θρησκευτικά συστήματα, διάφορα φιλοσοφικά συστήματα του αγνωστικισμού, ο εκχυδαϊσμένος σύγχρονος «θετικισμός» για τον οποίο αλήθεια είναι ό,τι ορίζουμε ως τέτοια και μόνο έως τον βαθμό που την ορίζουμε… Κι επίσης, το ιδεολογικό σύστημα ενός γνωσιολογικού «πλουραλισμού» για τον οποίο η αλήθεια δεν ειναι «μία» αλλά «πολλές», για τον οποίο μπορούν να ισχύουν ταυτόχρονα σαν «αληθινά» όλα τα παραπάνω συστήματα, για τον οποίο «αλήθεια» μπορεί να είναι σε τελική ανάλυση η οποιαδήποτε εκτός από την μοναδική αληθινή αλήθεια που η παραδοχή της θα αναιρούσε τη βάση του ως ιδεολογικού συστήματος. Κι αν στον πυρήνα της αλήθειας γενικά βρίσκεται η «μοναδική αληθινή αλήθεια» των πραγματικών σχέσεων εξουσίασης ανθρώπων από ανθρώπους και των όρων της ιστορικής πραγματικής άρνησής τους, τότε τοσο το χειρότερο γι’ αυτην την «μοναδκή αληθινή αλήθεια» εφοσον για χάρη της αυτός ο γνωσιολογικός «πλουραλισμός» θα όφειλε να αρνηθει τον ίδιο του τον εαυτό: Στην καλύτερη περίπτωση θα την τοποθετήσει ως μια ακόμα «αλήθεια» πλάι σε άλλες (ακόμα και πλάι στις «αλήθειες» που την αρνούνται)… Στην χειρότερη περίπτωση, θα αρνηθεί να την «νομιμοποιήσει» εφόσον η ίδια τον αναιρεί.
Μιλώντας με τους πιο απλοποιημένους δυνατούς όρους, είναι -μπορεί να είναι- γεμάτη πνευματικές «περιπέτειες» και καθορισένη από πλήθος διαφορετικών απόψεων η συνειδησιακή διαδρομή του ανθρώπου ως την ανακάλυψη και διατύπωση της σχέσης πραγμάτων που εκφράζεται αφηρημένα με την απλή αριθμητική μορφή 1+1=2. Όπως επίσης και η ενδεχόμενη αμφισβήτηση αυτής της μορφής στην επιδίωξη ανακάλυψης και διατύπωσης μιας νέας μορφής για την έκφραση καθορισμένων σχέσεων που αναιρούν την παλιά ή που απλώς δεν μπορούν να εκφραστούν από αυτήν.
Για την αντίληψη του παραπάνω (μιλώντας με γνωσιολογικούς όρους) πλουραλισμού, όμως, δεν τίθεται θέμα γενικής αλήθειας σε σχέση με αυτή την απλή αριθμητική μορφή, όπως δεν τίθεται τέτοιο θέμα και για την κάτω από καθορισμένος όρους καθορισμένη αναίρεσή της. Όπως δεν μπορεί επίσης να τίθεται θέμα ούτε για την διαδιακασία ανακάλυψής της ως αφηρημένης μορφής που εκφράζει μοναδικά μια ορισμένη αληθινή πραγματικότητα, ούτε και για τη διαδικασία αναίρεσής της εφόσον πρόκειται για καθορισμένους πραγματικούς όρους που εκφράζονται επίσης μοναδικά με μια νέα, επίσης καθορισμένη, μορφή. Για την παραπάνω αντίληψη στην τελική της συνέπεια, όσο αλήθεια είναι γενικά ότι 1+1=2, άλλο τόσο αλήθεια είναι ή μπορεί να είναι γενικά ότι 1+1=0, 3, 4, 5, ή 6…, ή -1, -2 κλπ. Οι «αλήθειες» εδώ μπορούν να είναι άπειρες, όσες και οι αριθμοί, και η δυνατότητα