Στους μαζικούς φορείς, όπως η Εταιρία Ελλήνων Σκηνοθετών, είναι αυτονόητη η εμφάνιση διαφορετικών απόψεων, αντιπαραθέσεων που σε τελική ανάλυση έχουν πολιτικό περιεχόμενο, ακόμα και κάθετων διαφωνιών σε μικρά ή μεγάλα ζητήματα.
Τέτοια κάθετη διαφωνία είναι και αυτή που έχει ανακύψει με τις ευτελείς μεθοδεύσεις του Προέδρου και της πλειοψηφίας του ΔΣ της ΕΕΣ, προκειμένου να εντάξουν (να «χώσουν» είναι ίσως πιο κατάλληλη λέξη στο πλαίσιο τέτοιων μεθοδεύσεων ) την ΕΕΣ στην ΠΟΘΑ, αλλοιώνοντας τον χαρακτήρα και τους στόχους τόσο της ΠΟΘΑ ως εργατικού συνδικάτου όσο και της ΕΕΣ ως επαγγελματικού φορέα ανεξαρτήτως εργασιακών σχέσεων, όπως έχει ήδη καταγγείλει η παράταξη της Δημοκρατικής Ενότητας Σκηνοθετών: Μια ομόφωνη απόφαση ΓΣ της ΕΕΣ του 2019 για συμμαχία με άλλους φορείς πλαστογραφείται σε επιστολή προς της ΠΟΘΑ στις 29-10-2021 εμφανιζόμενη, με πλήρη περιφρόνηση προς την ουσία της ομοφωνίας, ως δήθεν απόφαση ένταξης της ΕΕΣ σε αυτήν… Κατόπιν τα μέλη της ΕΕΣ καλούνται σε έκτακτη ΓΣ στις 21/11/2021 προκειμένου να εγκρίνουν ή να απορρίψουν πρόταση ένταξης στην ΠΟΘΑ… Στη ΓΣ το θέμα της ημερήσιας διάταξης μετατρέπεται αυθαίρετα σε «επικύρωση» της ανύπαρκτης απόφασης του 2019… Τέλος, η ΓΣ – ενώ έχουν αποχωρήσει μια σειρά μελών προκειμένου να μη νομιμοποιήσουν τη λαθροχειρία – «επικυρώνει» με μια ανυπόστατη απόφαση του 2021 την ανύπαρκτη απόφαση του 2019…
Κι αν ως εδώ δεν έχουμε να κάνουμε παρά με τη «συνήθη» αντιπαράθεση ανάμεσα σε ιδιοτελείς προσωπικές επιδιώξεις και πρακτικές κλίκας από τη μια, και σε θέσεις αρχών από την άλλη, στη συνέχεια το ζήτημα αποκτά διαστάσεις αναβαθμισμένης νοσηρότητας:
Ένας αριθμός μελών της ΕΕΣ προσέφυγαν, «χωρίς αυταπάτες», στη δικαιοσύνη προκειμένου να μπει φραγμός στις παραπάνω μεθοδεύσεις.
Στις 1-12-2021, κατά τη συζήτηση του αιτήματος προσωρινής διαταγής ενώπιον του δικαστηρίου, ο Πρόεδρος ως εκπρόσωπος της ΕΕΣ προέβη δια των πληρεξουσίων δικηγόρων του σε χαρακτηρισμούς «άλλων εποχών» αποκαλώντας τα μέλη της ΕΕΣ που προσέφυγαν στη δικαιοσύνη «εξτρεμιστές», «ταραχοποιά στοιχεία», «κομμουνιστάς», μη παραλείποντας λεκτική επίθεση ακόμη και κατά του δικηγόρου των αιτούντων με νύξεις για την «ταραχοποιό δραστηριότητα» του… πατέρα του, γυρίζοντας μας στην εποχή των «φακέλων» που διατηρούσαν και χρησιμοποιούσαν οι διάφορες κρατικές υπηρεσίες και μηχανισμοί.
Ο (με αποκλειστική ευθύνη του Προέδρου της ΕΕΣ ως εκπροσώπου της ενώπιον των δικαστικών αρχών) ξεπεσμός στη ρυπαρότητα που σηματοδοτείται με αυτού του είδους την ορολογία, νοοτροπία και πρακτική, δεν αποτελεί παρά τον καρπό μιας κατάστασης που σιωπηρά βιώνει τα τελευταία χρόνια η ΕΕΣ, καθώς ο Πρόεδρός της (με τη συναίνεση προφανώς της πλειοψηφίας του ΔΣ) έχει επιλέξει τη στελέχωση του νομικού του συμβουλίου με τον κ. Θοδωρή Δραβίλλα, διοικητή της ΕΥΠ από τις 19-7-2012 ως τις 30-1-2015, αλλά και νυν Πρόεδρο ΔΣ του «Κέντρου Μελετών Ασφαλείας» (ΚΕΜΕΑ) που λειτουργεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου ΠΡΟ.ΠΟ.
Ήδη, άλλωστε, στις 21-11-2021 η έκτακτη ΓΣ της ΕΕΣ ανέχτηκε τον πρώην διοικητή της ΕΥΠ και νυν Πρόεδρο ΔΣ του ΚΕΜΕΑ να παραδίδει «συνδικαλιστικά μαθήματα» στο πλαίσιο τής κατά παραγγελία του Προέδρου νομικής του γνωμάτευσης σχετικά με την ένταξη της ΕΕΣ στην ΠΟΘΑ.
Εν προκειμένω, οι στόχοι της δραστηριότητας του πρώην διοικητή της ΕΥΠ (και νυν Προέδρου ΔΣ ΚΕΜΕΑ) θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «δική του υπόθεση» που καταρχήν δεν μας αφορά. Αυτό όμως που μας αφορά, είναι η ασυγχώρητη επιλογή του Προέδρου της ΕΕΣ κ. Χάρη Παπαδόπουλου και της πλειοψηφίας του ΔΣ, να έχει τοποθετήσει ως νομικό σύμβουλο του συλλογικού μας οργάνου ένα πρόσωπο με τη συγκεκριμένη «ανεξίτηλη» ιδιότητα, η επιλογή του να διευκολύνει την άμεση ανάμιξη ενός προσώπου με αυτήν την ιδιότητα σε διαδικασίες μαζικών φορέων όπως η ΕΕΣ και κατ’ επέκταση στο ίδιο το συνδικαλιστικό κίνημα των εργαζομένων, αφού – ακόμη και με ανύπαρκτες και ανυπόστατες αποφάσεις – η ΕΕΣ προχωρά προς το παρόν στην ένταξή της στην ΠΟΘΑ…
Απέναντι σε αυτή την ασυγχώρητη επιλογή του Προέδρου της ΕΕΣ θα ήταν ασυγχώρητη η διατήρηση της οποιασδήποτε ανοχής.
Αποτελεί ευθύνη όλων των μελών της ΕΕΣ να μην επιτρέψουν σε αυτόν τον ξεπεσμό να καταστεί χαρακτηριστικό του ιστορικού φορέα των Ελλήνων σκηνοθετών και έμπρακτα να τον ακυρώσουν μαζί με όλες τις μεθοδεύσεις και εκβιαστικές πρακτικές του Προέδρου και της πλειοψηφίας του ΔΣ που μετατρέπουν την ΕΕΣ σε «τσιφλίκι» ιδιοτελών επιδιώξεων ενός προσώπου και των συν αυτώ.
Άστραψε» και «βρόντηξε» από «ιερή» «οργή» η κυβέρνηση, δια στόματος του γενικού γραμματέα Ενημέρωσης και Επικοινωνίας Λευτέρη Κρέτσου, για την άρνηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου να χορηγήσει άδεια γυρισμάτων στο BBC στον Αρχαιολογικό Χώρο του Σουνίου. Όχι με κάποιο θέμα που θα αφορούσε στην προβολή και την ιστορία του μνημείου, αλλά για τις ανάγκες τηλεοπτικής μεταφοράς κατασκοπευτικού έργου βασισμένου σε μυθιστόρημα του άλλοτε πράκτορα των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, Τζον Λε Καρέ.
«H άρνηση του ΚΑΣ να χορηγήσει άδεια γυρισμάτων στο BBC και στον διεθνούς φήμης σκηνοθέτη Παρκ Τσαν Γουκ στο Σούνιο, για τη μίνι σειρά The Little Drummer Girl, αναδεικνύει για μία ακόμα φορές τις παθογένειες που έχουμε ως χώρα» εκτίμησε, βαρύγδουπα, ο Λ. Κρέτσος και πρόσθεσε: «Μετά από την πολυετή οικονομική κρίση που ισοπέδωσε την οπτικοακουστική παραγωγή της χώρας μας, που άφησε χιλιάδες εργαζόμενους στη βιομηχανία του θεάματος άνεργους, και τους υπόλοιπους να δουλεύουν υπο-αμειβόμενοι, σε άθλιες εργασιακές συνθήκες, και την ίδια στιγμή που ολόκληρος ο ελληνικός λαός κάνει υπερπροσπάθεια για να υπερβούμε όλοι μαζί την περίοδο της επιτροπείας, με μία μόνο αξιολόγηση να μας χωρίζει από την οριστική έξοδο από τα μνημόνια, το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο αρμενίζει σε δικές του ήρεμες θάλασσες σαν να μην έχει συμβεί όλα αυτά τα χρόνια απολύτως τίποτα. Δεν εξηγείται αλλιώς η σπουδή να απορριφθεί, με συνοπτικές διαδικασίες, και χωρίς να εξεταστούν εναλλακτικές, συμβιβαστικές λύσεις (όπως, για παράδειγμα, η δυνατότητα να γίνουν γυρίσματα νωρίς το πρωί ή σε ώρες μη αιχμής -λύσεις που πρότεινε, προς τιμήν της, η μειοψηφία) το αίτημα ενός, κατά τεκμήριο, σοβαρότατου φορέα, και ενός δημιουργού που τιμά τον τόπο μας επιλέγοντάς τον για την παραγωγή της σειράς του».
Τα παραπάνω θα μπορούσαν να είναι και μια επιτομή του αγοραίου αρχοντοχωριατισμού και της πολιτικής κουτοπονηριάς της εγχώριας σοσιαλδημοκρατίας. Διότι χρειάζεται νεοφιλελεύθερο θράσος και παλαιοκομματικό αρχοντοχωριατισμό να θεωρείς «τιμή» να γυριστεί σε έναν αρχαιολογικό χώρο μια ταινία με ήρωες έναν Παλαιστίνιο «τρομοκράτη», έναν κατάσκοπο των Ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών και μια Αγγλίδα ηθοποιό διπλή πράκτορα. Και σίγουρα είναι κουτοπονηριά να παρουσιάζεις αυτήν την στοιχειώδη άρνηση του ΚΑΣ να εκχυδαΐσει την πολιτιστική κληρονομιά, ούτε λίγο – ούτε πολύ, σαν ένα είδος «εμποδίου» στην «ανάκαμψη» της εγχώριας κινηματογραφίας.
Αλλά η σημερινή κυβέρνηση δεν είναι η μόνη που κάνει το λογικό «άλμα» της «σχέσης» μεταξύ της «ανάπτυξης» του ελληνικού οπτικοακουστικού τομέα… με το γύρισμα ξένων παραγωγών στην Ελλάδα. Ανάλογες ψευδαισθήσεις διακινούσαν και όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις, παρά και ενάντια στην πικρή ευρωπαϊκή πείρα που αποδείκνυε, ότι οι μόνοι που κέρδιζαν από τις ξένες παραγωγές ήταν οι πολυεθνικές του οπτικοακουστικού που έβρισκαν, στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες επί το πλείστον, υψηλά ειδικευμένο και έμπειρο προσωπικό, με μισθούς πείνας.
Η «εξίσωση» «ξένες παραγωγές = ανάπτυξη των εθνικών κινηματογραφιών» όχι μόνο είναι αυθαίρετη και ατεκμηρίωτη – γεγονός που δεν πτοεί πάντως τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες του υπουργείου Πολιτισμού να την μηρυκάζουν σαν τις καλοζωισμένες αγελάδες των διαφημίσεων – αλλά, αντίθετα, έχει καταστροφικά αποτελέσματα για τις εθνικές κινηματογραφίες. Ως προς αυτό αξίζει να θυμίσουμε τι έλεγαν οι ίδιοι οι εμπλεκόμενοι στην κινηματογραφική παραγωγή από το 2003 ακόμα στο πλαίσιο της συνόδου για τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο και τον οπτικοακουστικό τομέα που είχε πραγματοποιηθεί στη Θεσσαλονίκη στο πλαίσιο της ελληνικής προεδρίας στην ΕΕ. Κυρίως οι εκπρόσωποι των πρώην σοσιαλιστικών χωρών οι οποίοι, αν και ήταν «υπεράνω πάσης υποψίας» σε ιδεολογικό-πολιτικό επίπεδο, ωστόσο «σκιαγράφησαν» την λεηλασία της πλούσιας κινηματογραφικής υποδομής των χωρών τους από την «επέλαση» της «αγοράς».
Οι έχοντες σχετική πείρα
Ο Πολωνός σκηνοθέτης Αντρέι Ζουλάφσκι, για παράδειγμα, είχε πει χαρακτηριστικά:: «Πουλήσαμε στους Αμερικανούς τα δικαιώματα της διανομής για ένα κομμάτι ψωμί. Έτσι λοιπόν πρέπει να δούμε πώς έγιναν τόσο δυνατοί». Ο Σλοβένος Ιγκόρ Κόρσιτς, πανεπιστημιακός καθηγητής, με αρκετή δόση σαρκασμού είχε πει ότι όλα είναι θέμα πολιτικής βούλησης, αλλά στις αρχές της δεκαετίας του ’90, στη Σλοβενία, «υπήρχε ισχυρή πολιτική βούληση …εξαφάνισης του κινηματογράφου μας»! Προσθέτοντας ότι μόνο με την πίεση των «πανικοβλημένων» κινηματογραφιστών πέρασε ένας νόμος σχετικής προστασίας. Στη Σλοβενία, σύμφωνα με τον Κόρσιτς, μόλις το 3%-5% της διανομής καλυπτόταν από ευρωπαϊκές εγχώριες ταινίες και το υπόλοιπο ήταν αμερικανικές (σ.σ. παρακάτω θα δούμε ότι τίποτε δεν άλλαξε μέχρι σήμερα).
Ο τότε εκπρόσωπος του Κέντρου Κινηματογράφου της Λετονίας, Μπρούνο Ακτσουκς, είχε κατακεραυνώσει την ΕΣΣΔ λέγοντας ότι τότε όλες οι ταινίες στη Λετονία έρχονταν από τη Μόσχα. Ωστόσο δεν μπόρεσε να εξηγήσει πώς σε περίοδο αγοραίας «ελευθερίας» οι λετονικές ταινίες ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Αντίθετα, ο Λιθουανός Τόμας Ντονέλα που εκπροσωπούσε την Ένωση Λιθουανών Σκηνοθετών είχε πει ότι αυτή τη στιγμή (σ.σ. το 2003) στη Λιθουανία «γυρίζεται μόνο μία ταινία το χρόνο» κι όμως «το ’60 και το ’70 ήμασταν περήφανοι για την κινηματογραφία μας». Περιέγραψε μάλιστα ότι οι Λιθουανοί τεχνικοί κατάντησαν φτηνό εργατικό δυναμικό για παραγωγούς-μεγαθήρια, όπως η αμερικανική «Warner», η οποία γύριζε τις τηλεοπτικές της σειρές στα λιθουανικά στούντιο. Ακόμη και Ταινιοθήκη έπαψε να έχει η Λιθουανία. «Δεν μπορούμε να μπλοκάρουμε τους δρόμους ούτε να πάρουμε τα όπλα γιατί οι κινηματογραφιστές είμαστε λίγοι», κατέληξε ο Ντονέλα.
Η Βέρα Γκιούρεϊ, τότε διευθύντρια των ουγγρικών κινηματογραφικών αρχείων, είχε πει ότι τα πνευματικά δικαιώματα των ουγγρικών ταινιών από το 1945 ανήκουν πλέον σε ιδιωτική εταιρία.
