«Οι ανθρακωρύχοι έχασαν», τους είπα, «γιατί είχαν με το μέρος τους μόνο τό σύνταγμα. Η άλλη πλευρά όμως είχε τις ξιφολόγχες, και στό τέλος οί ξιφολόγχες νικάνε πάντα».
Τους διηγήθηκα πώς ο υπολοχαγός Χόουερτ του Ουόλσιμνμπεργκ μου είχε προσφέρει το μπράτσο του καθώς με συνόδευε στή φυλακή. «Κυρία», μού είπε, «θέλεις να στηριχτείς στό χέρι μου;»
«Δεν είμαι Κυρία», τού είπα. «Είμαι ή Μάνα Τζόουνς. Η κυβέρνηση δέν μπορεί νά πάρει τη ζωή μου κι εσύ δεν μπορείς νά πιάσεις τό χέρι μου, αλλά μπορείς νά πιάσεις τη βαλίτσα μου».
Τους έξήγησα πώς είχα στείλει ένα γράμμα στον Τζον Ροκφέλερ Τζούνιορ, εξηγώντας του τις συνθήκες στα ορυχεία. Είχα άκούσει ότι ήταν ένας καλός νεαρός που διάβαζε τη Βίβλο, και σκέφτηκα ότι άξιζε να δοκιμάσω. Τό γράμμα γύρισε πίσω, με την ένδειξη «Αρνήθηκε να το παραλάβει» γραμμένη πάνω στό φάκελο. «Φυσικά», σκέφτηκα, «πώς περίμενα να ακούσει μια γριά γυναίκα, τη στιγμή που δεν άκουσε τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, στο πρόσωπο του αντιπροσώπου του γερουσιαστή Φόστερ».
Πεντακόσιες γυναίκες είχαν διοργανώσει ένα γεύμα και μου ζήτησαν να μιλήσω. Τίς περισσότερες τις είχε συνεπάρει η ιδέα της γυναικείας ψήφου. Νόμιζαν ότι με την πολιτική χειραφέτηση των γυναικών θα ερχόταν η Βασιλεία των Ουρανών.
«Πρέπει να αγωνιστείτε για το δικαίωμα να μιλάτε ελεύθερα στους δρόμους», τους είπα.
«Πώς μπορούμε να το κάνουμε αυτό από τη στιγμή που δεν μπορούμε να ψηφίσουμε;» τσίριξε μιά γυναίκα. «Εγώ ποτέ δέν ψήφισα», της είπα, «αλλά αυτό δεν εμπόδισε να έχω κάνει άνω κάτω όλη τη χώρα. Δε χρειάζεται η ψήφος για να τα κάνεις όλα άνω κάτω. Αυτό που χρειάζεται είναι η πίστη σ’ αυτό που κάνεις και η φωνή!»
Κάποια νιαούρισε: «Είσαι κι εσύ αντίθετη!»
«Δεν είμαι αντίθετη σε οτιδήποτε θα ‘φερνε ελευθερία στην τάξη μου», απάντησα. «Αλλά θέλω να είμαι τίμια με εσάς, γυναίκες, που παλεύετε με καλή διάθεση για ψήφο στις γυναίκες. Οι γυναίκες του Κολοράντο έχουν το δικαίωμα ψήφου εδώ καί δυο γενιές, αλλά οι εργάτες, άντρες και γυναίκες, ζουν στη σκλαβιά. Η πολιτεία ολόκληρη βρίσκεται στη σκλαβιά, υπόδουλη στα συμφέροντα της Εταιρίας Σιδήρου και Καυσίμων τού Κολοράντο και των θυγατρικών της.
Είπα στίς γυναίκες ότι δεν πίστευα σε δικαιώματα των γυναικών ούτε σε δικαιώματα των αντρών, αλλά σε ανθρώπινα δικαιώματα. «Για όποιο πράγμα κι αν παλεύετε», τους είπα, «μην παριστάνετε τις κυρίες! Ο Παντοδύναμος θεός έκανε τις γυναίκες καί η συμμορία των ληστών του Ροκφέλερ έκανε τις κυρίες. Εδώ και δεκάξι μήνες συμμετέχω σ’ ένα σκληρό πόλεμο στο Κολοράντο. Εχω αντιμετωπίσει οπλισμένους μισθοφόρους, και αυτή η γριά γυναίκα, χωρίς ψήφο και χωρίς τίποτα άλλο παρά μόνο μιά καρφίτσα απ’ το καπέλο τούς τρόμαξε.
«Η οργανωμένη εργατική τάξη πρέπει να οργανώσει τις γυναίκες της σέ βιομηχανικό επίπεδο. Η πολιτική είναι μόνο υπηρέτης των βιομηχάνων. Η πλουτοκρατία έχει οργανώσει τις γυναίκες της και τις βάζει να ασχολούνται με την ψήφο, με την ποτοαπαγόρευση και με φιλανθρωπίες».
*
Ημουνα ενενήντα ενός χρόνων όταν παρακολούθησα το συνέδριο της Παναμερικανικής Ομοσπονδίας Εργατών που έγινε το 1921, στο Μέξικο Σίτυ…
… Μίλησα στους συνέδρους. Τους είπα ότι ένα συνέδριο όπως αυτό το παναμερικανικό συνέδριο εργατών, ήταν η αρχή μιάς καινούριας εποχής, μιάς εποχής όπου οι εργάτες όλου του κόσμου δε θα ήξεραν άλλα σύνορα εκτός απ’ τα σύνορα ανάμεσα στον εκμεταλλευτή και τον εκμεταλλευόμενο. «H Σοβιετική Ρωσία είχε τολμήσει να προκαλέσει την παλιά τάξη», είπα, «είχε παραδόσει τη γή σ’ αυτούς που μοχθούσαν πάνω της, και οι καπιταλιστές όλου του κόσμου έτρεμαν μέσα στα παπούτσια τους, τα φτιαγμένα από απεργοσπάστες». Τους είπα για την εθνική φάρσα της ποτοαπαγόρευσης στην Αμερική.
«Η ποτοαπαγόρευση βγήκε», είπα, «μέσα από μιά ένωση επιχειρηματιών που ήθελαν να βγάλουν κάτι παραπάνω απ’ τους εργάτες τους, μαζί μ’ ένα σωρό ιεροκήρυκες κι ένα κοπάδι λυσσασμένες γάτες που διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους, όταν βλέπουν έναν εργάτη ν’ αγοράζει ένα μπουκάλι μπίρα, αλλά δε βρίσκουν καμιά αιτία για να εξαγριωθούν, όταν αυτός και η γυναίκα του και τα μικρά παιδιά του υποφέρουν κάτω απ’ την κατάρα των χαμηλών μισθών και τις συνθλιπτικές ώρες μόχθου».
«Η ποτοαπαγόρευση», είπα, «άρπαξε την μπίρα απ’ τον εργάτη και έκλεισε τα σαλούν που ήτανε η μοναδική του λέσχη. Οι πλούσιοι περιδρομιάζουν όπως έκαναν πάντα. Δεν ισχύει γι’ αυτούς η ποτοαπαγόρευση. Αυτοί έχουν τα κλαμπ τους που είναι απαραβίαστα και απρόσβλητα από ενοχλήσεις. To μόνο κλαμπ που έχει ο εργάτης είναι το κλόμπ του αστυνομικού. Και το έχει όταν κατεβαίνει σε απεργία».
(Από Μάνα Τζόουνς, Αυτοβιογραφία, εκδόσεις Οδυσσέας)