επιλογής μιας οποιασδήποτε «αλήθειας» ανάμεσα σε τόσες μπορεί να εμφανιστεί σαν εγγύηση της ελευθερίας γενικά , μόνο που από αυτήν την γενική ελευθερία εξαιρείται η μοναδική ελευθερία της ανακάλυψης της πραγματικότητας με τον μοναδικό τρόπο που υπάρχει και της εκφραστικής της διατύπωσης με τον μοναδικό τρόπο που μπορεί να εκφραστεί ως τέτοια. Κι αν, ακόμα παραπέρα, η ίδια αυτή γνωσιολογική αντίληψη αυτού του ίδιου πλουραλισμού εμφανιστεί με την πολιτικά στρατευμένη μορφή της, τότε οι επιλογές παραμένουν μεν άπειρες, όμως πλην μίας: πλην της επιλογής 1+1=2. Αφαιρώντας από το σύνολο των άπειρων επιλογών μόνον μία και μάλιστα την συγκεριμένη (την μοναδική επιλογή για την οποία μπορεί να υπάρχει λόγος αφαίρεσής της από το σύνολο των επιλογών), οι επιλογές παραμένουν «άπειρες», η «ελευθερία» εξακολουθεί να εμφανίζεται απεριόριστη στην έκτασή της είτε από την μια είτε από την άλλη κατεύθυνση της «μοναδικής» επιλογής που έχει αφαιρεθεί: Η σύγκριση άλλωστε είναι συντριπτική, άπειρες δυνατές επιλογές έναντι μίας μόνο μη αποδεκτής… Όμως, όπως κι αν «εμφανίζεται», πρόκειται πια για ελευθερία όχι «άπειρη» αλλά εντελώς «πεπερασμένη», εντελώς, όσο δηλαδή πεπερασμένη είναι μια ελευθερία μηδενική.
***
Από μια διαφορετική όψη, την ίδια αντίληψη εκφράζει και η προσαρμογή του βλέμματός μας πάνω στην πραγματικότητα μέσα από το πρίσμα του γνωστού υποδείγματος μιας «θεωρίας του χάους»: Το πέταγμα μιας πεταλούδας στην Κεντρική Αμερκή μπορεί να προκαλέσει μια καταιγίδα στην Ωκεανία.
«Μπορεί», πράγματι, όσο επίσης άλλο τόσο «δεν μπορεί». Αν μάλιστα διαπιστωνόταν ότι το πέταγμα μιας συγκεκριμένης πεταλούδας εδώ προκάλεσε, ή δεν προκάλεσε, πράγματι μια καταιγίδα εκεί, η ίδια θεωρία θα έπρεπε να κατασκευάσει ένα άλλο υπόδειγμα, μια που η καθορισμένη σχέση θα συνιστούσε αναίρεση και του «χάους».
Όπως συνιστούν αναίρεση του «χάους» μια ολόκληρη σειρά από καθορισμένες σχέσεις που εξαφανίζονται από τα μάτια μας μέσα στη θεωρία του:
Η καπιταλιστική ιδιοκτησία, η ελευθερία της αγοράς και του ανταγωνισμού προκαλούν την καπιταλιστική κρίση.
Η καπιταλιστική κρίση, μες στις συνθήκες του απαραβίαστου της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, της ελευθερίας της αγοράς και του ανταγωνισμού, προκαλεί μείωση των μισθών, των συντάξεων, των κοινωνικών δαπανών και απολύσεις.
Η μείωση των μισθών και των συντάξεων προκαλούν φτώχια, η μείωση των κοινωνικών δαπανών προκαλεί δυστυχία.
Οι απολύσεις προκαλούν νέους άνεργους πλάι στους παλιούς.
Η ανεργία προκαλεί πείνα.
Οι άνεργοι πεινάνε, τώρα πεινάνε κι αυτοί που δουλεύουνε.