Ο Κάρολ Γιακούμποβιτς, τότε μέλος του Συμβουλίου Δημόσιας Τηλεόρασης της Πολωνίας και εμπειρογνώμονας στα οπτικοακουστικά, αναφέρθηκε σε μια μελέτη της ΕΕ, από την οποία προέκυπτε, ότι η δημόσια τηλεόραση της Ανατολικής Ευρώπης εξακολουθούσε να «αιμοδοτεί» την κινηματογραφική παραγωγή με το 37% του κόστους της. Ποσοστό πολύ μεγαλύτερο από αυτό της Δυτικής Ευρώπης. Έτσι, λοιπόν, για τον Γιακούμποβιτς «αν οι δημόσιοι τηλεοπτικοί σταθμοί δεν μπορούν να αντέξουν τον ανταγωνισμό της ελεύθερης αγοράς θα χαθούν», με κίνδυνο «να μετατραπούν οι άνθρωποι από πολιτιστικοί παραγωγοί σε πολιτιστικούς καταναλωτές». «Αν θέλετε να προστατέψετε τη δημόσια τηλεόραση και τα κινηματογραφικά αρχεία, πρέπει να το κάνετε μέσω της προβολής των έργων και όχι με τα έργα στα ράφια», είπε, και πρόσθεσε καταγγελτικά: «Οι ιδιωτικοποιήσεις των δημόσιων σταθμών δε βρίσκουν αντίθετη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ΕΕ δεν ενδιαφέρεται για τη δημόσια τηλεόραση και έτσι η ιδιωτικοποίηση θα συνεχιστεί. Θα πρέπει να δημιουργηθούν ασφαλιστικές δικλείδες για τις δημόσιες μεταδόσεις και μέσω του ευρωπαϊκού Συντάγματος. Θα το κάνει η ΕΕ ή θα υποκύψει στην πίεση της αγοράς; Δεν το ξέρω, αλλά το δεύτερο είναι το πιθανότερο».
Ποιος μπορεί να πει ότι όσα είπε ο κ. Γιακούμποβιτς δεν ήταν «προφητικά»;
Τα παλιά «νέα επενδυτικά κίνητρα»
Την ίδια παλιά, αποτυχημένη και επικίνδυνη «συνταγή» επανέφερε πρόσφατα και η σημερινή κυβέρνηση, σε νέο «περιτύλιγμα» υπό τον τίτλο το «νέο επενδυτικό κίνητρο για την παραγωγή κινηματογραφικών και οπτικοακουστικών έργων στην Ελλάδα».
Κατά την παρουσίαση, ο υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης Νίκος Παππάς,δεν μπορούσε να κρύψει τον αγοραίο ενθουσιασμό του, καλώντας τον καλλιτεχνικό κόσμο να αγκαλιάσει την πρωτοβουλία και δελεάζοντας τα αφεντικά του οπτικοακουστικού με εκατομμύρια δημοσίου χρήματος: «Το σχέδιο κινήτρων για τις οπτικοακουστικές παραγωγές έχει κάποια εξαιρετικά πλεονεκτήματα. 75 εκατ. ευρώ έχουν ήδη εξασφαλιστεί. Αγκαλιάστε το, βοηθήστε το να αναπτυχθεί (…) Ο κλάδος της δημιουργίας μπορεί να παίξει ρόλο ατμομηχανής, να πολλαπλασιάσει τα θετικά μηνύματα. Ο κλάδος μπορεί να γίνει κλάδος αιχμής, για μια Ελλάδα που ανακάμπτει… Ας γυρίσουμε μαζί σελίδα!».
Πάντως ο Πέτρος Τατούλης, ως υφυπουργός Πολιτισμού, το είχε θέσει «ποιητικότερα», όταν από το Φεστιβάλ των Καννών την άνοιξη του 2005 και απευθυνόμενος στους μεγαλο-παραγωγούς, σημείωνε με «οίστρο»: «Τώρα είναι ευκαιρία το ελληνικό φως να φωτίσει το κάδρο σας, οι ελληνικές θάλασσες να αποτελέσουν το σκηνικό σας, τα ελληνικά ορεινά τοπία να γίνουν ο χώρος δράσης της αφήγησής σας, το ελληνικό άστυ να φιλοξενήσει τους χαρακτήρες της πλοκής σας»..!
Βγαίνοντας πριν από δυο μήνες περίπου από την προβολή της ταινίας («Το Τετράγωνο», Ρούμπεν Έστλουντ, 2017) είχα να αντιμετωπίσω ένα ορισμένο αίσθημα δυσφορίας που, κρίνοντας από το ύφος και των άλλων θεατών έξω από την αίθουσα, ίσως δεν αφορούσε μόνο εμένα προσωπικά.
Και ίσως οι άλλοι είχαν πάει να δουν μια «κομεντί», όπως εμφανιζόταν η ταινία στις επιλογές της εβδομάδας, αλλά αντί για «κομεντί» βρέθηκαν μπροστά σε μια μορφή αισθητικής «ωμότητας», απροετοίμαστοι, όμως προσωπικά δεν είχα πάρει είδηση την ταξινόμηση της ταινία στις «κομεντί» οπότε έπρεπε να αναζητήσω αλλού τους λόγους της δυσφορίας μου. Σημειώνοντας εξαρχής ότι δεν θεωρώ κριτήριο επιτυχίας μιας ταινίας το να προκαλεί «ευχάριστα συναισθήματα». Ενδεχομένως η επιτυχία κάποιας ταινίας μπορεί και να συνίσταται στην πρόκληση δυσφορίας. Δεν είναι αυτό το ζήτημα.
*
Από μια άποψη το «Τετράγωνο» καταπιάνεται με το ζήτημα που έθετε η επίσης «δυσφορική» (όχι για μένα) ταινία του Τζάρμους «Μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί» (2013): Σε αυτήν το απόθεμα «αίματος» του κλασικού αστικού πολιτισμού εξαντλείται… Οι «δράκουλες», που χάρη στην ύπαρξη αυτού του αποθέματος, κατάφερναν για αιώνες να «τρέφονται» από αυτό, απαρατήρητοι στο περιθώριο της κοινωνίας, χωρίς να ενοχλούν και χωρίς να ενοχλούνται, αναγκάζονται να στραφούν για τροφή προς το αίμα που ρέει στις φλέβες των συγχρόνων τους, και με τον τρόπο αυτόν συγχρόνως «μολύνοντάς» τους (αφού όλοι ξέρουμε τι γίνεται αν σε δαγκώσει δράκουλας) ο πληθυσμός τους αρχίζει ξανά να αυξάνεται.
Στην ταινία αυτή του Τζάρμους το αίμα είναι το πνεύμα. Στην ταινία του Έστλουντ το αίμα είναι αθέατο και ο λόγος αφορά ευθέως το πνεύμα: το αστικό πνεύμα και το «ανώτατο στάδιό του»: το πνευματικό κενό.
*
Μόνο που, φαίνεται να λέει ο Έστλουντ, το κενό δεν είναι κενό, το μηδέν δεν είναι μηδέν, το τίποτα για να μας απασχολεί σαν τέτοιο πρέπει να είναι όχι «τίποτα» αλλά «κάτι». Τι όμως.
*
Ο Έστλουντ αναζητά τις συντεταγμένες του πνευματικού κενού στον κατεξοχήν χώρο του, στον χώρο παραγωγής της σύγχρονης «υψηλής» αστικής τέχνης. Για τις ανάγκες του σεναρίου του αυτή η τέχνη εκπορθεί το σουηδικό Βασιλικό Μουσείο που μετατρέπεται σε «μουσείο σύγχρονης τέχνης», με βλάσφημη βιασύνη και υπό όρους που στα καθ’ ημάς θα θύμιζαν την «υπαγωγή» της Εθνικής Βιβλιοθήκης και της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο «Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος».
Και όταν, στην ταινία, μιλάμε για μουσείο σύγχρονης τέχνης και για σύγχρονη τέχνη, εννοούμε το καθαρό της απόσταγμα: από την ολοκληρωτική αφαίμαξη της ύλης το αποστακτήριο στάζει διάφανο «καθαρό πνεύμα» και με τη σειρά του αυτό το καθαρό πνεύμα, αναλόγως της συσκευασίας στην οποία το παρουσιάζει ο καλλιτέχνης, μετατρέπεται σε «καθαρή τέχνη».
Ο Τζάρμους αναζητεί το πνεύμα στο ρέον αίμα, ακριβέστερα: «ταυτίζει» το πνεύμα με το αίμα. Ο Έστλουντ για την ώρα δεν αναζητεί το πνεύμα πουθενά, αφού – ρεαλιστικά – το πνεύμα παρέχεται στον «φυσικό του χώρο» πλουσιοπάροχα. Θα μπορούσαμε όμως να πούμε, δεν πρόκειται για αίμα αλλά για το ακριβώς αντίθετο: για το υπόλειμμα της γενικής αφαίμαξης. Εδώ το «ζόμπι» είναι το ίδιο το πνεύμα, το εκτιθέμενο στις αίθουσες και τις παραστάσεις τού όχι-πια-βασιλικού μουσείου – θρόνου της σύγχρονης αστικής τέχνης. Και η συνάντηση με ένα τέτοιο «πνεύμα» έχει κάτι το ανησυχαστικό, απαιτεί μια ορισμένη επιφύλαξη, ποτέ δεν ξέρεις τι γυρεύει από σένα ένα τέτοιο πνεύμα σαν κι αυτό.
*
Η ανησυχητική αυτή διάσταση ελλοχεύει διαρκώς, και κορυφώνεται στη σκηνή της «περφόρμανς» των εγκαινίων, στη μοναδική σκηνή όπου η ταινία – αδιόρατα – παρεκκλίνει από τη ρεαλιστική γραμμή που τηρεί σε όλη τη διάρκειά της και όπου το εφιαλτικά «υπερρεαλιστικό» εμφανίζεται χάριν της καλλιτεχνικής σύμβασης (περφόρμανς!) ως ρεαλισμός.
Όπου το «βασιλικό» (ή, έστω, πρώην-βασιλικό) κοινό των εγκαινίων έρχεται αντιμέτωπο – σαν ένα ευχάριστο αστείο στην αρχή – με τον «πρωτόγονο άνθρωπο», τον «άγριο», τον «άνθρωπο των σπηλαίων». Το κοινό των χορηγών του δίχως ύλη πνεύματος έρχεται αντιμέτωπο με την αφαιμαγμένη από πνεύμα ύλη (ανθρώπινη σάρκα), έρχεται αντιμέτωπο με το έργο του, και «νομοτελειακά» εξωθείται (έτσι ολοκληρώνεται η «περφόρμανς») το έργο του αυτό να το αποτελειώσει. Από αυτή τη σάρκα δεν μπορεί πια να αντληθεί άλλο πνεύμα, αντλήθηκε ήδη όλο, αυτή η σάρκα είναι πια άχρηστη και, ακόμα περισσότερο, επικίνδυνη.
Τίποτα περισσότερο από την αστική ιδεολογική εκδοχή της εισόδου στην εποχή της ρομποτικής θα μπορούσε να πει κανείς.
*
Θα αδικούνταν η ταινία αν παρέλειπε κανείς να αναφερθεί στην πλοκή της, που υποστηρίζει την ανάπτυξη του θέματός της, που την συμπληρώνει με «επιμέρους» σχόλια, και που, πάνω απ’ όλα, οδηγεί τον ήρωά της στην «μετάνοια». Όλη η ταινία άλλωστε αποτελεί μια «μετάνοια»: αστική μετάνοια ή μετάνοια (και ομολογία) της αστικής τάξης για τη δική της αποξένωση, αλλοτρίωση, θα μπορούσαμε να παρασυρθούμε και να «ρίξουμε» στο σημείο αυτό και τον «φετιχισμό του εμπορεύματος», αλλά πάντως εδώ η τέχνη προβάλλει σαν ύψιστη έκφραση αυτού του φετιχισμού και, αντίστροφα, σαν ύψιστη μορφή εμπορεύματος.
Μετάνοια που οι χορηγοί του πνεύματος και της αστικής τέχνης, η οποία το συσκευάζει, δεν υποψιάζονται καν, παρόλο που πρόκειται για την «δική τους» μετάνοια. Για την μετάνοια που τους αρμόζει «ως τέτοιοι που είναι» και υπό την προϋπόθεση ότι παραμένουν τέτοιοι. Μάλλον είναι ζήτημα οφειλόμενο στον καταμερισμό της εργασίας, το ότι και η «δική τους» μετάνοια θα εκφραστεί όχι από τους ίδιους αλλά «εξ ονόματός τους». Από τον επιφορτισμένο για τις πνευματικές τους υποθέσεις ή για τις υποθέσεις της κοινωνικής τους συνείδησης (που η τέχνη αποτελεί την ανώτερη μορφή της) διευθυντή του μουσείου και ήρωα της ταινίας: Για συγκυριακούς λόγους, εν είδη παραληρήματος στο μικρόφωνο του κινητού του τηλεφώνου την ώρα που η άλλη άκρη της τηλεφωνικής «γραμμής» έχει σιγήσει, επικαλούμενος – ο ήρωας, καλλιτεχνικός διευθυντής του πρώην-βασιλικού μουσείου – αυτό που επικαλείται και ο τελευταίος παρίας της καπιταλιστικής κοινωνίας: «τη ζωή που βρέθηκε» και την ατομική του ανεπάρκεια να αλλάξει αυτή τη ζωή και τον ίδιο του τον εαυτό αν δεν μεριμνήσει για το έργο αυτό η «κοινωνία». Η κοινωνία η πνευματικά αφαιμαγμένη, η υλικά εξόριστη από το «τετράγωνο» του καλλιτεχνικού «πρότζεκτ» που φιλοδοξεί να χωρέσει εντός του το ερώτημα του «πνευματικού» προϊόντος των υλικών ανθρώπινων σχέσεων. Όχι όμως τις ίδιες και την υλικότητά τους, εκτός ίσως από την υλικότητα που συνίσταται στην καλλιτεχνικά αποποινικοποιημένη (δηλαδή στην αποποινικοποιημένη για τις ανάγκες της τέχνης υλικότητα) των κοινωνικών σχέσεων που «θετικά» προβλέπονται από τα άρθρα του Ποινικού Κώδικα: υπάρχει μεταξύ των ανθρώπων «εμπιστοσύνη»; Ή απλώς υπάρχει «βία», «ληστεία», «απάτη», «κλοπή»;
*
Αστική μετάνοια (και ομολογία) εντός των αστικών ορίων. Ακόμα και εξαντλώντας τα αστικά όρια αλλά όχι διαβαίνοντάς τα…
Καταγγελία του αστικού πνεύματος, δηλαδή της κοινωνικά κυρίαρχης ιδεολογίας. Αλλά εντός των ορίων της κυρίαρχης ιδεολογίας, ακόμα και μέχρι εξάντλησης αυτών των ορίων…
Δεν είναι λίγο αυτό, αλλά και δεν είναι ο φόβος μετατροπής της τέχνης σε «μπροσούρα» αυτός που αποτρέπει κάτι περισσότερο… Τουλάχιστον για δημιουργούς τέτοιας αισθητικής αξίας δεν μπορεί να υπάρχει η επίκληση του κινδύνου της «μπροσούρας», στην περίπτωση που θα υπερέβαιναν τα όρια της αστικής ιδεολογίας οδηγούμενοι έτσι στην αντιστροφή της…
Και είναι αλήθεια ότι μετάνοια και ομολογία είναι πράγματα «άγρια» από μόνα τους, από αυτή την αγριότητα, από αυτόν τον άγριο στην ουσία του κυνισμό, προέρχεται μάλλον κατά ένα μέρος και το αίσθημα «δυσφορίας» μετά το τέλος της προβολής…
Αλλά ο κρισιμότερος λόγος συνίσταται στη φύση της κυρίαρχης ιδεολογίας, που επειδή ακριβώς είναι κυρίαρχη, εμφανίζεται σαν ιδεολογία ολόκληρης της κοινωνίας. Οπότε εν προκειμένω η αστική «μετάνοια», σαν όρος της κυρίαρχης ιδεολογίας, καλεί ολόκληρη την κοινωνία να την οικειοποιηθεί σαν μετάνοια δική της…
Στο σημείο αυτό, πράγματι, η «υπόλοιπη» κοινωνία, ως κινηματογραφικός θεατής, δεν έχει παρά να αποβάλει το «αίσθημα δυσφορίας», να το αποποιηθεί γιατί αυτό δεν είναι δικό της, όπως δεν είναι δική της και η μετάνοια αυτή.
*
Με δυο λόγια, μια σημαντική ταινία, από τις σημαντικότερες εκπροσωπήσεις ενός διαφαινόμενου κινηματογραφικού ρεύματος «αστικής μετάνοιας» με αντίστοιχα ομοειδή χαρακτηριστικά (στο οποίο ρεύμα συγκαταλέται κατά τη γνώμη μου για παράδειγμα και ο ελληνικός «Κυνόδοντας» του Λάνθιμου, σημειώνω προκειμένου μήπως γίνω κατανοητός χρησιμοποιώντας ένα παράδειγμα πιο οικείο σαν παράδειγμα «δυσφορικά» αμφιλεγόμενο).
Αντιγράφω την παρουσίαση της ταινίας από την πηγή:
«Εξαιρετική ταινία, με μια πλειάδα σπουδαίων ερμηνευτών. Μια καθ’ όλα ποιοτική, μακρόχρονου και πολύπλευρου μόχθου, βαθύτατα προοδευτική καλλιτεχνική δημιουργία. Ταινία, που χωρίς παραχαράξεις, «απαθανατίζει» ιστορικά πρόσωπα και δραματικότατα γεγονότα της ιστορίας του Αμερικανικού Θεάτρου στη δεκαετία του ’30. Γεγονότα -«πρόδρομοι» της μεταπολεμικής, μακαρθικής «Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών», τα οποία καθόρισαν και καθορίζουν την εξάρτηση του αμερικανικού θεάτρου και κινηματογράφου από το μεγάλο κεφάλαιο. Και πρόσωπα που σκόπιμα «λησμόνησε» η αμερικανική θεατρική ιστοριογραφία.
Ο Τιμ Ρόμπινς (σενάριο, σκηνοθεσία) φιλοδόξησε – και το πέτυχε – να δείξει όλη και πολύπλευρα την ιστορική αλήθεια της Αμερικής του μεσοπολέμου, για: Τις στρατιές εκατομμυρίων πεινασμένων και άστεγων ανέργων. Τη χλιδή των κεφαλαιοκρατών. Τις δοσοληψίες τους με τον ιταλικό φασισμό (οικονομική ενίσχυση και εξοπλισμό του), ακόμα και με παράνομη αγοραπωλησία Αναγεννησιακών έργων τέχνης. Τους καλλιτέχνες και δημοσιογράφους – λακέδες του αμερικανικού κεφαλαίου και του Μουσολίνι. Τους «φιλότεχνους» μεγιστάνες, λ.χ. Ροκφέλερ, ο οποίος κατέστρεψε την τεράστια τοιχογραφία που φιλοτέχνησε στο Μέγαρό του ο κορυφαίος ζωγράφος της επανάστασης του μεξικάνικου λαού, ο κομμουνιστής Ντιέγκο Ριβέρα, επειδή η τοιχογραφία του οραματιζόταν την επανάσταση του παγκόσμιου προλεταριάτου και υμνούσε τους Μαρξ, Ενγκελς, Λένιν. Μια ταινία – καταγγελία του αμερικανικού αντικομμουνισμού και πολύμορφου ρατσισμού. Τον αγώνα των συνδικάτων. Την εξαθλίωση χιλιάδων καλλιτεχνών, αλλά και τον αγώνα πλήθους αριστερών και προοδευτικών καλλιτεχνών για ένα θέατρο του λαού και για το λαό.
Για την καλύτερη κατανόηση της ταινίας σημειώνουμε μερικά ιστορικά στοιχεία, που προηγούνται των ιστορικών γεγονότων της ταινίας. Στις αρχές της δεκαετίας του ’20, εργατικά συνδικάτα δημιούργησαν σε διάφορες πόλεις ερασιτεχνικούς θιάσους για την ψυχαγωγία και την κοινωνική αφύπνιση του λαού . Μερικοί από τους ερασιτεχνικούς θιάσους, με το ρεπερτόριό τους, «γέννησαν» σπουδαίες δημιουργίες και μορφές (όλων των καλλιτεχνικών κλάδων) του Αμερικανικού Θεάτρου, προσέλκυσαν αριστερούς και προοδευτικούς συγγραφείς (λ.χ. Ο’Νιλ, Μπάρι κ.ά.) και εξελίχθηκαν σε επαγγελματικούς θιάσους. Από αυτούς τους θιάσους πήγασε και ένας πολύχρονος αγώνας για κρατική ενίσχυση του θεάτρου.
Για την ιστορία, επίσης, σημειώνουμε ότι το «Ομοσπονδιακό Θέατρο», οργανισμός «εθνικού επιπέδου», με απόφαση του Ρούσβελτ, νομοθετήθηκε το 1935 και επιχορηγούνταν από το κράτος στο πλαίσιο καταπολέμησης της ανεργίας στο θέατρο που προκάλεσε το κραχ (1929). Ο οργανισμός περιλάμβανε περισσότερους από 100 θιάσους, που ανέβαζαν έργα (για ενήλικες και παιδιά) κλασικών δραματουργών, καταξιωμένων, νέων και πρωτοεμφανιζόμενων Αμερικανών συγγραφέων, συνθετών και τα έπαιζαν σε όλες τις ΗΠΑ. Επικεφαλής του οργανισμού διορίστηκε η προοδευτική θεατρολόγος Χόλι Φάλαγκαν, η οποία με κρατική υποτροφία ταξίδεψε και μελέτησε το θέατρο διαφόρων χωρών – και της ΕΣΣΔ, το οποίο θεωρούσε «το καλύτερο όλων των χωρών». Οι προοδευτικές, φιλεργατικές, πρωτοποριακές ρεπερτοριακές επιλογές της Φάλαγκαν και η πρόσληψη πλήθους ανέργων καλλιτεχνών, χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς (πολιτικούς, θρησκευτικούς, φυλετικούς κλπ.), καταγγέλθηκαν και κρίθηκαν ως «ανατρεπτικές» στην «Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών», με πρόεδρο τον γερουσιαστή Μάρτιν Ντιν. Εναν αμόρφωτο, που αγνοώντας πότε έζησαν ο Μάρλοου και ο Σαίξπηρ τους αποκάλεσε «κομμουνιστές», υποπτευόμενος ακόμη ως «κομμουνιστές» και τους αρχαίους Ελληνες ποιητές.
Αφορμή του «χτυπήματος» ήταν το εξής γεγονός: Το 1936, ο 22χρονος πρωταγωνιστής και σκηνοθέτης του «Ομοσπονδιακού Θεάτρου», Ορσον Γουέλς, άρχισε πρόβες για το ανέβασμα, στο «Maxine Elliot Theater», του μουσικού έργου «Cradle will rock», του νέου Εβραίου συνθέτη – λιμπρετίστα, αριστερού και θαυμαστή του μπρεχτικού θεάτρου, Μαρκ Μπλιτζστάιν. Η Επιτροπή θεώρησε το έργο «κατηγορώ» κατά του κεφαλαίου, κάλεσε σε απολογία και απέλυσε την Φάλαγκαν, σταμάτησε τις δοκιμές, έξωσε το θίασο και απαγόρευσε το έργο. Ομως, ο θίασος (ηθοποιοί, σκηνοθέτης, συνθέτης, τεχνικοί σκηνής, κλπ.) «επαναστάτησε». Διακινδυνεύοντας να απολυθούν, διαδηλώνοντας στους δρόμους μαζί με πλήθος λαού, πήγαν σε άλλο θέατρο και παρουσίασαν όσες σκηνές είχαν προβάρει, δίνοντας ένα «μάθημα» αγωνιστικού θάρρους και ήθους».
Πρόκειται για το κεφάλαιο με τον τίτλο «ο πόλεμος της Ισπανίας» από το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Λουίς Μπουνιουέλ «Τελευταία πνοή» (εκδόσεις Θεμέλιο). Μην περιμένει κανείς βέβαια να βρει στα όσα ακολουθούν την Ιστορία του Ισπανικού εμφυλίου πολέμου. Αυτό που μάλλον θα βρει κανείς στις σειρές που ακολουθούν είναι μια ανθολόγηση μερικών περιστατικών, περισσότερο ή λιγότερο σημαντικών, που έζησε ο σπουδαίος σκηνοθέτης του κινηματογράφου, συνοδευόμενη από την προσωπική του προσέγγιση σε αυτά. Όπως και να ‘χει πάντως, τόσο τα περιστατικά όσο και η προσέγγιση διατηρούν κατά τη γνώμη μου το ενδιαφέρον τους για τον σημερινό αναγνώστη. Ίσως βέβαια ο συνδυασμός της χρονικής απόστασης ανάμεσα στην αφήγηση και στα γεγονότα και, ταυτόχρονα, της χρονικής απόστασης ανάμεσα στην αφήγηση και στο σημερινό παρόν, κάνει την νηφαλιότητά της να ξενίζει: Το σημερινό πολιτικό πάθος είναι αντικειμενικά πιο κοντά στην εποχή των γεγονότων παρά στην εποχή κατά την οποία καταγράφονται οι αναμνήσεις. Αλλά ακόμα κι αυτός ο «ξενισμός» θα μπορούσε να αποβεί γόνιμος σαν ένα διάλειμμα «αποστασιοποιημένης» ματιάς – υποτίθεται ότι γενικά η αποστασιοποίηση είναι διαδικασία που μπορεί να αποβεί και διδακτική, και εννοώ εν προκειμένω: διδακτική στην πάλη ενάντια στο φασισμό και το καθεστώς της εκμετάλλευσης. Από την άλλη ενυπάρχει στην αφήγηση και το είδος μιας με διαφορετική έννοια αποστασιοποίησης, της αποστασιοποίησης της προερχόμενης από τη σκοπιά ενός διανοούμενου, όχι όμως του διανοούμενου που θεωρεί τον εαυτό του υπεράνω της κοινωνικής σύγκρουσης και που δήθεν δεν παίρνει θέση σ’ αυτή. Σε κάθε περίπτωση δεν πρόκειται για απόψεις που επιβάλλουν την άκριτη υιοθέτησή τους, αλλά ταυτόχρονα πρόκειται για απόψεις που η εκτίμησή τους, αν δεν την θεωρήσει κανείς χάσιμο χρόνου, προϋποθέτει (και κατά τη γνώμη μου επίσης καλλιεργεί) έναν ορισμένο βαθμό ωριμότητας.
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΑΣ
Το μήνα Ιούλιο τον 1936, ο Φράνκο αποβιβαζόταν επικεφαλής των μαροκινών στρατευμάτων με τη σταθερή απόφαση να τελειώνει με τη Δημοκρατία και να αποκαταστήσει την «τάξη» στην Ισπανία.
Η γυναίκα μου κι ο γιός μου είχαν μόλις επιστρέψει στο Παρίσι, ένα μήνα νωρίτερα. ‘Ήμουν μόνος στη Μαδρίτη. ‘Ένα πρωί, πολύ νωρίς, με ξύπνησε μια έκρηξη, κι αμέσως την ακολούθησαν πολλές άλλες. Ένα αεροπλάνο των δημοκρατικών βομβάρδιζε το στρατώνα της Μοντάνια κι άκουγα και μερικές κανονιές.
Σ’ αυτό το στρατώνα της Μαδρίτης, όπως και σ’ όλους τους στρατώνες της Ισπανίας, τα στρατεύματα βρίσκονταν υπό περιορισμό. Ωστόσο μια ομάδα φαλαγγιτών είχε αναζητήσει εκεί καταφύγιο κι εδώ και μερικές μέρες πυροβολούσαν από το στρατώνα και χτυπούσαν τους περαστικούς. Ομάδες από οπλισμένους εργάτες, υποστηριζόμενες από τις δημοκρατικές φρουρές εφόδου -σύγχρονο σώμα επέμβασης που ιδρύθηκε από τον Αθάνια- επιτέθηκαν στο στρατώνα το πρωί της Ι8ης Ιουλίου. Στις δέκα η ώρα όλα είχαν τελειώσει. Οι στασιαστές αξιωματικοί και τα μέλη της φάλαγγας εκτελέστηκαν όλοι. Άρχιζε ο πόλεμος.
Μου ήταν κάπως δύσκολο να το συνειδητοποιήσω. Από το μπαλκόνι μου, ακούγοντας μακριά τον ήχο των μυδραλλιοβόλων, έβλεπα να περνάει στο δρόμο κάτω από το σπίτι μου ένα κανόνι Σνάϊντερ, που το τραβούσαν δυο τρεις εργάτες και -πράγμα που μου φάνηκε τρομακτικό- δυο τσιγγάνοι και μια τσιγγάνα. Η βίαιη επανάσταση που εδώ και μερικά χρόνια νιώθαμε να πλησιάζει, και που προσωπικά την είχα τόσο ευχηθεί περνούσε κάτω απ’ τα παράθυρά μου, κάτω απ’ τα μάτια μου. Μ’ έβρισκε αποπροσανατολισμένο, χωρίς πίστη.
Δεκαπέντε μέρες αργότερα, ο ιστορικός της τέχνης Ελί Φωρ, που υποστήριζε θερμά τη δημοκρατική υπόθεση, ήρθε να περάσει μερικές μέρες στη Μαδρίτη. Ένα πρωί πήγα να τον επισκεφθώ στο ξενοδοχείο του και σαν vα τον βλέπω ακόμα, στο παράθυρο του δωματίου του, με τα μακριά του σώβρακα πιασμένα στους αστραγάλους, vα κοιτάζει έξω στο δρόμο τις διαδηλώσεις που είχαν γίνει πια καθημερινές. Έκλαιγε από συγκίνηση που έβλεπε το λαό στα όπλα. Μια μέρα είδαμε να παρελαύνουν καμιά εκατοστή χωρικοί, οπλισμένοι όπως όπως, μερικοί με κυνηγετικά τουφέκια και περίστροφα, άλλοι με δρεπάνια καιτσουγκράνες. Σε μια εμφανή προσπάθεια για πειθαρχία, αγωνίζονταν να βαδίσουν με βήμα, σε σειρές ανά τέσσερις. Νομίζω πως τότε κλάψαμε κι οι δυο.
Τίποτε δεν φαινόταν να μπορεί να λυγίσει αυτή τη βαθιά λαϊκή δύναμη. Αλλά πολύ γρήγορα η απίστευτη χαρά, ο επαναστατικός ενθουσιασμός των πρώτων ημερών, έδωσαν τη θέση τους σ’ ένα δυσάρεστο συναίσθημα διχασμού, έλλειψης οργάνωσης και γενικής ανασφάλειας, συναίσθημα που κράτησε περίπου μέχρι το Νοέμβριο του 1936, οπότε μια πραγματική πειθαρχία και μια αποτελεσματική δικαιοσύνη άρχισαν να εγκαθιδρύονται από την πλευρά των δημοκρατικών.
Δεν σκοπεύω να ξαναγράψω με τη σειρά μου την ιστορία του μεγάλου αλληλοσπαραγμού που συγκλόνισε την Ισπανία. Δεν είμαι ιστορικός και δεν είμαι βέβαιος ότι είμαι αμερόληπτος. Δεν θέλω παρά να δοκιμάσω να πω αυτά που είδα, αυτά που θυμάμαι.
Για παράδειγμα, έχω έντονες αναμνήσεις από τους πρώτους μήνες στη Μαδρίτη. Θεωρητικά υπό την εξουσία των δημοκρατικών, η πόλη στέγαζε ακόμη την έδρα της κυβέρνησης, αλλά τα φρανκικά στρατεύματα προέλαυναν ταχύτατα στην Εστρεμαδούρα, χτυπούσαν το Τολέδο ενώ άλλες πόλεις, σ’ ολόκληρη την Ισπανία, έπεφταν στα χέρια των οπαδών τους, όπως για παράδειγμα η Σαλαμάνκα και το Μπούργκος.
Μέσα στην ίδια τη Μαδρίτη φασίστες πυροβολούσαν σννέχεια. Από την άλλη οι παπάδες, οι πλούσιοι γαιοκτήμονες, όλοι όσοι ήσανγνωστοί για τα συντηρητικά τους φρονήματα και για τους οποίους υπήρχαν υπόνοιες ότι υποστήριζαν τους στασιαστές φρανκιστές, διέτρεχαν διαρκώς τον κίνδυνο να εκτελεστούν. Οι αναρχικοί, μόλις άρχισαν οι εχθροπραξίες, ελευθέρωσαν τους ποινικούς κρατούμενους, που κατατάχθηκαν αμέσως στις γραμμές της Εθνικής Συνομοσπονδίας Εργασίας, η οποία βρισκόταν κάτω από την άμεση καθοδήγηση της Αναρχικής Ομοσπονδίας.
Ορισμένα μέλη αυτής της Ομοσπονδίας εκδήλωναν ένα τέτοιο εξτρεμισμό, που και η απλή παρουσία μιας θρησκευτικής εικόνας σ’ ένα δωμάτιο μπορούσε να σε οδηγήσει στην Casa Campo. Η Casa Campo ήταν ένα δημόσιο πάρκο στην είσοδο της Μαδρίτης, όπου γίνονταν οι εκτελέσεις. Όταν συλλάμβαναν κάποιον, του έλεγαν ότι θα τον πήγαιναν «να κάνει ένα περίπατο». Αυτό γινόταν πάντοτε νύχτα.
Ήταν φρόνιμο να προσφωνείς όλο τον κόσμο στον ενικό και να συνοδεύεις όλες σου τις φράσεις μ’ ένα δυναμικό Companeros, αν απευθυνόσουν σε αναρχικούς, ή Camaradas, αν οι συνομιλητές σου ήταν κομμουνιστές. Τα περισσότερα αυτοκίνητα είχαν στερεωμένα στη σκεπή τους ένα δυο στρώματα, για προστασία από τους ελεύθερους σκοπευτές. Ήταν φοβερά επικίνδυνο να βγάλεις το χέρι σου για να δείξεις ότι πρόκειται να στρίψεις, γιατί η χειρονομία μπορούσε να ερμηνευθεί σαν φασιστικός χαιρετισμός και να τραβήξει ένα γερό καταιγισμό από σφαίρες στο πέρασμά σου. Οι senoritos, οι γιοί των καλών οικογενειών ντύνονταν επίτηδες φτωχικά, για να κρύψουν την καταγωγή τους. Φορούσαν παλιά κασκέτα και λέρωναν τα ρούχα τους, για να μοιάζουν όσο μπορούσαν με εργάτες, ενώ απ’ την άλλη οι οδηγίες του κομμουνιστικού κόμματος συνιστούσαν στους εργάτες να φορούν γραβάτα και άσπρο πουκάμισο.