Για εργαζόμενους κι άνεργους, στις καθορισμένες συνθήκες αυτής εδώ της καθορισμένης στιγμής, μοναδική διέξοδος είναι η μαχητική τους συμμετοχή στις κινητοποιήσεις της γενικής απεργίας που ξημερώνει σήμερα 26-9-2012, και σ΄όσες θ’ ακολουθήσουν, σ’ όσες οι ίδιοι πρέπει ν’ απαιτήσουν και να οργανώσουν ως την ανατροπή των αιτιών που προκαλούν τα δεινά τους, την απαξίωση και τον εξευτελισμό της ίδιας τους της ζωής.
Η λέξη εξουσία δεν υπάρχει από όσο ξέρω σε άλλη γλώσσα εκτός από την ελληνική.
Πρακτικά το νόημα, ή αλλιώς, το πρακτικό νόημα της λέξης, αποδίδεται σε άλλες γλώσσες με λέξεις που στα ελληνικά θα τις μεταφράζαμε ως «κυριαρχία», «κύρος», «ισχύς», «επιβολή» κλπ. Ως «εξουσία» μεταφράζεται πρακτικά και ο αγγλικός όρος authority (autorité, autoridad στα γαλλικά και ισπανικά), η κυριολεκτική απόδοση του οποίου στα ελληνικά (απ’ όπου και προέρχεται) θα έπρεπε ίσως να είναι «αυταρχία» , λέξη που ομως δεν έχει τύχει να την συναντήσω ενώ βέβαια υπάρχει η λέξη «αυταρχισμός» που και πάλι στις άλλες γλώσσες μεταφράζεται με διαφορετικές λέξεις που στην απόλυτη κυριολεξία τους έχουν και διαφορετικές σημασίες.
Αν θα θέλαμε να αποδόσουμε την κυριολεκτική σημασία της εξουσίας στα γερμανικά, λόγου χάρη, θα έπρεπε να «κατασκευάσουμε» μια ανύπαρκτη λέξη: Παίρνουμε την «ουσία» (Wesen) προσθέτουμε την πρόθεση – πρόθεμα «εξ» (ας θεωρήσουμε κατάλληλο το γερμανικό πρόθεμα er-) και κατασκευάζουμε την ανύπαρκτη γερμανική λέξη «Erwesen». Καλύτερα ας μην το επιχειρήσουμε, ας μείνουμε καλύτερα στην «εξουσία» και σε ό,τι αυτή θα μπορούσε να μας πει:
Μια πρώτη παρατήρηση που θα μπορούσε να κάνει κανεις, είναι ότι στην ιστορία μιας λέξης η προσθήκη ενός προθέματος (συχνά και δυο ή και περισσότερων) έρχεται, τουλάχιστον ορισμένες φορές, να εξυπηρετήσει ένα ιστορικά νέο περιεχόμενο, δηλαδή την μεταβολή μιας προγενέστερης σημασίας, τον «μετασχηματισμό» της σε μια νέα σημασία που αντανακλά τη μεταβολή και το μετασχηματισμό προγενέστερων ιστορικών συνθηκών και τη δημιουργία νέων.
Έτσι λοιπόν έχουμε εδώ την -ιστορικά- αρχική λέξη, σημασία και πραγματικότητα που εκφράζει: Ουσία.
Φυσικά το θέμα μας αφορά τον άνθρωπο: τη σχέση του ανθρώπου προς τον εαυτό του, τη σχέση των ανθρώπων μεταξύ τους και τη σχέση ανθρώπου – φύσης. Τον άνθρωπο λοιπόν ως κοινωνική και ατομική ύπαρξη, τον άνθρωπο ως σχέση κοινωνική και υλική και, πάνω σε αυτήν, ως σχέση κοινωνική και πνευματική. Με αυτό το τελευταίο μπορούμε να πούμε και: τον άνθρωπο ως συνείδηση του εαυτού του και του κόσμου που τον «περιβάλλει».