Ο Οντανιόν, ένας πολυ γνωστός σκιτσογράφος, μου είπε μια μέρα ότι συνέλαβαν τον Σαένθ ντε Ερέντια, ένα σκηνοθέτη που είχε δουλέψει για μένα, σκηνοθετώντας το La Hija de Juan Simοn και το Quienquequiereα mi! Ο Σαένθ κοιμόταν σ’ ένα δημόσιο παγκάκι, μη τολμώντας να πάει σπίτι του, γιατί ήταν πρώτος ξάδελφος του Πρίμο ντε Ριβέρα, του ιδρυτή της Φάλαγγας. Ωστόσο, παρά τις προφυλάξεις του, τον συνέλαβε μια ομάδα αριστερών σοσιαλιστών και κινδύνευε από στιγμή σε στιγμή να εκτελεστεί, εξ αιτίας αυτής της μοιραίας συγγένειας.
Έτρεξα αμέσως στο στούντιο Rotpence, που το γνώριζα καλά. ‘Οπως είχε γίνει σε πολλές επιχειρήσεις, έτσι κι εδώ οι εργάτες κι οι υπάλληλοι του στούντιο είχαν σχηματίσει ένα Συμβούλιο του Στούντιοκι εκείνη την ώρα είχαν συνέλευση. Ρώτησα τους εκπροσώπους από τις διάφορες ειδικότητες εργατών ποιά ήταν η συμπεριφορά του Σαέθ ντε Ερέντια, που ήταν πολύ γνωστός σε όλους: «Πολύ καλή! Δεν μπορούμε να τον κατηγορήσουμε για τίποτε». Μου απάντησαν.
Παρακάλεσα τότε μια επιτροπή να με συνοδεύσει ως την οδό Μαρκές ντε Ρισκάλ, όπου ο σκηνοθέτης βρισκόταν υπό επιτήρηση, και να επαναλάβει μπροστά στους σοσιαλιστές αυτά που μόλις μου είχαν πει. Με ακολούθησαν έξι επτά άντρες με τουφέκια, φτάνουμε και βρίσκουμε ένα άντρα να φυλάει σκοπός, με τ’ όπλο του ανέμελα ακουμπισμένο στο πόδι. Κάνοντας τη φωνή μου όσο πιο βραχνή μπορώ, τον ρωτάω πού βρίσκεται ο υπεύθυνος. Εμφανίζεται και διαπιστώνω ότι είναι κάποιος που ‘χω φάει μαζί του το προηγούμενο βράδυ. Είναι ένας μονόφθαλμος αποστρατευμένος υπολοχαγός. Με αvαγνωρίζει.
– Πώς από δω Μπουνιουέλ; Τι τρέχει;
Του είπα τα καθέκαστα. Πρόσθεσα ότι δεν μπορούσαμε να σκοτώνουμε όλο τον κόσμο, ότι βέβαια γνωρίζαμε τους συγγενικούς δεσμούς του Σαένθ με τον Πρίμο ντε Ριβέρα, αλλά πως αυτό δεν μ’ εμπόδιζε να πω ότι ο σκηνοθέτης είχε δείξει πάντοτε άψογη συμπεριφορά. Οι εκπρόσωποι του στούντιο μίλησαν κι αυτοί υπέρ του Σαένθ, που αφέθηκε ελεύθερος.
Πέρασε στη Γαλλία και λίγο καιρό αργότερα προσχώρησε στο κόμμα του Φράνκο. Μετά τον πόλεμο ξανάρχισε το επάγγελμα του κινηματογραφιστή, γύρισε μάλιστα και μια ταινία εις δόξαν του Καουντίλιο, Franco, ese hombre (Φράνκο, αυτός ο άντρας). Μια φορά, στο φεστιβάλ Καννών, στη δεκαετία του ’50, φάγαμε μαζί και μιλήσαμε πολύ για το παρλθόν.
Την ίδια εποχή γνώρισα τον Σαντιάγο Καρίγιο, που τότε ήταν νομίζω γραμματέας της Ενοποιημένης Σοσιαλιστικής Νεολαίας. Λίγο καιρό πριν αρχίσει ο πόλεμος, είχα δώσει δυο τρία περίστροφα που είχα σε κάτι τυπογράφους που δούλευαν κάτω απ’ το σπίτι μου. Τώρα έχοντας μείνει άοπλος σε μια πόλη όπου πυροβολούσαν απ’ όλες τις μεριές, πήγα και βρήκα τον Καρίγιο για να του ζητήσω ένα όπλο. Ανοιξε το συρτάρι του που ήταν άδειο. «Δεν μου ‘χει μείνει κανένα» μου λέει.
Ωστόσο τελικά μου έδωσαν ένα τουφέκι. Μια μέρα, ενώ βρισκόμουν με φίλους στην πλατεία Ανεξαρτησίας, άρχισαν οι tiroteos. Πυροβολούσαν από στέγες, από παράθυρα, από το δρόμο μέσα σε γενική σύγχυση, κι εγώ ήμουν εκεί, πίσω από ένα δέντρο, με το τουφέκι μου άχρηστο μη ξέροντας ποιον να πυροβολήσω. Ποιος ο λόγος λοιπόν να κρατάω τουφέκι; Το επέστρεψα.
Οι πρώτοι τρεις μήνες ήταν οι χειρότεροι. ‘Οπως και σε πολλούς φίλους μου, η φοβερή έλλειψη οποιουδήποτε ελέγχου μου είχε γίνει εφιάλτης. Ενώ μερικές χειρονομίες μου φαίνονταν παράλογες και υπέροχες -όπως εκείνοι οι εργάτες που μια μέρα στριμώχτηχαν σ’ ένα καμιόνι, πήγαν μέχρι το μνημείο της Sacre-Coeur του Ιησού που ήταν στημένο περίπου είκοσι χιλιόμετρα νότια της Μαδρίτης, σχημάτισαν ένα εκτελεστικό απόσπασμα κι εκτέλεσαν με όλους τους τύπους το ψηλό άγαλμα του Χριστού- απεχθανόμουν από την άλλη τις ομαδικές εκτελέσεις, τις λεηλασίες, κι όλες τις ληστρικές πράξεις. Ο λαός ξεσηκωνόταν, έπαιρνε την εξουσία κι αμέσως άρχιζε η διχόνοια κι ο αλληλοσπαραγμός. Αδικαιολόγητα ξεκαθαρίσματα λογαριασμών τους έκαναν να ξεχνούν τον ουσιαστικό πόλεμο, τη στιγμή που μόνον αυτός θα έπρεπε να μετράει.
Κάθε βράδυ πήγαινα στη συνέλευση της Λίγκας των Επαναστατών Συγγραφέων, όπου έβρισκα τους περισσότερους φίλους μου, τον Αλμπέρτι, τον Μπεργκαμίν, το μεγάλο δημοσιογράφο Κόρποτις Βάργκα, τον ποιητή Αλτολαγίρε, που πίστευε στο Θεό. Αυτός ο τελευταίος θα έκανε μερικά χρόνια αργότερα την παραγωγή μιας από τις ταινίες μου στο Μεξικό, του Subida αl cίelo (Η ανύψωση στον ουρανό). Πέθανε στην Ισπανία, σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα.
Ατέλειωτες και συχνά παθιασμένες συζητήσεις μας δίχαζαν πάνω στο ερώτημα: αυθορμητισμός ή οργάνωση; Μέσα μου, όπως πάντα, συγκρούονταν απ’ τη μια η θεωρητική και συναισθηματική μου έλξη για την αταξία, κι απ’ την άλλη η πρωταρχική ανάγκη για τάξη και ειρήνη. Δείπνησα δυο τρεις φορές με τον Μαλρώ. Ζούσαμε μέσα σε μια θανάσιμη πάλη, χτίζοντας θεωρίες.
Ο Φράνκο κέρδιζε ασταμάτητα έδαφος. Αν μερικές πόλεις και χωριά έμεναν πιστά στη Δημοκρατία, άλλα παραδίνονταν αμαχητί στα χέρια του. Παντού η φασιστική καταστολή ερχόταν στυγνή και ανελέητη. Κάθε ύποπτος για φιλελευθερισμό εκτελείτο αμέσως. Κι εμείς, αντί να οργανωθούμε πάση θυσία, όσο το δυνατόν γρηγορότερα, μπροστά σ’ ένα αγώνα που ήταν φανερό ότι θα ήταν αγώνας μέχρι θανάτου, χάναμε τον καιρό μας κι οι αναρχικοί κυνηγούσαν τους παπάδες. Μια μέρα η παραδουλεύτρα μου ήρθε και μου είπε: «Κατεβείτε να δείτε, έχουν σκοτώσει ένα παπά στο δρόμο, εδώ δεξιά». Όσο κι αν ήμουν αντικληρικός ήδη από την εφηβεία μου, δεν ενέκρινα με κανένα τρόπο αυτή τη σφαγή.
Ας μην πιστέψει ωστόσο κανείς ότι οι ιερείς έμειναν αμέτοχοι στη διαμάχη. Όπως όλος ο κόσμος, πήραν κι αυτοί τα όπλα. Μερικοί πυροβολούσαν ψηλά απ’ τα καμπαναριά τους. Είδαν μέχρι και Δομινικανούς να χειρίζονται ένα μυδραλλιοβόλο. Αν μερικοί από τους κληρικούς τάσσονταν με το μέρος των δημοκρατικών, η πλειοψηφία τους ήταν δηλωμένοι φασίστες. Ο πόλεμος ήταν καθολικός. Ήταν αδύνατο, μες στην καρδιά της διαμάχης, να μείνεις ουδέτερος, ν’ ανήκεις σ’ αυτή την tercera Εspana (τρίτη Ισπανία) που μερικοί κρυφά ονειρεύονταν.
Λ. Μπουνιουέλ, Γαλαξίας
Εγώ ο ίδιος, μερικές φορές ένιωθα φόβο. Καθώς έμενα σ‘ ένα αστικό διαμέρισμα, αναρωτιόμουν τι θα γινόταν αν ξαφνικά μέσα στη νύχτα μια ανεξέλεγκτη περίπολος παραβίαζε την πόρτα μου, για να με πάει «να κάνω έvα περίπατο». Πώς θ’ αντιστεκόμουν; Τι θα τους έλεγα; Εννοείται ότι κι από την άλλη πλευρά, την πλευρά των φασιστών, σίγουρα δεν έλειπαν οι ωμότητες. Μάλιστα αν οι δημοκρατικοί περιορίζονταν στο να τουφεκίζουν, οι στασιαστές έδειχναν μερικές φορές μεγάλη εφευρετικότητα σε βασανιστήρια. Για παράδειγμα στη Μπανταχόθ, έριξαν τους κόκκινους σε μια αρένα και τους σκότωσαν με το τελετουργικό της ταυρομαχίας.
Κυκλοφορούσαν χιλιάδες ιστορίες. Θυμάμαι την εξής: Οι καλόγριες ενός μοναστηριού, στη Μαδρίτη ή κάπου στην περιοχή της, πήγαν εν πομπή μέχρι το παρεκκλήσι τους και στάθηκαν μπροστά στο άγαλμα της Παρθένου, που κρατούσε στην αγκαλιά της τον μικρό Ιησού. Μ’ ένα σφυρί κι ένα καλέμι η ηγουμένη απέσπασε το παιδί από την αγκαλιά της μητέρας του και το πήρε μαζί της, λέγοντας στην Παρθένο:
– Θα το πάρεις πίσω όταν θα ‘χουμε κερδίσει τον πόλεμο.
Χωρίς αμφιβολία της το επέστρεψαν.
Μέσα στο δημοκρατικό στρατόπεδο άρχισαν να εμφανίζονται σοβαρά σχίσματα. Οι κομμουνιστές και οι σοσιαλιστές ήθελαν πάνω απ’ όλα να κερδίσουν τον πόλεμο, έβαζαν τα πάντα στην υπηρεσία της νίκης. Αντίθετα οι αναρχικοί, θεωρώντας ότι βρίσκονται σε κατακτημένο έδαφος, οργάνωναν κιόλας την ιδανική τους κοινωνία.
Ο Ζιλ Μπελ, διευθυντής της συνδικαλιστικής εφημερίδας Εl Syndicalista μου έδωσε μια μέρα ραντεβού στο Cafe Castilla και μου είπε:
-Έχουμε ιδρύσει μια αναρχική αποικία στο Τορρελοδόυες. Είκοσι σπίτια είναι ήδη κατειλημμένα. Θα ‘πρεπε να πάρεις ένα.
Έμεινα κατάπληκτος. Πρώτ’ απ’ όλα αυτά τα σπίτια ανήκαν σε ανθρώπους που είχαν διωχθεί, τουφεκιστεί, ή είχαν φύγει να γλυτώσουν. ‘Υστερα το Τορρελοδόυες είναι κτισμένο πάνω στους πρόποδες της σιέρρα Γκονανταρράμα, μόλις μερικά χιλιόμετρα μακριά από τις φασιστικές γραμμές, κι εκεί, σε απόσταση βολής κανονιού, οι αναρχικοί οργάνωναν ήρεμοι την ουτοπία τους.
Μια άλλη μέρα γευμάτιζα σ’ ένα εστιατόριο παρέα με τον μουσικό Ρε Μάχα, έναν από τους διευθυντές της Φιλμσόνο, στην οποία είχα δουλέψει. Ο γιός του εστιάτορα είχε τραυματιστεί σοβαρά πολεμώντας εναντίον των φρανκιστών, στη σιέρρα Γκονανταρράμα. Ξαφνικά μπαίνουν μια ομάδα οπλισμένοι αναρχικοί, πετούν γύρω ένα Salud companeros κι αμέσως ζητούν απ’ τον εστιάτορα να τους δώσει μπουκάλια κρασί. Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω την οργή μου. Τους είπα ότι όφειλαν να είναι στη σιέρρα και να πολεμούν, αντί ν’ αδειάζουν τις κάβες ενός γενναίου ανθρώπου, που ο γιός του χαροπάλευε.
Μ’ άκουσαν χωρίς ν’ αντιδράσουν κι έφυγαν παίρνοντας παρ’ όλα αυτά μαζί τους τα μπουκάλια με το κρασί. Είναι αλήθεια ότι σε αντάλλαγμα έδωσαν κουπόνια, κομματάκια χαρτί με μηδαμινή αξία.
Κάθε βράδυ, ολόκληρες ομάδες αναρχικών κατέβαιναν από τη σιέρρα Γκουανταρράμα, όπου εκτυλισσόταν η μάχη, για να λεηλατήσουν τις κάβες των ξενοδοχείων. Το παράδειγμά τους μας ωθούσε ακόμα περισσότερο να στραφούμε προς τους κομμουνιστές.
Αγόρι με στολή της FAI
Πολύ λίγοι στην αρχή, αλλά κερδίζοντας σε δύναμη βδομάδα με τη βδομάδα, οργανωμένοι και πειθαρχημένοι, οι κομμουνιστές μου φαίνονταν -και μου φαίνονται ακόμη- άμεμπτοι. Έριχναν όλη τους την προσπάθεια στην καθοδήγηση του πολέμου. Είναι λυπηρό που το λέω, αλλά πρέπει: οι αναρχικοί συνδικαλιστές τους μισούσαν περισσότερο ίσως κι από τους φασίστες.
Αυτό το μίσος είχε αρχίσει μερικά χρόνια πριν τον πόλεμο. Το 1935 η F.A.I. (Ιβηρική Αναρχική Ομοσπονδία) εξαπέλυσε μια γενική απεργία στους οικοδόμους. Μια αντιπροσωπεία των κομμουνιστών παρουσιάστηκε στη F.A.I. -γνωρίζω αυτό το επεισόδιο από τον αναρχικό Ραμόν Ασίν, που είχε χρηματοδοτήσει το Γη χωρίς ψωμί, και είπε στους υπεύθυνους της απεργίας:
– Υπάρχουν ανάμεσά σας τρεις καταδότες της αστυνομίας.
Και ανέφεραν τα ονόματα. Αλλά οι αναρχικοί απάντησαν με λύσσα στους εκπροσώπους των κομμουνιστών:
– Ε, και λοιπόν; Το ξέρουμε! Αλλά προτιμάμε τους καταδότες της αστυνομίας από τους κομμουνιστές!
Λ. Μπουνιουέλ, Γη χωρίς ψωμί
Λ. Μπουνιουέλ, Γη χωρίς ψωμί
Παρά τις θεωρητικές μου συμπάθειες για την αναρχία, δεν μπορούσα ν’ ανεχθώ την αυθαίρετη και ανεξέλεγκτη συμπεριφορά τους και το φανατισμό τους. Σε μερικές περιπτώσεις αρκούσε σχεδόν vα έχεις τον τίτλο του μηχανικού ή ένα πανεπιστημιακό δίπλωμα, για να σε οδηγήσουν στην Casa Campo. ‘Οταν, μπρος στην προέλαση των φασιστών, η δημοκρατική κυβέρνηση αποφάσισε να εγκαταλείψει τη Μαδρίτη για να εγκατασταθεί στη Βαρκελώνη, οι αναρχικοί έφτιαξαν ένα οδόφραγμα πάνω στον μοναδικό δρόμο που είχε μείνει ελεύθερος, κοντά στην Κουένκα. Στη Βαρκελώνη μάλιστα -ένα παράδειγμα ανάμεσα στ’ άλλα- εκκαθάρισαν το διευθυντή και τους μηχανικούς ενός εργοστασίου μεταλλουργίας, για ν’ αποδείξουν ότι το εργοστάσιο μπορούσε να λειτουργήσει τέλεια και μόνο με τους εργάτες. Κατασκεύασαν ένα θωρακισμένο καμιόνι και το έδειξαν, με αρκετή υπερηφάνεια, σ’ ένα σοβιετικό σύμβουλο. Αυτός ζήτησε ένα παραμπέλουμ και πυροβόλησε, καταστρέφοντας πολύ εύκολα τη θωράκιση.
Πιστεύεται επίσης -αλλά υπάρχουν κι άλλες εκδοχές- ότι μια μικρή ομάδα αναρχικών ήταν υπεύθυνη για το θάνατο του μεγάλου Ντουρούτι, που σκοτώθηκε από μια σφαίρα καθώς κατέβαινε από ένα αυτοκίνητο, στην οδό ντε λα Πριμθέσα, για να σπεύσει σε βοήθεια της Πανεπιστημιούπολης που ήταν πολιορκημένη. Αυτοί οι αδιάλλαχτοι αναρχικοί -που έδιναν στις κόρες τους τα ονόματα Αναρχία ή Δεκάτη Τετάρτη Σεπτέμβρη– δεν συγχωρούσαν στον Ντουρούτι την πειθαρχία που είχε καταφέρει να επιβάλει στα στρατεύματά του.
Έπρεπε ακόμη να φοβόμαστε τις αυθαίρετες ενέργειες του Ρ.Ο.U.Μ., οργάνωσης θεωρητικά τροτσκιστικής. Το Μάιο του 1937, μέχρι που είδαμε τα μέλη αυτού του κινήματος, μαζί με αναρχικούς της F.A.I. να στήνουν οδοφράγματα στους δρόμους της Βαρκελώνης ενάντια στα δημοκρατικά στρατεύματα, που αναγκάστηκαν να τους χτυπήσουν και να τους εξουδετερώσουν.
Ο φίλος μου ο συγγραφέας Κλαούντιο ντε λα Τόρρε, στον οποίο είχα πριν λίγο καιρό χαρίσει για το γάμο του ένα Μαξ Ερνστ, έμενε σ’ ένα απομονωμένο σπίτι, λίγο έξω από τη Μαδρίτη. Ο παππούς του ήταν μασόνος, ό,τι πιο απαίσιο υπήρχε στη γη για τους φασίστες. Απεχθάνονταν τους μασόνους όσο και τους κομμουνιστές.
Ο Κλαούντιο είχε μια μαγείρισσα, που την είχαν σε μεγάλη υπόληψη γιατί ο αρραβωνιαστικός της πολεμούσε με τους αναρχικούς. Μια μέρα, πήγαινα στο σπίτι του για φαγητό, όταν ξαφνικά, μες στην ερημιά, είδα να ‘ρχεται προς το μέρος μου ένα αυτοκίνητο του P.O.U.M., που το αναγνώρισα αμέσως από τα μεγάλα αρχικά που είχε ζωγραφισμένα πάνω του. ‘Αρχισα ν’ ανησυχώ, γιατί δεν είχα πάνω μου άλλα χαρτιά εκτός από κομμουνιστικά και σοσιαλιστικά, που δεν είχαν καμιά αξία για το P.O.U.M. Αντίθετα, υπήρχε κίνδυνος να μου δημιουργήσουν και προβλήματα. Το αυτοκίνητο σταμάτησε δίπλα μου, ο οδηγός με ρώτησε κάτι -από πού έπρεπε να πάει, νομίζω- κι απομακρύνθηκε. Ανάσανα με ανακούφιση.
Το επαναλαμβάνω, δεν μεταφέρω εδώ παρά την προσωπική μου εμπειρία, μία ανάμεσα σ’ εκατομμύρια, αλλά πιστεύω ότι πρέπει να είναι αντίστοιχη με τις εμπειρίες ενός ορισμένου αριθμού ανθρώπων, που ήταν τοποθετημένοι αριστερά εκείνη την εποχή. Πάνω απ’ όλα κυριαρχούσαν η ανασφάλεια και η συγχυση, που οξύνονταν από τις εσωτερικές μας διαμάχες κι από τις συγκρούσεις ανάμεσα στις διάφορες τάσεις, παρά τη φασιστική απειλή που μας χτυπούσε την πόρτα.
Έβλεπα μπροστά στα μάτια μου να πραγματοποιείται ένα παλιό μου όνειρο και δεν ένιωθα παρά κάποια θλίψη .
Μια μέρα από ένα Δημοκρατικό που κατάφερε να διασχίσει το μέτωπο, μάθαμε το θάνατο του Λόρκα.
Λ ό ρ κ α
Λίγο καιρό πριν το γύρισμα του Ανδαλουσιανού σκύλου, μας χώρισε για κάποιο διάστημα μια επιφανειακή ψυχρότητα: Στη συνέχεια, σαν καχύποπτος Ανδαλουσιανός, πίστευε, ή έκανε πως πιστεύει, ότι η ταινία ήταν εναντίον του. Έλεγε:
– Ο Μπουνιουέλ έκανε μια μικρή ταινία τέτοια (χειρονομία με τα δάχτυλα), ονομάζεται Ανδαλουσιανός σκύλος, κι ο σκύλος είμαι εγώ.
Λ. Μπουνιουέλ, Ο ανδαλουσιανός σκύλος
Λ. Μπουνιουέλ, Ο ανδαλουσιανός σκύλος
Το 1934 είχαμε τελείως συμφιλιωθεί. Παρ’ όλο που κατά τη γνώμη μου πολλές φορές άφηνετον εαυτό του να πνίγεται ανάμεσα στους πολυάριθμούς θαυμαστές του, περνούσαμε πολλές ώρες μαζί. Αρκετά συχνά, μαζί με τον Ουγκάρτε, ανεβαίναμε στη Φορντ μου για να περάσουμε μερικές ήρεμες ώρες στη γοτθική μοναξιά του Ελ Πωλάρ, μέσα στη σιέρρα. Το μοναστήρι ήταν ερειπωμένο, αλλά υπήρχαν έξι ή επτά δωμάτια, πολύ πρόχειρα συγυρισμένα, που τα διατηρούσε η Σχολή Καλών Τεχνών. Μπορούσε να μείνει κανείς εκεί και τη νύχτα, αν είχε μαζί του ένα υπνόσακο. Ο ζωγράφος Πεϊνάντο -που θα τον ξανασυναντούσα τυχαία σ’ αυτό το ίδιο μέρος σαράντα χρόνια αργότερα- επισκεπτόταν συχνά το έρημο παλιό μοναστήρι.
Ήταν δύσκολο vα συζητάμε για ζωγραφική και για ποίηση, ενώ νιώθαμε την καταιγίδα να πλησιάζει. Τέσσερις μέρες πριν από την απόβαση του Φράνκο ο Λόρκα, που δεν μπορούσε να πάρει στα σοβαρά την πολιτική, αποφάσισε ξαφνικά να φύγει για τη Γρανάδα, την πόλη του. Προσπάθησα να τον μεταπείσω, λέγοντάς του:
– Φεντερίκο, ετοιμάζονται φρικτά πράγματα. Μείνε εδώ. Θα είσαι πολύ πιο ασφαλής στη Μαδρίτη.
Κι άλλοι φίλοι τον πίεσαν, αλλά μάταια. Έφυγε, πολύ αναστατωμένος, πολύ τρομοκρατημένος.
Η αναγγελία του θανάτου του ήταν ένα φοβερό χτύπημα για όλους μας.
Απ’ όλα τα ζωντανά πλάσματα που έχω γνωρίσει, ο Φεντερίκο είναι ο πρώτος. Δεν μιλάω ούτε για το θέατρό του, ούτε για την ποίησή του, μιλάω για τον ίδιο. Το αριστούργημα ήταν αυτός ο ίδιος. Μου φαίνεται σχεδόν δύσκολο να φανταστώ κάποιον που να μπορεί να συγκριθεί μαζί του. Είτε καθόταν στο πιάνο για να μιμηθεί τον Σοπέν είτε αυτοσχεδίαζε μια παντομίμα, μια σύντομη θεατρική σκηνή, ήταν ακαταμάχητος. Οτιδήποτε κι αν διάβαζε, η ομορφιά ανάβλυζε από τα χείλη του. Είχε πάθος, χαρά, νιάτα. Ήταν σαν μια φλόγα.
Όταν τον γνώρισα στην Εστία, ήμουν ένας άξεστος επαρχιώτης αθλητής. Με τη δύναμη της φιλίας μας με μεταμόρφωσε, μ’ έκανε να γνωρίσω ένα άλλο κόσμο. Του οφείλω περισσότερα απ’ όσαθαμπορούσα να πω. Το πτώμα του δεν βρέθηκε ποτέ. Διάφοροι μύθοι κυκλοφόρησαν γύρω από το θάνατό του κι ο Νταλί μάλιστα -με αρκετή χυδαιότητα- μίλησε για ομοφυλοφιλικό έγκλημα, πράμα τελείως παράλογο. Στην πραγματικότητα ο Φεντερίκο πέθανε γιατί ήταν ποιητής. Εκείνη την εποχή από την άλλη πλευρά άκουγες να φωνάζουν: «Θάνατος στη διανόηση!»
Στη Γρανάδα κατέφυγε στο σπίτι ενός μέλους της Φάλαγγας, του ποιητή Ροσάλεθ, που η οικογένειά του ήταν φίλη με την οικογένεια του Λόρκα. Πίστευε ότι εκεί θα ήταν ασφαλής. Άντρες (ποιας τάσης; λίγο ενδιαφέρει) με αρχηγό κάποιον Αλόνσο πήγαν και τον συνέλαβαν μια νύχτα και τον φόρτωσαν σ’ ένα καμιόνι, μαζί με μερικούς εργάτες.
Ο Φεντερίκο φοβόταν πολυ το μαρτύριο και τον θάνατο. Μπορώ να φανταστώ τι ένιωσε, μες στη νύχτα, πάνω στο καμιόνι που τον οδηγούσε στον ελαιώνα, όπου θα τον σκότωναν.
Σκέφτομαι συχνά εκείνες τις στιγμές.
***
Στα τέλη του Σεπτέμβρη μου κανόνισαν ένα ραντεβού στη Γενεύη με τον υπουργό εξωτερικών της Δημοκρατίας, Αλβαρέθ ντελ Βάγιο, που ήθελε να με δει. Θα μου έλεγε στη Γενεύη για ποιο θέμα.
Ξεκίνησα μ’ ένατραίνο γεμάτο κόσμο, όπως είναι τα τραίνα σε καιρό πολέμου. Βρέθηκα καθισμένος απέναντι από ένα ταγματάρχη του P.O.U.M., εργάτη που είχε προαχθεί σε ταγματάρχη, ένα τύπο με άγρια γλώσσα, που δεν έπαυε να επαναλαμβάνει ότι η δημοκρατική κυβέρνηση ήταν μια βρώμικη υπόθεση κι ότι έπρεπε πριν απ’ όλα να την καταστρέψουμε. Δεν τον αναφέρω παρά μόνον επειδή αργότεοα, στο Παρίσι, θα τον χρησιμοποιούσα σαν κατάσκοπο.
Στη Βαρκελώνη αλλάζοντας τραίνο συνάντησα τον Χοθέ Μπεργκαμίν και τον Μυνιόθ Σουάι, που πήγαιναν στη Γενεύη με καμιά δεκαριά φοιτητές, για να συμμετάσχουν σε μια πολιτική συγκέντρωση. Με ρώτησαν τι χαρτιά είχα πάνω μου κι όταν τους είπα ο Μυνιόθ Σουάι αναφώνησε:
– Μα αποκλείεται να περάσεις τα σύνορα! Για να περάσεις χρειάζεται η βίζα των αναρχικών!
Φτάνουμε στο Πορτ-Μπου, κατεβαίνω πρώτος από το τραίνο και βλέπω μέσα στο σταθμό που είναι κυκλωμένος από οπλισμένους άντρες, θρονιασμένα σ’ ένα τραπέζι τρία άτομα, σαν τα μέλη ενός μικρού δικαστηρίου. Είναι αναρχικοί. Αρχηγός τους είναι ένας γενειοφόρος Ιταλός.
Μου ζητούν να τους δείξω τα χαρτιά μου και μου λένε.
– Δεν μπορείς να περάσεις μ’ αυτά.
Η Ισπανική γλώσσα είναι σίγουρα η πιο βλάσφημη στον κόσμο. Σε αντίθεση με τις άλλες γλώσσες, όπου οι βρισιές και οι βλαστήμιες είναι εν γένει σύντομες και ξεχωριστές, η ισπανική βλαστήμια μπορεί εύκολα να πάρει τη μορφή μια μικρής διάλεξης, όπου λίαν αξιοπρόσεχτες αισχρολοyίες, που αναφέρονται κυρίως στο Θεό, τον Χριστό, το Άγιο Πνεύμα, την Aγία Παρθένο και τους Αγίους Αποστόλους, χωρίς να ξεχνάμε καιτον Πάπα, μπορούν να διαδέχονται η μια την άλλη και να σχηματίσουν φράσεις σκατολογικές και εντυπωσιακές. Η βλαστήμια είναι μια κατ’ εξοχήν ισπανική τέχνη. Στο Μεξικό για παράδειγμα, παρά την παρουσίατης ισπανικής κουλτούρας εδώ και τέσσερις αιώνες, δεν έχω ακούσει ποτέ μια σωστή βλαστήμια. Στην Ισπανία μια ωραία βλαστήμια μπορεί να πιάσει δυο και τρεις αράδες. Όταν δε το απαιτούν οι περιστάσεις, μπορεί να γίνει μια πραγματική λιτανεία από την ανάποδη.
Μια τέτοια άγρια βλαστήμια άκουσαν ατάραχοι οι τρείς αναρχικοί του Πορτ-Μπου.
Κατόπιν αυτού μου είπαν ότι μπορούσα να περάσω. Προσθέτω, μια και μιλάω για βλαστήμιες, ότι στις παλιές πόλεις της lσπανίας, όπως για παράδειγμα στο Τολέδο, έβλεπε κανείς γραμμένο πάνω από την κύρια πύλη: «Απαγορεύεται η επαιτεία και η βλασφημία», κι αυτό με ποινή προστίμου ή σύντομης κράτησης. Απόδειξη της δύναμης και της συχνότητας των βλάσφημων επιφωνημάτων. Όταν ξαναγύρισα στην Ισπανία το 1960, μου φάνηκε ότι άκουγα λιγότερες βλαστήμιες στους δρόμους. Αλλά ίσως γελιόμουν – δεν άκουγα κιόλας τόσο καλά όσο άλλοτε.
Στη Γενεύη δεν είδα τον υπουργό παρά μόνο για είκοσι λεπτά. Μου ζήτησε να πάω στο Παρίσι, για να τεθώ στη διάθεση του νέου πρέσβη που θα όριζε η Δημοκρατία. Αυτός ο νέος πρέσβης θα ήταν ο Αρακισταίν, ένας αριστερός σοσιαλιστής, γνωστός μου, παλιός δημοσιογράφος και συγγραφέας. Είχε ανάγκη από έμπιστα πρόσωπα.
‘Εφυγα αμέσως για το Παρίσι.
Λ. Μπουνιουέλ
Το Παρίσι στη διάρκεια τον εμφυλίου πολέμου
Θα έμενα εκεί ως το τέλος του πολέμου. Επίσημα, στο γραφείο μου στην οδό ντε λα Πεπινιέρ, είχα αναλάβει να συγκεντρώνω όλες τις ταινίες δημοκρατικής προπαγάνδας που γυρίζονταν στην Ισπανία. Στην πραγματικότητα όμως οι αρμοδιότητές μου ήταν πολύ πιο σύνθετες. Από τη μια ήμουν ένα είδος υπευθύνου του πρωτοκόλλου, επιφορτισμένος να οργανώνω ορισμένα γεύματα στην πρεσβεία, να μη βάζω, ας πούμε τον Αντρέ Ζιντδίπλα στον Αραγκόν. Από την άλλη ασχολιόμουν με τις «πληροφορίες» και την προπαγάνδα.