Από τη στιγμή που η «ουσία» μετατρέπεται σε «εξουσία», και όλοι φυσικά γνωρίζουμε τι σημαίνει «εξουσία», η λέξη έρχεται να προδώσει το τι προϋπήρχε ιστορικά, πριν δηλαδή από την πραγματικότητα που σημασιοδοτεί. Τι υπήρχε λοιπόν πριν την εξουσία; Μα η ουσία φυσικά.
Δεν θέλω να εξωραΐσω την αρχέγονη αυτή ιστορική κατάσταση του ανθρώπου (γιατί αρχεγονη πρέπει να είναι, αν κρίνουμε από την ιστορική ηλικία της λέξης «εξουσία»), την κατάσταση της ουσίας δηλαδή, γιατί ως αρχέγονη πρέπει να συνοδευόταν κι από ένα μεγάλο φορτίο άγνοιας του ανθρώπου γύρω από τον εαυτό του (τουλάχιστον από την οικουμενική άποψη του ανθρώπου ως είδος) και γύρω από τον υλικό (γεωγραφικό) χώρο της ύπαρξής του. Και ενδεχομένως το σταδιακό ξεπέρασμα της άγνοιας αυτής, αν και αναγκαίο, αν και αναπόφευκτο, να γινόταν με οδυνηρό τρόπο, τόσο οδυνηρό ώστε κάποιες φορές το ίδιο αυτό ξεπέρασμα να ταυτιζόταν με το τέλος της εποχής της ουσίας και με την απαρχή της εποχής της εξουσίας. Αυτό τουλάχιστον μαρτυρεί η περίπτωση της ανακάλυψης των Ευρωπαίων από τους αυτόχθονες της αμερικανικής ηπείρου. Και το ίδιο, ή κάτι παρόμοιο, θα μπορούσε να πει κανείς για την ανακάλυψη της αμερικανικής ηπείρου από τους Αφρικανούς.
Έχοντας ξεκαθαρίσει λοιπόν ότι δεν τίθεται θέμα εξωραϊσμού, ότι με άλλα λόγια δεν επιτρέπουμε στην (αναπόδραστη) ιστορική νοσταλγία να παρασύρει τις ελπίδες μας προς το, ιστορικό, βάθος του χρόνου και να κρύψει από το βλέμμα μας τον ιστορικό ορίζοντα που ανοίγει το βέλος του χρόνου μπροστά μας, μπορούμε μετά από αυτήν την προϋπόθεση να ξοδέψουμε λίγο από τον ελεύθερο χρόνο μας για να αναλογιστούμε τι σήμαινε για τον άνθρωπο η κυριαρχία της ουσίας (ή η κυριαρχία του στην ουσία) και τι σήμανε ο μάλλον επώδυνος (όπως κάθε ιστορική γέννα και λοιπά) μετασχηματισμός της σε-, ή η αντικατάστασή της από την-, εξουσία.
Ας πούμε ότι πρόκειται για μια ιστορική εποχή, όπου ο άνθρωπος δεν εξουσιάζει τον εαυτό του, που δεν εξουσιάζεται επίσης από αυτόν, αλλά που η σχέση του με τον εαυτό του, με τους άλλους ανθρώπους και με τη φύση, συνιστά την ουσία της όλης υπόθεσης καθαυτής, την ουσία της ύπαρξής του, όπου ύπαρξη και ουσία ταυτίζονται, είναι ένα και το αυτό πράγμα.
Προφανώς σε μια τέτοια εποχή και σε μια τέτοια κατάσταση η ιδιοκτησία των υλικών μέσων ύπαρξης του ανθρώπου, των μέσων παραγωγής, δεν έχει ακόμα συγκεντρωθεί σε ένα μόνο μέρος του «κοινωνικού» ανθρώπου αποστερώντας το υπόλοιπο μέρος του από την ιδιοκτησία τους. Προφανώς επίσης (κατ’ επέκταση) δεν έχει αναπτυχθεί ακόμα οποιαδήποτε θεοκρατική ερμηνεία της ύπαρξης του κόσμου γενικά και του ανθρώπου ειδικότερα, τέτοια που να αποτελεί επίσης και θεοκρατική ερμηνεία της συγκέντρωσης της ιδιοκτησίας των υλικών μέσων ύπαρξης του ανθρώπου στο ένα μέρος και της αποστέρησής του από το άλλο. Και προφανώς (επομένως) η ανθρώπινη δραστηριότητα δεν είναι υποχρεωμένη να καθορίζεται από την υλική σχέση συγκέντρωσης – αποστέρησης της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και την νομοθέτησή της , όπως και η ανθρώπινη συνείδηση δεν είναι υποχρεωμένη να καθορίζεται από την θεοκρατική «ερμηνεία» και στην πραγματικότητα «ηθική» καθιέρωση της ίδιας αυτής σχέσης.
Ειδικά μάλιστα αυτή η δεύτερη, η ανθρώπινη συνείδηση, είναι ακόμα ελεύθερη να καθορίζεται (και ελεύθερη ακριβώς επειδή καθορίζεται) από την άμεση εμπειρία των αισθήσεων και την λογική νοητική επεξεργασία των εμπειρικών δεδομένων και των συνδυασμών τους, ακόμα κι αν το τελικό αποτέλεσμα αυτής της επεξεργασίας εμφανίζεται εν μέρει με τη μοφή της πίστης: είτε γιατί στη βάση της αυθυπαρξίας του υλικού κόσμου ελλοχεύει το «αναίτιο» δηλαδή το λογικά «ανεξήγητο» είτε γιατί τα «ιστορικά καθορισμένα» γνωσιολογικά όρια έπρεπε να συμπληρωθούν με μια λογικά χειροπιαστή προέκτασή τους και σε αυτές τις συνθήκες αυτή η προέκταση δεν μπορούσε παρά να εμφανίζεται με όρους πίστης.
Κάποτε η ιστορική αυτή πραγματικότητα ανατρέπεται. Το γιατί και το πώς ανατρέπεται μπορεί να το αναζητήσει κανείς σε έργα όπως η «Καταγωγή της οικογένειας της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους», το «Αντι-Ντύρυνιγκ» του Ένγκελς, μπορεί να ανακαλύψει σχετικές αναφορές στο «Κεφάλαιο» του Μαρξ, σε βιβλία σαν την «Πρωτόγονη κομμουνιστική κοινωνία» της Λούξεμπουργκ.
Εμένα εδώ με ενδιαφέρει μόνο η λεκτική και σημασιολογική μεταβολή: Ο άνθρωπος σαν σχέση ουσίας παραμερίζεται από μια σχέση εξουσίας ανάμεσα στους ανθρώπους και σε τελική ανάλυση πάνω στον άνθρωπο. Ο κοινωνικός άνθρωπος από ύπαρξη που επιβεβαιώνει την ουσία της και επιβεβαιώνεται σε αυτήν, διχοτομείται. Κι αυτή η διχοτόμηση του κοινωνικού ανθώπου (σε ιδιοκτήτη και ακτήμονα, πλούσιο και φτωχό, ιερατείο και πιστό, εξουσιαστή και εξουσιαζόμενο) γίνεται τρόπος ύπαρξης και του ίδιου του ατομικού ανθρώπου που από τότε μέχρι και σήμερα δεν παύει να βιώνει την κοινωνική του διχοτόμηση σαν ατομικό υπαρξιακό δυισμό. Δεν φταίω εγώ φυσικά, αν εκεί βρίσκεται η πραγματική βάση κάθε μορφής σχιζοφρένειας, βαριάς είτε ελαφριάς , αναγνωρίσιμης είτε «καμουφλαρισμένης» μέσα στους κοινωνικά «αυτονόητους», «φυσικούς», «θεσμοποιημένους» κανόνες της ατομικής ύπαρξης με τον ίδιο τρόπο που «καμουφλάρονται», που εξαφανίζονται οι σταγόνες της βροχής που πέφτει πάνω στη θάλασσα.
Είναι μάλλον απίθανο η λέξη ουσία να χαρακτήριζε την ιστορική κατάσταση του ανθρώπου πριν την εμφάνιση της εξουσίας. Σε μια τέτοια κατάσταση, όπου η ύπαρξη κι η ουσία της ταυτίζονται, δεν υπάρχει η ανάγκη να ανακαλυφθεί καν μια λέξη που θα επιχειρεί να αποδώσει στην ύπαρξη ένα νόημα και μια σημασία ξέχωρο από την ίδια. Το πιθανότερο είναι, ότι η απώλεια αυτής της πραγματικότητας επέφερε την ανάγκη της αναζήτησης και της ανακάλυψης του «περιεχομένου» της και της ξεχωριστής πια σημασίας του ώστε να μπορέσει να νοηματοδοτηθεί και η ίδια της η απώλεια…
…Για την περιγραφή της νέας πραγματικότητας προστέθηκε στην «ουσία» ένα πρόθεμα με χαρακτήρα «στερητικό», υποδηλωτικό της αφαίρεσης, της απάντλησης (εξ-άντλησης) ενός περιεχομένου από την ύπαρξη στην οποία ανήκει, και του καθορισμού πλέον της ίδιας αυτής (κοινωνικής) ύπαρξης από το διχοτομημένο (κοινωνικό) τμήμα της που έχει ιδιοποιηθεί αυτό το περιεχόμενο σαν κτήμα του. Κι έτσι η λεκτική «κατασκευή» της «εξ-ουσίας» υποδηλώνει κατ’ επαγωγή και το τι αυτή αντικατέστησε: την ουσία, και το πώς: εξ-αντλώντας την.
Ας πούμε ότι το ιστορικό «ξεπέρασμα» της ουσίας γέννησε την εξ-ουσία. Ας υποθέσουμε τώρα ότι εμάς δεν μας αρέσει αυτό. Τι να κάνουμε λοιπόν; Ποια νέα λέξη να βρούμε; Ποιο δεύτερο πρόθεμα να προσθέσουμε στο πρώτο μέχρι να κάνει η λέξη τον ιστορικό της κύκλο και να επιστρέψει στη ρίζα της;
Η αντί-εξ-ουσία είναι βέβαια μια στάση απέναντι σην εξ-ουσία, όμως δεν συνιστά «επιστροφή» στην ουσία, αντίθετα προϋποθέτει ως στάση αυτήν στην οποία αντιτίθεται. Όμως για να «επιστρέψει» ο άνθρωπος στην ουσία, ή καλύτερα για να την συναντήσει ξανά μπροστά του στον ιστορικό του δρόμο, θα πρέπει πρώτα (στην κοινωνική του ύπαρξη) να καταστεί αυτ-εξ-ούσιος. Είναι, όμως, δεδομένο με βαση την συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης πραγματικότητας της εποχής του αναπτυγμένου καπιταλισμού στο μονοπωλιακό – ιμπεριαλιστικό στάδιό του, ότι η τάξη των κεφαλαιοκρατών και των συμμάχων τους μπρος στον κίνδυνο απώλειας της εξ-ουσίας που κατέχει, θα σταθεί από θέσεις αντ-αυτ-εξ-ουσιακές απέναντι στο εγχείρημα των κοινωνικών τάξεων που καταπιέζονται από το εκμεταλλευτικό σύστημα να καταστούν αυτ-εξ-ούσιες καθιστώντας μαζί τους αυτ-εξ-ούσιο τον κοινωνικό άνθρωπο, αυτ-εξ-ούσια την ανθρωπότητα συνολικά. Γι’ αυτό είναι αντικειμενικά αναγκαία η εργατική, λαϊκή εξ-ουσία σαν ιστορικό στάδιο στην πορεία επανένωσης της ανθρώπινης ύπαρξης με την ουσία της, εξαφάνισης της ουσίας μέσα στην ύπαρξη και της ύπαρξης μέσα στην ουσία.