Σ’ όλη αυτή την περίοδο ταξίδευα πολύ, στην Ελβετία, στην Αμβέρσα, στη Στοκχόλμη, επανειλημμένα στο Λονδίνο, με σκοπόπάντα να εκλιπαρίσω κάθε είδους υποστήριξη για τη δημοκρατική υπόθεση. Επίσης πολλές φορές επέστρεψα με αποστολή στην Ισπανία.
Μετέφερα συνέχεια βαλίτσες γεμάτες χιλιάδες προκηρύξεις, που είχαν τυπωθεί στο Παρίσι. Στην Αμβέρσα οι Βέλγοι κομμουνιστές μας πρόσφεραν ολόψυχα την υποστήριξή τους. Χάρη στη βοήθεια μερικών ναυτικών, οι προκηρύξεις μας ταξίδεψαν μέχρι και πάνω σ’ ένα γερμανικό πλοίο, με προορισμό την Ισπανία.
Σ’ ένα απ’τα ταξίδια μου στο Λονδίνο, ένας βουλευτής των εργατικών και ο ‘Αιβορ Μόνταγκιου, πρόεδρος της Film Society, οργάνωσαν ένα γεύμα στη διάρκεια του οποίου αναγκάστηκα να βγάλω ένα μικρό λόγο στα αγγλικά. Περίπου είκοσι άτομα ήταν παρόντες κι ανάμεσά τους ο Ρόναλντ Πενρόουζ, που είχε παίξει στη Χρυσή εποχή, και ο ηθοποιός Κόνραντ Βάιντ, καθισμένος πλάι μου.
Λ. Μπουνιουέλ, Χρυσή εποχή
Η αποστολή μου στη Στοκχόλμη ήταν τελείως διαφορετική. Η περιοχή του Μπίαριτζ και της Μπαγιόν ήταν γεμάτη από κάθε λογήc φασίστες και ζητούσαμε μυστικούς πράκτορες για να μας δίνουν πληροφορίες. Πήγα στη Στοκχόλμη για να προτείνω το ρόλο του κατασκόπου σε μια πολύ όμορφη Σουηδέζα, την Καρήν, που ήταν μέλος του σουηδικού κομμουνιστικού κόμματος. Η σύζυγος του πρέσβη την γνώριζε και τη συνιστούσε. Η Καρήν δέχτηχε και επιστρέψαμε μαζί, κάνοντας το ταξίδι με πλοίο και τραίνο. Στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού αναγκάστηκα να υπομείνω μια πραγματική πάλη ανάμεσα στην πάντα ζωηρή σεξουαλική μου επιθυμία και στο καθήκον μου. Το καθήκον επικράτησε. Δεν ανταλλάξαμε ούτε καν ένα φιλί κι εγώ υπέφερα σιωπηλά. Η Καρήν έφυγε για τα Κάτω Πυρηναία, απ’ όπου μου έστελνε τακτικά όλες τις πληροφορίες που έπεφταν στην αντίληψή της. Δεν την ξαναείδα ποτέ.
Μια και μιλάω για την Καρήν, προσθέτω ότι ο κομμουνιστής υπεύθυνος της Agitprop, με τον οποίο είχαμε συχνή επαφή, κυρίως για τις αγορές όπλων (και τότε, όπως και σήμερα, ένα πλήθος μικροληστές τριγύριζαν γύρω από τη διακίνηση των όπλων κι έπρεπε διαρκώς να τους προσέχουμε), αυτός λοιπόν ο υπεύθυνος με κατηγόρησε ότι έβαλα μέσα στη Γαλλία μια «τροτσκίστρια». Πράγματι το σουηδικό κομμουνιστικό κόμμα είχε αλλάξει προσανατολισμό μέσα σε ελάχιστο χρόνο, στη διάρκεια μάλιστα του ταξιδιού μου, και δεν ήξερα τίποτε.
Σε αντίθεση με τη γαλλική κυβέρνηση, που αρνήθηκε να διακινδυνεύσει μια παρέμβαση υπέρ της Δημοκρατίας -παρέμβαση που γρήγορα θα είχε αλλάξει την πορεία των πραγμάτων- κι αυτό από καθαρή δειλία, από φόβο απέναντι στους Γάλλους φασίστες κι από τον φόβο διεθνών περιπλοκών, ο γαλλικός λαός και ιδιαίτερα οι εργάτες μέλη της C.G.T, μας έδωσαν σημαντική και ανιδιοτελή βοήθεια. Δεν ήταν σπάνιο, παραδείγματος χάρη, να έρθει να με βρει ένας σιδηροδρομικός ή ένας ταξιτζής, για να μου πει: «Δυο φασίστες έφτασαν χτες το βράδυ με το τραίνο των οχτώ και τέταρτο, είναι έτσι και έτσι, πήγαν στο τάδε ξενοδοχείο». Σημείωνα αυτές τις πληροφορίες και τις μεταβίβαζα στον Αρακισταίν, που υπήρξε σίγουρα ο καλύτερος πρεσβευτής μας στο Παρίσι.
Η άρνηση της Γαλλίας και των άλλων δημοκρατικών δυνάμεων να παρέμβουν, μας έκοψε τα πόδια. Ο Ρούσβελτ, παρ’ όλο που είχε εκδηλωθεί υπέρ της Ισπανικής Δημοκρατίας, υπέκυψε στις πιέσεις των αμερικανών καθολικών και δεν παρενέβαινε, όπως και ο Λεόν Μπλουμ στη Γαλλία. Δεν ελπίσαμε ποτέ σε μια άμεση επέμβαση, αλλά πιστεύαμε ότι η Γαλλία θα επέτρεπε μεταφορές όπλων και «εθελοντικών» αποστολών, όπως έκαναν από την άλλη πλευρά η Γερμανία και η Ιταλία. Η πορεία του πολέμου θα ήταν τελείως διαφορετική.
Πρέπει επίσης να μιλήσω -έστω και σύντομα- για την τύχη που επεφύλαξε η Γαλλία στους πρόσφυγες. Πολλοί, μόλις έφτασαν, απλούστατα μαντρώθηκαν σε στρατόπεδα. Απ’ αυτούς αρκετοί έπεσαν αργότερα στα χέρια των ναζί και χάθηκαν στη Γερμανία, κυρίως στο Μαουτχάουζεν.
Στρατιώτες του Δημοκρατικού Στρατού αφοπλίζονται περνώντας τα σύνορα της Γαλλίας
Ισπανοί πρόσφυγες σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην πόλη Μπράμ της Γαλλίας
Διεθνείς Ταξιαρχίες
Έλληνες αντιφασίστες στον Ισπανικό Εμφύλιο. Κρατούν την εφημεριδα Εμπρός
Γερμανοί εθελοντές της μονάδας “Ερνστ Τέλμαν”
Οργανωμένες από τους κομμουνιστές, εκπαιδευμένες και πειθαρχημένες, οι Διεθνείς Ταξιαρχίες ήταν οι μόνες που μας έδωσαν ταυτόχρονα μια πολύτιμη βοήθεια κι ένα καλό παράδειγμα. Πρέπει επίσης να αποτίσουμε φόρο τιμής στον Μαλρώ, παρ’ όλο που μερικοί από τους αεροπόρους που διάλεξε δεν ήταν παρά μισθοφόροι, και σ’ όλους εκείνους που ήρθαν να πολεμήσουν από δική τους πρωτοβουλία. Υπήρξαν πολυάριθμοι κι απ’ όλες τις χώρες. Στο Παρίσι έδωσα χαρτιά ελευθέρας εισόδου στον Χεμινγουαίη, στον Ντος Πάσσος, στον Γιόρις Ίβενς, που γύρισε ένα ντοκυμανταίρ για τον δημοκρατικό στρατό. Θυμάμαι τον Κορνιλιόν-Μολινιέ, που πολέμησε πολύ γεναία. Τον ξαναείδα αργότερα στη Νέα Υόρκη, μια μέρα πριν αναχωρήσει για να συναντήσει τον Ντε Γκωλ. Δήλωνε απόλυτα σίγουρος για την ήττα των ναζί και με κάλεσε να πάω να τον βρω στο Παρίσι, μετά τον πόλεμο, για να κάνουμε μαζί μια ταινία. Όταν τον συνάντησα για τελευταία φορά, στο φεστιβάλ Καννών, ήταν υπουργός και τα ‘πινε με τον διοικητή των Παραλίων Άλπεων. Σχεδόν ντρεπόμουν που μ’ έβλεπαν παρέα μ’ αυτούς τους επίσημους.
Ο Χέμινγουει, στο μέτωπο της Αραγονίας με στρατιώτες
Διεθνείς Ταξιαρχίες
Ανάμεσα σ’ όλες τις δολοπλοκίες και τις περιπέτειες των οποίων υπήρξα μάρτυρας και μερικές φορές συμμέτοχος, θα προσπαθήσω να διηγηθώ αυτές που μου φαίνονται πιο ενδιαφέρουσες. Οι περισσότερες εκτυλίσσονταν μέσα σε μια ατμόσφαιρα μυστικότητας κι ακόμη και σήμερα μου είναι δύσκολο ν’ αναφέρω ορισμένα ονόματα.
Στη διάρκεια τον πολέμου γυρίζαμε στην Ισπανία ταινίες με τη βοήθεια -μεταξύ άλλων- δυο σοβιετικών οπερατέρ. Αυτές οι προπαγανδιστικές ταινίες θα προβάλλονταν σ’ όλο τον κόσμο καθώς επίσης και στην Ισπανία. Μια μέρα, μη έχοντας καvέvα νέο για το υλικό που είχαμε γυρίσει τους τελευταίους μήνες, έκλεισα ένα ραντεβού με τον αρχηγό της ρωσικής εμπορικής αποστολής. Μ’ άφησε να περιμένω πάνω από μια ώρα. Τελικά με δέχτηκε πολύ ψυχρά, με ρώτησε τ’ όνομά μου και μου είπε:
– Τι δουλειά έχετε στο Παρίσι; Η θέση σας είναι στο μέτωπο, στην Ισπανία!
Του απάντησα ότι δεν είχε κανένα δικαίωμα να κρίνει τη δραστηριότητά μου, ότι εκτελούσα διαταγές κι ότι ήθελα να μάθω τι απέγιναν οι ταινίες που είχαν γυριστεί για λογαριασμό της Ισπανικής Δημοκρατίας.
Μου απάντησε με κάποια υπεκφυγή. Τον παράτησα κι έφυγα.
Αμέσως μόλις γύρισα στο γραφείο μου, έγραψα τέσσερις επιστολές, μια προς την Ουμανιτέ, μια στην Πράβδα, μια άλλη προς τον σοβιετικό πρέσβη και μια τελευταία στον ισπανό υπουργό. Μέσα εκεί κατήγγειλα αυτό που μου φαινόταν να είναι σαμποτάζ μέσα στην ίδια τη σοβιετική εμπορική αποστολή, σαμποτάζ που μου το επιβεβαίωσαν φίλοι κομμουνιστές, γάλλοι, λέγοντάς μου: «Ναι, λίγο πολύ παντού συμβαίνουν τα ίδια». Η Σοβιετική Ένωση είχε εχθρούς, ή εν πάση περιπτώσει αντιπάλους, ανάμεσα στους επίσημους εκπροσώπους της. Εξάλλου, λίγο αργότερα, ο αρχηγός της εμπορικής αποστολής που με είχε υποδεχθεί τόσο άσχημα, ήταν ανάμεσα στα θύματα των μεγάλων εκκαθαρίσεων του Στάλιν.
Οι τρεις βόμβες
Μια από τις πιο περίπλοκες ιστορίες, που ρίχνει ένα ενδιαφέρον φως στη στάση της γαλλικής αστυνομίας (και όλων των αστυνομιών του κόσμου), είναι η ιστορία με τις τρεις βόμβες.
Μια μέρα μπαίνει στο γραφείο μου ένας νεαρός Κολομβιανός, αρκετά όμορφος και πολύ κομψός. Είχε ζητήσει να δει τον στρατιωτικό ακόλουθο, αλλά καθώς δεν είχαμε πια στρατιωτικό ακόλουθο (είχε θεωρηθεί ύποπτος κι είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα), έκριναν καλό να τον στείλουν σε μένα. Μεταφέρει μια μικρή βαλίτσα, την οποία ακουμπάει πάνω σ’ ενα τραπέζι, σ’ ένα μικρό σαλόνι της πρεσβείας, και την ανοίγει. Μέσα βρίσκονται τρεις μικρές βόμβες. Ο Κολομβιανός μου λέει:
– Είναι βόμβες πολύ μεγάλης ισχύος. Μ’ αυτές κάναμε επίθεση κατά του ισπανικού προξενείου στο Περπινιάν, καθώς επίσης κι εκείνη του τραίνου Μπορντώ – Μασσαλία. Έκπληκτος, τον ρωτάω τι θέλει και γιατί μου φέρνει αυτές τις βόμβες. Απαντά πως δεν σκοπεύει να μου κρύψει ότι είναι φασίστας, μέλος της Λεγεώνας του Κόνδωρος (ήμουν σίγουρος) και ότι ενεργεί έτσι από καθαρό μίσος για τον αρχηγό του, που τον αποστρέφεται μέχρι θανάτου. Προσθέτει:
– Αυτό που θέλω πάνω απ’ όλα είναι να τον συλλάβουν. Μη με ρωτάτε γιατί, έτσι. Αν θέλετε να τον γνωρίσετε, ελάτε αύριο στις πέντε στο La Coupole, θα κάθεται δεξιά μου. Στο επανιδείν. Σας αφήνω τις βόμβες.
Μόλις φεύγει ειδοποιώ τον Αρακισταίν, τον πρέσβη, που τηλεφωνεί στον αρχηγό της αστυνομίας. Αμέσως οι βόμβες εξετάζονται από τις γαλλικές υπηρεσίες εκρηκτικών. Ο τρομοκράτης έλεγε αλήθεια: οι βόμβες ήταν μιας ισχύος άγνωστης μέχρι τότε.
Την επομένη, χωρίς να τους πω για ποιο λόγο, ζητάω από τον ίδιο το γιο του πρέσβη κι από μια φίλη ηθοποιό να πάμε να πιούμε κάτι μαζί στο La Coupole. Φτάνοντας διακρίνω αμέσως τον Κολομβιανό, να κάθεται σε ένα υπαίθριο τραπέζι με μια μικρή παρέα. Στα δεξιά του -πρόκειται άρα για τον αρχηγό του- κάθεται ένας άντρας, που κατά φοβερή σύμπτωση τον γνωρίζω. Είναι ένας λατινοαμερικανός ηθοποιός. Η ηθοποιός φίλη μου τον γνωρίζει επίσης και περνώντας του σφίγγουμε το χέρι. Ο καταδότης μου δεν αντιδρά.
Επιστρέφοντας στην πρεσβεία και γνωρίζοντας το όνομα του αρχηγού της τρομοκρατικής ομάδας και το ξενοδοχείο όπου μένει στο Παρίσι, ειδοποιώ τον αρχηγό της αστυνομίας, ένα σοσιαλιστή. Απαντάει ότι θα τον συλλάβει αμέσως. Αλλά τίποτε δεν γίνεται. Λίγο καιρό αργότερα συναντώ τον αρχηγό της τρομοκρατικής ομάδας να κάθεται ήρεμα ήρεμα με τους φίλους του σ’ ένα καφέ στα Ηλίσια Πεδία, το Select. Ο φίλος μου ο Σάνσεθ Βεντούρα μπορεί να μαρτυρήσει ότι εκείνη την ημέρα έκλαψα από οργή. Έλεγα στον εαυτό μου: μα σε τι κόσμο ζούμε: Είναι ένας γνωστός εγκληματίας κι η αστυνομία αρνείται να τον συλλάβει; Γιατί;
Ο καταδότης ξανάρχεται στο γραφείο μου και μου ανακοινώνει:
– Ο αρχηγός μου θα πάει αύριο στην πρεσβεία σας για να ζητήσει μια βίζα για την Ισπανία.
Πληροφορία απόλυτα ακριβής. Ο λατινοαμερικανός ηθοποιός, ο οποίος διέθετε διπλωματικό διαβατήριο, πήγε στην πρεσβεία και πήρε χωρίς δυσκολία τη βίζα του. Πήγαινε στη Μαδρίτη για κάποια αποστολή, ποτέ δεν έμαθα τι ακριβώς. Στα σύνορα τον συνέλαβε η ισπανική δημοκρατική αστυνομία, που την είχαμε ειδοποιήσει, και τον άφησε ελεύθερο σχεδόν αμέσως, μετά από παρέμβαση της κυβέρνησής του. Στη Μαδρίτη έφερε σε πέρας την αποστολή του κι ύστερα επέστρεψε ανενόχλητος στο Παρίσι. ‘Ηταν λοιπόν άτρωτος: Τι είδους κάλυψη μπορούσε vα κολακεύεται ότι έχει; Ήμουν απελπισμένος.
Εκείνο τον καιρό χρειάστηκε να φύγω για την Στοκχόλμη. Στη Σουηδία διάβασα σε μια εφημερίδα ότι ένα εκρηκτικό εκπληκτικής ισχύος είχε καταστρέψει μια μικρή πολυκατοικία κοντά στο Ετονάλ, όπου στεγαζόταν η έδρα κάποιου εργατικού συνδικάτου. Το άρθρο διευκρίνιζε -νομίζω- ότι το εκρηκτικό που χρησιμοποιήθηκε είχε τέτοια ισχύ, που η πολυκατοικία είχε καταρρεύσει και ότι δυο πράκτορες είχαν βρει το θάνατο. Χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, αναγνώριζα πίσω απ’ αυτή την ενέργεια τον ίδιο άνθρωπο.
Και πάλι όμως τίποτε δεν έγινε. Εξακολούθησε τις δραστηριότητές του, προστατευμένος από την αδιαφορία της γαλλικής αστυνομίας, η οποία, όπως πολλές ευρωπαϊκές αστυνομίες, έδειχνε ξεκάθαρα την συμπάθειά της στα ισχυρά καθεστώτα.
Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, σαν να ήταν το φυσικότερο πράγμα του κόσμου, ο λατινοαμερικανός ηθοποιός, μέλος της πέμπτης φάλαγγας, παρασημοφορήθηκε από τον Φράνκο.
Την ίδια εποχή δέχτηκα μια βίαιη επίθεση από τη γαλλική δεξιά. Η Χρυσή εποχή δεν είχε ξεχαστεί. Μιλούσαν για τα ιερόσυλα αισθήματά μου, για το «πρωκτικό μου σύμπλεγμα» και η εφημερίδα Gringoire (ή ο Candide;) σ’ ένασημείωμα της σύνταξης που έπιανε όλο το κάτω μέρος μιας σελίδας, θυμήθηκε ότι είχα έρθει στο Παρίσι μερικά χρόνια πριν, για να προσπαθήσω να «διαφθείρω τη γαλλική νεολαία».
Εξακολουθούσα να βλέπω τους σουρεαλιστές φίλους μου. Ο Μπρετόν μου τηλεφώνησε μια μέρα στην πρεσβεία και μου είπε:
– Αγαπητέ μου φίλε, κυκλοφορεί ένας αρκετά δυσάρεστος ψίθυρος ότι οι ισπανοί δημοκρατικοί τουφέκισαν τον Περέ, επειδή είναι μέλος του P.O.U.M.
Το P.O.U.M., θεωρητικά τροτσκιστικών τάσεων, είχε κερδίσει ορισμένες συμπάθειες ανάμεσα στους σουρεαλιστές. Ο Μπενζαμέν Περέ είχε πράγματι φύγει για τη Βαρκελώνη, όπου τον έβλεπαν κάθεμέραστην πλατεία Catalυna, περιτριγυρισμένο από ανθρώπους του P.O.U.M. Μετά από παράκλησητουΜπρετόν, προσπάθησα να πάρω πληροφορίες. Έμαθα ότι είχε πάει στο μέτωπο της Αραγώνας, στην Ουέσκα, κι ακόμη ότι κριτίκαρε τόσο έντονα και τόσο ανοιχτά την συμπεριφορά των μελών του P.O.U.M., ώστε ορισμένοι ανάμεσά τους είχαν απειλήσει να τον τουφεκίσουν. Μπόρεσα να εγγυηθώ στον Μπρετόν ότι ο Περέ δεν είχε εκτελεστεί από τους δημοκρατικούς. Και πράγματι, ξαναγύρισε στη Γαλλία.
Γευμάτιζα που και που με τον Νταλί στην Rσtisserie Perίgourdine, στην πλατείαΣαιν-Μισέλ. Μια μέρα μου μίλησε για μια περίεργη προσφορά.
-Θέλω να σου γνωρίσω ένα βαθύπλουτο Εγγλέζο, θερμό υποστηρικτή της Ισπανικής Δημοκρατίας, ο οποίος ήθελε να σας προσφέρει ένα βομβαρδιστικό.
Δέχτηκα να συναντήσω αυτό τον Εyγλέζο, που ήταν ο Έντουαρντ Τζαίημς, μεγάλος φίλος της Λεονόρας Κάρριγκτον. Είχε μόλις αγοράσει όλη την παραγωγή του Νταλί για το 1938 και μου είπε ότι κρατούσε πράγματι στη διάθεσή μας, σ’ ένα τσεχοσλοβακικό αεροδρόμιο, ένα υπερσύγχρονο βομβαρδιστικό αεροπλάνο. Γνωρίζοντας ότι η Δημοκρατία είχε φοβερή έλλειψη από αεροπλάνα, μας το παραχωρούσε, με αντάλλαγμα μερικά απότααριστουργήματα του Μουσείου του Πράντο, με τα οποία σκόπευε να οργανώσει μια έκθεση στο Παρίσι και σε άλλες πόλεις. Οι πίνακες θα βρίσκονταν κάτω από την εγγύηση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. ‘Οταν θα τέλειωνε ο πόλεμος, υπήρχαν δυο πιθανότητες: αν τον κέρδιζαν οι δημοκρατικοί, οι πίνακες θα επέστρεφαν στο Πράντο. Στην αντίθετη περίπτωση θα παρέμεναν ιδιοκτησία της Δημοκρατίας στο εξωτερικό.
Μετέφερα αυτή την πρωτότυπη πρόταση στον Αλβαρέθντελ Βάγιο, τον υπουργό μας των Εξωτερικών. Ομολόγησε ότι το βομβαρδιστικό θα ήταν μεγάλη χαράγι’ αυτόν, αλλά ότι για τίποτε στον κόσμο δεν θα επέτρεπε να φύγουν οι πίνακες του Πράντο. «Τι θα έλεγαν για μας; Τι θα έγραφε ο τύπος; ‘Οτι ξεπουλάμε την εθνική μας κληρονομιά για να προμηθευτούμε όπλα; Ας μη μιλάμε άλλο γι’ αυτό».
Η υπόθεση δεν συμφωνήθηκε.
Ο ‘Εντουαρντ Τζαίημς ζει ακόμη. Είναι ιδιοκτήτης πύργων σε διάφορα μέρη του κόσμου κι είχε μάλιστα κι ένα ράντζο στο Μεξικό.
Η γραμματέας μου, στην οδό ντε λα Πεπινιέρ, ήταν κόρη του οικονομικού υπεύθυνου του γαλλικού κομμουνιστικού κόμματος. Αυτός στα νιάτα του ανήκε στη συμμορία του Μποννό κι η γραμματέας μου θυμόταν τους περιπάτους που έκανε, πολύ μικρή, στην αγκαλιά του Ραιημόν-λα-Σιανς. (‘Εχω γνωρίσει προσωπικά δυο παλιούς της συμμορίας του Μποννό, τον Ριρέτ Μαιτρζάν κι εκείνον που στα νούμερά του στα καμπαρέ χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο «αθώος δεσμώτης»).
Μια μέραπαίρνουμε μια κοινοποίηση του Χουάν Νεγκρίν, πρωθυπουργού της Δημοκρατίας, όπου δηλώνει ότι ενδιαφέρεται πολύ για ένα φορτίο ποτάσας, που πρόκειται να αναχωρήσει από την Ιταλία με προορισμό ένα ισπανικό φασιστικό λιμάνι. Ο Νεγκρίν μας ζητάει πληροφορίες.
Μιλώ σχετικά στη γραμματέα μου, που τηλεφωνεί στον πατέρα της. Δυο μέρες αργότερα αυτός παρουσιάζεται στο γραφείο μου και μου λέει: «Πάμενα κάνουμε μια βόλτα στα περίχωρα. Θέλω να σας γνωρίσω κάποιον». Φεύγουμε μ’ ένα αυτοκίνητο, σταματάμε σ’ ένα καφέ, περί τα σαρανταπέντε λεπτά έξω από το Παρίσι (έχω ξεχάσει την ακριβή τοποθεσία) και μου παρουσιάζει ένα Αμερικανό γυρω στα τριανταπέντε με σαράντα, σοβαρό και κομψό, που μιλάει τα γαλλικά με μια έντονη προφορά. Ο Αμερικανός μου λέει:
-‘Εμαθα ότι σας ενδιαφέρει κάποιο φορτίο ποτάσας.
– Πράγματι.
– Ε, λοιπόν, νομίζω ότι μπορώ να σας δώσω πληροφορίες γι’ αυτό το πλοίο.
Mου είπε ό,τι ήξερε για το φορτίο και yια το δρομολόγιο, πληροφορίες απόλυτα ακριβείς, που κοινοποιήθηκαν στο Νεγκρίν.
Θα τον ξανασυναντούσα μερικά χρόνια αργότερα, στη Νέα Υόρκη, σ’ ένα μεγάλο κοκταίηλ στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης. Τον αναγνώρισα, με αναγνώρισε, χωρίς όμως ν’ αφήσουμε να φανεί τίποτε.
Αργότερα, μετά το τέλος του πολέμου, τον συνάντησα ακόμη μια φορά, με τη γυναίκα του, στο La Coupole. Αυτή τη φορά μιλήσαμε. Αν και Αμερικανός, διηύθυνε πριν τον πόλεμο ένα εργοστάσιο στα περίχωρα του Παρισιού. Υποστήριζε την Ισπανική Δημοκρατία κι έτσι τον γνώριζε ο πατέρας της γραμματέως μου.
‘Εμενα στο Μεντόν. Γυρίζοντας σπίτι μου το βράδυ, πολλές φορές σταματούσα το αυτοκίνητο, με το χέρι στο περίστροφο, για να κοιτάξω πίσω μου και να βεβαιωθώ ότι δεν με παρακολουθεί κανείς. Ζούσαμε περιτριγυρισμένοι από μυστικά, μηχανορραφίες, μυστηριώδεις επιρροές. Παρακολουθώντας ώρα με την ώρα την εξέλιξη του πολέμου και καταλαβαίνοντας ότι οι μεγάλες δυνάμεις, με εξαίρεση την Ιταλία και τη Γερμανία, θα προτιμούσαν να απόσχουν μέχρι το τέλος, βλέπαμε να χάνεται κάθε ελπίδα.
Δεν πρέπει να εκπλήσσεται κανείς που οι ισπανοί δημοκρατικοί είδαν, όπως κι εγώ, μάλλον ευνοϊκά το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο. Νιώθαμε τόσο απογοητευμένοι από τη στάση των δυτικών δημοκρατιών, που εξακολουθούσαν να αντιμετωπίζουν με περιφρόνηση την Σοβιετική Ένωση, αρνούμενες οποιαδήποτε αποτελεσματική επαφή μαζί της, ώστε είδαμε στη χειρονομία του Στάλιν ένα τρόπο να κερδίσει χρόνο, να πολλαπλασιάσει τις δυνάμεις του, που αργά ή γρήγορα θα ρίχνονταν στη μεγάλη μάχη.
Το γαλλικό κομμουνιστικό κόμμα, στη μεγάλη του πλειοψηφία, επιδοκίμαζε επίσης αυτό το σύμφωνο. Ο Αραγκόν το είπε καθαρά και ξάστερα. Ένας από τους ελάχιστους που διαφωνούσαν -στο εσωτερικό του κόμματος- ήταν ο Πωλ Νιζάν, λαμπρός μαρξιστής διανοούμενος, που με κάλεσε στο γάμο του (μάρτυρας ήταν ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ). Αλλά όλοι αισθανόμαστε, όποια κι αν ήταν η γνώμη μας, ότι αυτό το σύμφωνο δεν θα διαρκούσε, ότι θα έσπαγε, όπως όλα τα υπόλοιπα.
Διατήρησα τη συμπάθειά μου προς το κομμουνιστικό κόμμα, μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ΄50. Ύστερα άρχισα να απομακρύνομαι όλο και περισσότερο. Ο φανατισμός με απωθεί, όπου κι αν τον συναντήσω. Όλες οι θρησκείες έχουν βρει την αλήθεια. Το ίδιο κι ο μαρξισμός. Για παράδειγμα, στη δεκαετία του ‘ 30, οι δογματικοί μαρξιστές δεν ανέχονταν να τους μιλάς για το υποσυνείδητο, για τις βαθύτερες ψυχολογικές τάσεις του ατόμου. Τα πάντα έπρεπε να υπακούουν στους κοινωνικοοικονομικούς μηχανισμούς, πράγμα που μου φαινόταν παράλογο. Ξεχνούσαν το άλλο μισό του ανθρώπου. Τελειώνω μ’ αυτή την παρένθεση. Η παρένθεση είναι ο φυσικός μου τρόπος vα αφηγούμαι, κάπως όπως στο περιπετειώδες ισπανικό μυθιστόρημα. Ωστόσο με την ηλικία, καθώς αναπόφευκτα εξασθενίζει η μνήμη των πρόσφατων γεγονότων, πρέπει να προσέχω. Αρχίζω μια ιστορία, την αφήνω αμέσως για να κάνω μια παρένθεση που μου φαίνεται πολύ ελκυστική, κι ύστερα ξεχνάω από που ξεκίνησα και χάνομαι. Διαρκώς ρωτάω τους φίλους μου: «Γιατί σας το διηγούμαι αυτό;»
Dolores Ibarruri (La Pasionaria)
Είχα στη διάθεσή μου ορισμένα μυστικά κονδύλια, που τα χρησιμοποιούσα χωρίς αποδείξεις. Καμιά από τις αποστολές μου δεν έμοιαζε με την προηγούμενη. Μια φορά μάλιστα, με δική μου πρωτοβουλία, έκανα τον σωματοφύλακα του Νεγκρίν. Μαζί με τον σοσιαλιστή ζωγράφο Κυιντίγια, οπλισμένοι κι οι δυο, παρακολουθούσαμε τον Νεγκρίν, στο σταθμό του Ορσαί, χωρίς ούτε στιγμή να το υποψιαστεί.
Κατ’ επανάληψη πέρασα στην Ισπανία μεταφέροντας έγyραφα. Μ’ αυτή την ευκαιρία πήρα εξάλλου για πρώτη φορά στη ζωή μου αεροπλάνο, συνοδευόμενος από τον Χουανίτο Νεγκρίν, το γιο του πρωθυπουργού. Δεν προλάβαμε να περάσουμε τα Πυρηναία και μας έστειλαν σήμα ότι πλησιάζει ένα φασιστικό καταδιωκτικό, προερχόμενο από τη Μαγιόρκα. Αλλά το καταδιωκτικό έκανε στροφή, μεταπεισμένο ίσως από την αντιαεροπορική άμυνα της Βαρκελώνης.
Σ’ ένα από αυτά τα ταξίδια, στη Βαλένθια, αμέσως μόλις φτάνω, πηγαίνω να δω τον αρχηγό της Αγκίτ-Προπ και του λέω ότι βρίσκομαι σε αποστολή κι ότι θα ήθελα να του δείξω τα έγγραφα που φέρνω από το Παρίσι και που θα μπορούσαν να τον ενδιαφέρουν. Το επόμενο πρωί, στις εννέα, με βάζει σ’ ένα αυτοκίνητο και με πηγαίνει σε μια βίλα, δέκα χιλιόμετρα έξω από τη Βαλένθια. Εκεί με παρουσιάζει σ’ ένα Ρώσο, ο οποίος εξετάζει τα έγγραφά μου και λέει ότι τα γνωρίζει πολύ καλά. Έτσι είχαμε πολλά σημεία επαφής. Υποθέτω ότι το ίδιο συνέβαινε κι ανάμεσα στους φασίστες και τους Γερμανούς. Οι μυστικές υπηρεσίες επίσης διδάσκονταν μεθόδους κι από τη μια κι από την άλλη πλευρά.
Όταν μια δημοκρατική ταξιαρχία βρέθηκε πολιορκημένη από την άλλη μεριά του Γκαβάρνι, οι γάλλοι φίλοι τους περνούσαν όπλα από το βουνό. Μια φορά, καθώς πήγαινα εκεί μαζί με τον Ουγκάρτε, ένα πολυτελές αυτοκίνητο που έμοιαζε ακυβέρνητο μες στο δρόμο (ο οδηγός είχε αποκοιμηθεί) χτύπησε το δικό μας. Ο Ουγκάρτε έπαθεκλονισμό κι αναγκαστήκαμε να περιμένουμε τρεις μέρες πριν ξαναξεκινήσουμε.
Σ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου οι λαθρέμποροι των Πυρηναίων μπήκαν σε σκληρή δοκιμασία. Περνούσαν άντρες και προπαγανδιστικό υλικό. Στην περιοχή του Σαιν-Ζαν-ντε-Λιζ, ένας ενωμοτάρχης της γαλλικής χωροφυλακής, που το όνομά του δυστυχώς μου διαφεύγει, άφηνε τους λαθρέμπορους να κυκλοφορούν ελεύθερα, αν μετέφεραν δημοκρατικές προκηρύξεις από την άλλη μεριά των συνόρων. Για να του εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου -αλλά θα ευχόμουν αυτό ναείχε γίνει πιο επίσημα- του έκανα δώρο ένα υπέροχο ξίφος, που το αγόρασα εγώ ο ίδιος, με δικά μου χρήματα, κοντά στην Place de la Republique και του το απένειμα «για τις υπηρεσίες που προσέφερε στην Ισπανική Δημοκρατία».
Μια τελευταία ιστορία, η ιστορία του Γκαρθία, θα δείξει την περιπλοκότητα των σχέσεων που είχαμε μερικές φορές με τους φασίστες.
Ο Γκαρθία δεν ήταν παρά ένας ληστής, ένας κοινός παλιάνθρωπος, που διακήρυττε πως είναι σοσιαλιστής. Στους πρώτους μήνες του πολέμου, στη Μαδρίτη, με μια μικρή ομάδα δολοφόνων, είχε ιδρύσει την απαίσια brigada del amanecer, «ταξιαρχία της αυγής». Ξημερώματα έμπαιναν δια της βίας σε κάποιο αστικό σπίτι, έπαιρναν τους άντρες «για περίπατο», βίαζαν τις γυναίκες κι έκλεβαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους.
Ήμουν στο Παρίσι, όταν ένας γάλλος συνδικαλιστής, που δούλευε νομίζω σ’ ένα ξενοδοχείο, ήρθε και μας είπε ότι κάποιος Ισπανός ετοιμαζόταν να πάρει ένα πλοίο για τη Νότια Αμερική, μεταφέροντας μαζί του μια βαλίτσα γεμάτη κλεμμένα κοσμήματα. Ήταν ο Γκαρθία, που έχοντας κάνει περιουσία, είχε εγκαταλείψει την Ισπανία και ταξίδευε με ψεύτικο όνομα.
Ο Γκαρθία, που οι φασίστες τον καταζητούσαν με μανία, ήταν μια ντροπή για τη Δημοκρατία. Κοινοποίησα στον πρέσβη την αναφορά του συνδικαλιστή. Το πλοίο θα έπιανε σκάλα στη Σάντα-Κρουζ της Τενερίφης, που την κατείχαν οι Φρανκιστές. Ο πρέσβης δεν δίστασε να τους ειδοποιήσει, μέσω κάποιας ουδέτερης πρεσβείας. Μόλις έφτασε στη Σάντα-Κρουζ, ο Γκαρθία αναγνωρίστηκε, συνελήφθη και απαγχονίστηκε.
Το Σύμφωνο της Καλάντα
Όταν άρχισαν οι φασαρίες, η Πολιτοφυλακή πήρε διαταγή να εγκαταλείψει την Καλάντα, για να συγκεντρωθεί στη Σαραγόσα. Πριν την αποχώρησή τους οι αξιωματικοί ανέθεσαν την εξουσία, και τη φροντίδα για τη διατήρηση της τάξης στην πόλη, σ’ ένα είδος συμβουλίου, που το αποτελούσαν ουσιαστικά προύχοντες.
Η πρώτη τους φροντίδα ήταν να συλλάβουν και vα φυλακίσουν μερικούς πασίγνωστους ακτιβιστές, ανάμεσά τους ένα πολύ γνωστό αναρχικό, μερικούς σοσιαλιστές χωρικούς και τον μοναδικό κομμουνιστή που ξέραμε στην Καλάντα.
Όταν, στις αρχές του πολέμου, τα αναρχικά στρατεύματα κατέφθασαν από τη Βαρκελώνη και απείλησαν την Καλάντα, οι προεστοί πήγαν στη φυλακή και είπαν στους κρατούμενους:
– Είμαστε σε πόλεμο και δεν ξέρουμε ποιος θα είναι ο νικητής. Γι’ αυτό σας προτείνουμε ένα σύμφωνο. Θα σας ελευθερώσουμε και θα δεσμευτούμε, και οι μεν και οι δε, όλοι οι κάτοικοι της Καλάντα, όποια κι αν είναι η έκβαση του πολέμου, να μην εξασκήσουμε κανενός είδους βία.
Οι φυλακισμένοι αμέσως συμφώνησαν. Τους απελευθέρωσαν. Μερικές μέρες αργότερα, όταν οι αναρχικοί μπήκαν στην πόλη, το πρώτο που έκαναν ήταν να τουφεκίσουν ογδονταδύο άτομα. Ανάμεσα στα θύματα ήσαν εννέα Δομινικανοί, οι περισσότεροι από τους προύχοντες (μου έδειξαν αργότερα τον κατάλογο με τα ονόματα) γιατροί, γαιοκτήμονες ακόμη και μερικοί κάτοικοι μάλλον φτωχοί, που το μόνο τους έγκλημα ήταν ότι έδειξαν την ευσέβειά τους.
Το σύμφωνο θέλησε να κρατήσει την Καλάντα μακρυά από την βίαιη πορεία του κόσμου, να την απομονώσει σ’ ένα είδος τοπικής ειρήνης, έξω από κάθε σύγκρουση. Αυτό ήταν πια αδύνατο. Είναι ψευδαίσθηση να πιστεύει κανείς ότι μπορεί να ξεφύγει από την ιστορία, από την εποχή του.
Στην Καλάντα τοποθετείται κι ένα γεγονός αρκετά ασυνήθιστο, νομίζω (δεν ξέρω αν συνέβη καισε άλλα χωριά). Εννοώ την διακήρυξη του ελεύθερου έρωτα. Μια ωραία ημέρα, κατόπιν διαταγής των αναρχικών, ο δημόσιος κήρυκας προχώρησε στην κεντρική πλατεία, φύσηξε την μικρή του τρομπέτα και διακήρυξε:
– Κομπανιέρος, από σήμερα στην Καλάντα θεσπίζεται ο ελεύθερος έρωτας.
Δεν πιστεύω ότι αυτή η διακήρυξη, που μπορεί κανείς να φανταστεί με τι κατάπληξη έγινε δεκτή, είχε αξιόλογες συνέπειες. Μερικές γυναίκες δέχτηκαν επιθέσεις στους δρόμους, πιέστηκαν να υποκύψουν στον ελεύθερο έρωτα (που άλλωστε κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν) και, μετά την επίμονη άρνησή τους, αφέθηκαν ελεύθερες. Αλλά τα πνεύματα παρέμεναν οξυμένα. Το να περάσεις από την άρρηκτη αυστηρότητα του καθολικισμού στον ελεύθερο έρωτα των αναρχικών, δεν ήταν και μικρή υπόθεση. Για να ξαναβάλει τα πράγματα σε κάποια τάξη, ο φίλος μου ο Μαντεκόν, κυβερνήτης της Αραγώνας, δέχτηκε μια μέρα να αυτοσχεδιάσει ένα λόγο από το μπαλκόνι του σπιτιού μας. Διακήρυξε μεγαλόφωνα ότι ο ελεύθερος έρωτας του φαινόταν ένας παραλογισμός κι ότι είχαμε κι άλλαπράγματα να κάνουμε, και προπαντός τον πόλεμο.
Δεν χρειάζεται να πω ότι όταν τα φασιστικά στρατεύματα πλησίασαν με τη σειρά τους την Καλάντα, όσοι συμπαθούντες των δημοκρατικών υπήρχαν στην πόλη, το είχαν σκάσει. Αυτοί που έμειναν και υποδέχτηκαν τους φασίστες, δεν είχαν κανένα λόγο να ανησυχούν. Ωστόσο, αν πιστέψω ένα Λαζαριστή ιερέα, που ήρθε να με δει στη Νέα Υόρκη λίγο καιρό αργότερα, καμιά εκατοστή άτομα (σε πέντε χιλιάδες κατοίκους, αλλά πολλοί είχαν φύγει), όλοι «αθώοι» από την φρανκική σκοπιά, πέρασαν από το απόσπασμα, τόσο άγρια ήταν η μανία τους να ξεριζώσουν οριστικά τη δημοκρατική γάγγραινα.
Στη Σαραγόσα συνέλαβαν την αδελφή μου Κοντσίτα. Δημοκρατικά αεροπλάνα είχαν βομβαρδίσει την πόλη (μια βόμβα μάλιστα διέσχισε τη στέγη της βασιλικής χωρίς να εκραγεί, πράγμα που έκανε τον κόσμο να μιλάει για θαύμα) κι ο σύζυγος της αδελφής μου, αξιωματικός, κατηγορήθηκε για ανάμειξη σ’ αυτή την υπόθεση. Όμως, εκείνο τον καιρό, ήταν φυλακισμένος από τους δημοκρατικους. Η αδελφή μου αφέθηκε ελεύθερη, αλλά πέρασε πολύ κοντά από το απόσπασμα.
Ο Λαζαριστής ιερέας που μου έφερε στη Νέα Υόρκη, τυλιγμένο σε ρολό, το πορτραίτο που μου είχε κάνει ο Νταλί στη Φοιτητική Εστία (έναςΠικάσσο, ένας Τανγκύ, ένας Μιρό είχαν οριστικά χαθεί, αλλά δεν μ’ ένοιαζε), μου διηγήθηκε την ιστορία της Καλάντα στη διάρκεια του πολέμου, κι ύστερα μου είπε, αρκετά απλοϊκά:
– Προς Θεού, μην πάτε εκεί!
Δεν είχα καμιά επιθυμία να πάω, αυτό εννοείται. Θα περνούσαν πολλά χρόνια, προτού μπορέσω να ξαναγυρίσω στην Ισπανία.
Το πορτραίτο του Μπουνιουέλ από τον Νταλί
Το 1936 ο ισπανικός λαός πήρε τον λόγο για πρώτη φορά στην ιστορία του. Ενστικτωδώς στράφηκε πρώτα ενάντια στην εκκλησία και τους γαιοκτήμονες, με τους οποίους τον χώριζε μια πολύ παλιά αντίθεση. Καίγοντας τις εκκλησίες και τα μοναστήρια, σφάζοντας τους ιερείς, ο λαός έδειχνε ξεκάθαρα τον προγονικό του εχθρό.
Από την άλλη πλευρά, την πλευρά των φασιστών, τα εγκλήματα διαπράττονταν από τους πιο πλούσιους και τους πιο καλλιεργημένους Ισπανούς. Στην πλειοψηφία τους διαπράττονταν -το παράδειγμα της Καλάντα ισχύει για όλη την Ισπανία- χωρίς πραγματική αναγκαιότητα, με μια θανάσιμη ψυχρότητα.
Λ. Μπουνιουέλ, Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας
Αυτό μου επιτρέπει να λέω σήμερα, με μια σχετική ηρεμία, ότι ο λαός είναι κατάβάθος πιο γενναιόδωρος. Οι λόγοι που είχε για να επαναστατήσει ήταν σε όλους γνωστοί. Αν τους πρώτους μήνες του πολέμου ορισμένες υπερβολές από το μέρος των δημοκρατικών μου είχαν προκαλέσειφρίκη (δεν προσπάθησα να τις κρύψω), αρκετά γρήγορα, από τον Νοέμβριο του 1936, μια νόμιμη τάξη εγκαθιδρύθηκε και οι μαζικές εκτελέσεις σταμάτησαν. Εξάλλου, πολεμούσαμε ενάντια σε στασιαστές.
Σ’ όλη μου τη ζωή μου έκανε μεγάλη εντύπωση η περίφημη φωτογραφία, όπου μπροστά στον ‘Αγιο Ιάκωβο της Κομποστέλλας, βλέπει κανείς αξιωματούχους της εκκλησίας, με τα επίσημα άμφιά τους, να κάνουν τον φασιστικό χαιρετισμό δίπλα σε μερικούς αξιωματικούς. Ο Θεός και η πατρίδα στέκονται πλάι πλάι. Δεν μας έφεραν παρά την καταπίεση και το αίμα.
Λ. Μπουνιουέλ, Los olvidados
Λ. Μπουνουέλ, Los olvidados – Οι ξεχασμένοι
Δεν υπήρξα ποτέ φανατικός εχθρός του Φράνκο. Δεν ήταν για μένα η προσωποποίηση του διαβόλου. Είμαι μάλιστα έτοιμος να πιστέψω ότι βοήθησε στο ν’ αποφύγει η ήδη αφαιμαγμένη lσπανία την εισβολή των Ναζί. Ακόμη και σε ό,τι τον αφορά προσωπικά, αφήνω περιθώρια για ορισμένες αμφιβολίες.
Αυτό που λέω τώρα στον εαυτό μου, νανουρισμένος από τις ονειροπολήσεις του άκακου μηδενισμού μου, είναι ότι ο μεγαλύτερος πλούτος και η πιο ανεπτυγμένη κουλτούρα, που υπήρχαν από την άλλη πλευρά, την πλευρά των φασιστών, θα ‘πρεπε να είχαν περιορίσει τη φρίκη. Τίποτε τέτοιο δεν έγινε, το αντίθετο μάλιστα. Γι’ αυτό, μόνος μπροστά στο ντράι-μαρτίνι μου, αμφιβάλλω για τις ευεργεσίες του πλούτου και της μόρφωσης.
Το σύνολο σχεδόν των φωτογραφιών από τον Ισπανικό εμφύλιο προέρχονται από τον Παραλληλογράφο. Η φωτογραφία με τους Έλληνες εθελοντές προέρχεται από τον Κόκκινο Φάκελο. Ακόμα μια ανάρτηση σχετική με τον Ισπανικό εμφύλιο εδώ.
Λέγαμε εδώ ότι στις “σελίδες” του μπλογκ (στο πάνω μέρος, για όποιον δεν το έχει προσέξει) προστέθηκε μια καινούργια, “Ο ΑΣΩΤΟΣ”, όπου μπορούσατε να δείτε μια ομότιτλη ταινία μικρού μήκους του 1990.
Μετά από κάποιες περιπέτειες εκείνης της ανάρτησης επήλθαν ορισμένες μεταβολές τις οποίες (μαζί με την ταινία) μπορείτε να δείτε στη σελίδα «Ο ΑΣΩΤΟΣ» ή απλά κάνοντας κλικ εδώ.
Στις «σελίδες» του μπλογκ (στο πάνω μέρος, για όποιον δεν το έχει προσέξει) προστέθηκε μια καινούργια, «Ο ΑΣΩΤΟΣ». Προκειται για μια μικρού μήκους ταινία 17 λεπτών γυρισμένη το 1990. Τώρα και στο διαδίκτυο!!! Αυτά.
Δώρο (για καθαρά διαφημιστικούς λόγους) το ομότιτλο τραγούδι των Μάριου Τόκα – Φίλιππου Γράψα με τον Μητροπάνο.
Πρόκειται για την κινηματογραφική ταινία του Ζιλ Ντασέν τη βασισμένη στο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη «Ο Xριστός ξανασταυρώνεται». Του «κολοσσού της παγκόσμιας λογοτεχνίας» και «μεγάλου Έλληνα» Ν. Καζαντζάκη, όπως τον αποκάλεσε πρόσφατα βουλευτής της χρυσαυγίτικης νεοναζιστικής συμμορίας…
…Με αυτή την αφορμή θα συνιστούσα σε κάθε «χρυσαυγίτη», κάθε φασίστα, κάθε ρατσιστή, να κάνει στον εαυτό του ένα τεστ: Να δει την ταινία και να αναγνωρίσει σε ποια από τις δυο πλευρές της τον εντάσσουν οι αντιλήψεις του, μήπως τυχόν και παρακινηθεί να απαλλαγεί από αυτές…
…Διότι σε αντίθεση προς το «μυστικιστικό» και «λίαν θρησκευτικό θέατρο του παραλόγου» που ανακαλύπτει στην ταινία ο διαδικτυακός της «διανομέας», ο βαθιά κοινωνικός και «λίαν» επίκαιρος χαρακτήρας της συνίσταται στην αποκάλυψη των αρχετυπικών όρων που, στην πραγματικότητα και παρά τα φαινόμενα, καθιστούν τον ρατσισμό φαινόμενο ξεχωριστό ακόμα και από αυτές τις διαφορές ανάμεσα σε φυλές, έθνη κλπ οι οποίες αποτελούν την προσχηματική «βάση» του. Στην αποκάλυψη, με άλλα λόγια, των όρων που τον καθιστούν φαινόμενο συνδεμένο στη ρίζα του με την κοινωνική ταξική διαίρεση και την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, όργανο κυριαρχίας της τάξης των εκμεταλλευτών.
Βουλευτή Παπά, μια που έκανες λόγο για «κολοσό» και «μεγάλο Έλληνα», δες την ταινία και πες: με ποιον παπά είσαι;
Φυσικά η ταινία υπηρετεί μια αισθητική απόλαυση που δεν περιορίζεται στο παραπάνω τεστ για φασίστες. Δείτε τη, και μην ξεχνάτε ότι είναι γυρισμένη οκτώ μόλις χρόνια ύστερα από το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Με την επίγνωση αυτής της «λεπτομέρειας» το φιλμ, και ιδιαίτερα το φινάλε του, γίνεται κατά τη γνώμη μου συνταρακτικό.
Σημείωση: Δυστυχώς τεχνικοί λόγοι δεν επιτρέπουν την ενσωμάτωση της εικόνας στην ανάρτηση, οπότε περιορίζομαι στην παράθεση του λινκ: