ισπανικός εμφύλιος
All posts tagged ισπανικός εμφύλιος
Πρόκειται για το κεφάλαιο με τον τίτλο «ο πόλεμος της Ισπανίας» από το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Λουίς Μπουνιουέλ «Τελευταία πνοή» (εκδόσεις Θεμέλιο). Μην περιμένει κανείς βέβαια να βρει στα όσα ακολουθούν την Ιστορία του Ισπανικού εμφυλίου πολέμου. Αυτό που μάλλον θα βρει κανείς στις σειρές που ακολουθούν είναι μια ανθολόγηση μερικών περιστατικών, περισσότερο ή λιγότερο σημαντικών, που έζησε ο σπουδαίος σκηνοθέτης του κινηματογράφου, συνοδευόμενη από την προσωπική του προσέγγιση σε αυτά. Όπως και να ‘χει πάντως, τόσο τα περιστατικά όσο και η προσέγγιση διατηρούν κατά τη γνώμη μου το ενδιαφέρον τους για τον σημερινό αναγνώστη. Ίσως βέβαια ο συνδυασμός της χρονικής απόστασης ανάμεσα στην αφήγηση και στα γεγονότα και, ταυτόχρονα, της χρονικής απόστασης ανάμεσα στην αφήγηση και στο σημερινό παρόν, κάνει την νηφαλιότητά της να ξενίζει: Το σημερινό πολιτικό πάθος είναι αντικειμενικά πιο κοντά στην εποχή των γεγονότων παρά στην εποχή κατά την οποία καταγράφονται οι αναμνήσεις. Αλλά ακόμα κι αυτός ο «ξενισμός» θα μπορούσε να αποβεί γόνιμος σαν ένα διάλειμμα «αποστασιοποιημένης» ματιάς – υποτίθεται ότι γενικά η αποστασιοποίηση είναι διαδικασία που μπορεί να αποβεί και διδακτική, και εννοώ εν προκειμένω: διδακτική στην πάλη ενάντια στο φασισμό και το καθεστώς της εκμετάλλευσης. Από την άλλη ενυπάρχει στην αφήγηση και το είδος μιας με διαφορετική έννοια αποστασιοποίησης, της αποστασιοποίησης της προερχόμενης από τη σκοπιά ενός διανοούμενου, όχι όμως του διανοούμενου που θεωρεί τον εαυτό του υπεράνω της κοινωνικής σύγκρουσης και που δήθεν δεν παίρνει θέση σ’ αυτή. Σε κάθε περίπτωση δεν πρόκειται για απόψεις που επιβάλλουν την άκριτη υιοθέτησή τους, αλλά ταυτόχρονα πρόκειται για απόψεις που η εκτίμησή τους, αν δεν την θεωρήσει κανείς χάσιμο χρόνου, προϋποθέτει (και κατά τη γνώμη μου επίσης καλλιεργεί) έναν ορισμένο βαθμό ωριμότητας.
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΑΣ
Το μήνα Ιούλιο τον 1936, ο Φράνκο αποβιβαζόταν επικεφαλής των μαροκινών στρατευμάτων με τη σταθερή απόφαση να τελειώνει με τη Δημοκρατία και να αποκαταστήσει την «τάξη» στην Ισπανία.
Η γυναίκα μου κι ο γιός μου είχαν μόλις επιστρέψει στο Παρίσι, ένα μήνα νωρίτερα. ‘Ήμουν μόνος στη Μαδρίτη. ‘Ένα πρωί, πολύ νωρίς, με ξύπνησε μια έκρηξη, κι αμέσως την ακολούθησαν πολλές άλλες. Ένα αεροπλάνο των δημοκρατικών βομβάρδιζε το στρατώνα της Μοντάνια κι άκουγα και μερικές κανονιές.
Σ’ αυτό το στρατώνα της Μαδρίτης, όπως και σ’ όλους τους στρατώνες της Ισπανίας, τα στρατεύματα βρίσκονταν υπό περιορισμό. Ωστόσο μια ομάδα φαλαγγιτών είχε αναζητήσει εκεί καταφύγιο κι εδώ και μερικές μέρες πυροβολούσαν από το στρατώνα και χτυπούσαν τους περαστικούς. Ομάδες από οπλισμένους εργάτες, υποστηριζόμενες από τις δημοκρατικές φρουρές εφόδου -σύγχρονο σώμα επέμβασης που ιδρύθηκε από τον Αθάνια- επιτέθηκαν στο στρατώνα το πρωί της Ι8ης Ιουλίου. Στις δέκα η ώρα όλα είχαν τελειώσει. Οι στασιαστές αξιωματικοί και τα μέλη της φάλαγγας εκτελέστηκαν όλοι. Άρχιζε ο πόλεμος.
Μου ήταν κάπως δύσκολο να το συνειδητοποιήσω. Από το μπαλκόνι μου, ακούγοντας μακριά τον ήχο των μυδραλλιοβόλων, έβλεπα να περνάει στο δρόμο κάτω από το σπίτι μου ένα κανόνι Σνάϊντερ, που το τραβούσαν δυο τρεις εργάτες και -πράγμα που μου φάνηκε τρομακτικό- δυο τσιγγάνοι και μια τσιγγάνα. Η βίαιη επανάσταση που εδώ και μερικά χρόνια νιώθαμε να πλησιάζει, και που προσωπικά την είχα τόσο ευχηθεί περνούσε κάτω απ’ τα παράθυρά μου, κάτω απ’ τα μάτια μου. Μ’ έβρισκε αποπροσανατολισμένο, χωρίς πίστη.
Δεκαπέντε μέρες αργότερα, ο ιστορικός της τέχνης Ελί Φωρ, που υποστήριζε θερμά τη δημοκρατική υπόθεση, ήρθε να περάσει μερικές μέρες στη Μαδρίτη. Ένα πρωί πήγα να τον επισκεφθώ στο ξενοδοχείο του και σαν vα τον βλέπω ακόμα, στο παράθυρο του δωματίου του, με τα μακριά του σώβρακα πιασμένα στους αστραγάλους, vα κοιτάζει έξω στο δρόμο τις διαδηλώσεις που είχαν γίνει πια καθημερινές. Έκλαιγε από συγκίνηση που έβλεπε το λαό στα όπλα. Μια μέρα είδαμε να παρελαύνουν καμιά εκατοστή χωρικοί, οπλισμένοι όπως όπως, μερικοί με κυνηγετικά τουφέκια και περίστροφα, άλλοι με δρεπάνια και τσουγκράνες. Σε μια εμφανή προσπάθεια για πειθαρχία, αγωνίζονταν να βαδίσουν με βήμα, σε σειρές ανά τέσσερις. Νομίζω πως τότε κλάψαμε κι οι δυο.
Τίποτε δεν φαινόταν να μπορεί να λυγίσει αυτή τη βαθιά λαϊκή δύναμη. Αλλά πολύ γρήγορα η απίστευτη χαρά, ο επαναστατικός ενθουσιασμός των πρώτων ημερών, έδωσαν τη θέση τους σ’ ένα δυσάρεστο συναίσθημα διχασμού, έλλειψης οργάνωσης και γενικής ανασφάλειας, συναίσθημα που κράτησε περίπου μέχρι το Νοέμβριο του 1936, οπότε μια πραγματική πειθαρχία και μια αποτελεσματική δικαιοσύνη άρχισαν να εγκαθιδρύονται από την πλευρά των δημοκρατικών.
Δεν σκοπεύω να ξαναγράψω με τη σειρά μου την ιστορία του μεγάλου αλληλοσπαραγμού που συγκλόνισε την Ισπανία. Δεν είμαι ιστορικός και δεν είμαι βέβαιος ότι είμαι αμερόληπτος. Δεν θέλω παρά να δοκιμάσω να πω αυτά που είδα, αυτά που θυμάμαι.
Για παράδειγμα, έχω έντονες αναμνήσεις από τους πρώτους μήνες στη Μαδρίτη. Θεωρητικά υπό την εξουσία των δημοκρατικών, η πόλη στέγαζε ακόμη την έδρα της κυβέρνησης, αλλά τα φρανκικά στρατεύματα προέλαυναν ταχύτατα στην Εστρεμαδούρα, χτυπούσαν το Τολέδο ενώ άλλες πόλεις, σ’ ολόκληρη την Ισπανία, έπεφταν στα χέρια των οπαδών τους, όπως για παράδειγμα η Σαλαμάνκα και το Μπούργκος.
Μέσα στην ίδια τη Μαδρίτη φασίστες πυροβολούσαν σννέχεια. Από την άλλη οι παπάδες, οι πλούσιοι γαιοκτήμονες, όλοι όσοι ήσαν γνωστοί για τα συντηρητικά τους φρονήματα και για τους οποίους υπήρχαν υπόνοιες ότι υποστήριζαν τους στασιαστές φρανκιστές, διέτρεχαν διαρκώς τον κίνδυνο να εκτελεστούν. Οι αναρχικοί, μόλις άρχισαν οι εχθροπραξίες, ελευθέρωσαν τους ποινικούς κρατούμενους, που κατατάχθηκαν αμέσως στις γραμμές της Εθνικής Συνομοσπονδίας Εργασίας, η οποία βρισκόταν κάτω από την άμεση καθοδήγηση της Αναρχικής Ομοσπονδίας.
Ορισμένα μέλη αυτής της Ομοσπονδίας εκδήλωναν ένα τέτοιο εξτρεμισμό, που και η απλή παρουσία μιας θρησκευτικής εικόνας σ’ ένα δωμάτιο μπορούσε να σε οδηγήσει στην Casa Campo. Η Casa Campo ήταν ένα δημόσιο πάρκο στην είσοδο της Μαδρίτης, όπου γίνονταν οι εκτελέσεις. Όταν συλλάμβαναν κάποιον, του έλεγαν ότι θα τον πήγαιναν «να κάνει ένα περίπατο». Αυτό γινόταν πάντοτε νύχτα.
Ήταν φρόνιμο να προσφωνείς όλο τον κόσμο στον ενικό και να συνοδεύεις όλες σου τις φράσεις μ’ ένα δυναμικό Companeros, αν απευθυνόσουν σε αναρχικούς, ή Camaradas, αν οι συνομιλητές σου ήταν κομμουνιστές. Τα περισσότερα αυτοκίνητα είχαν στερεωμένα στη σκεπή τους ένα δυο στρώματα, για προστασία από τους ελεύθερους σκοπευτές. Ήταν φοβερά επικίνδυνο να βγάλεις το χέρι σου για να δείξεις ότι πρόκειται να στρίψεις, γιατί η χειρονομία μπορούσε να ερμηνευθεί σαν φασιστικός χαιρετισμός και να τραβήξει ένα γερό καταιγισμό από σφαίρες στο πέρασμά σου. Οι senoritos, οι γιοί των καλών οικογενειών ντύνονταν επίτηδες φτωχικά, για να κρύψουν την καταγωγή τους. Φορούσαν παλιά κασκέτα και λέρωναν τα ρούχα τους, για να μοιάζουν όσο μπορούσαν με εργάτες, ενώ απ’ την άλλη οι οδηγίες του κομμουνιστικού κόμματος συνιστούσαν στους εργάτες να φορούν γραβάτα και άσπρο πουκάμισο.
Ο Οντανιόν, ένας πολυ γνωστός σκιτσογράφος, μου είπε μια μέρα ότι συνέλαβαν τον Σαένθ ντε Ερέντια, ένα σκηνοθέτη που είχε δουλέψει για μένα, σκηνοθετώντας το La Hija de Juan Simοn και το Quienquequiereα mi! Ο Σαένθ κοιμόταν σ’ ένα δημόσιο παγκάκι, μη τολμώντας να πάει σπίτι του, γιατί ήταν πρώτος ξάδελφος του Πρίμο ντε Ριβέρα, του ιδρυτή της Φάλαγγας. Ωστόσο, παρά τις προφυλάξεις του, τον συνέλαβε μια ομάδα αριστερών σοσιαλιστών και κινδύνευε από στιγμή σε στιγμή να εκτελεστεί, εξ αιτίας αυτής της μοιραίας συγγένειας.
Έτρεξα αμέσως στο στούντιο Rotpence, που το γνώριζα καλά. ‘Οπως είχε γίνει σε πολλές επιχειρήσεις, έτσι κι εδώ οι εργάτες κι οι υπάλληλοι του στούντιο είχαν σχηματίσει ένα Συμβούλιο του Στούντιο κι εκείνη την ώρα είχαν συνέλευση. Ρώτησα τους εκπροσώπους από τις διάφορες ειδικότητες εργατών ποιά ήταν η συμπεριφορά του Σαέθ ντε Ερέντια, που ήταν πολύ γνωστός σε όλους: «Πολύ καλή! Δεν μπορούμε να τον κατηγορήσουμε για τίποτε». Μου απάντησαν.
Παρακάλεσα τότε μια επιτροπή να με συνοδεύσει ως την οδό Μαρκές ντε Ρισκάλ, όπου ο σκηνοθέτης βρισκόταν υπό επιτήρηση, και να επαναλάβει μπροστά στους σοσιαλιστές αυτά που μόλις μου είχαν πει. Με ακολούθησαν έξι επτά άντρες με τουφέκια, φτάνουμε και βρίσκουμε ένα άντρα να φυλάει σκοπός, με τ’ όπλο του ανέμελα ακουμπισμένο στο πόδι. Κάνοντας τη φωνή μου όσο πιο βραχνή μπορώ, τον ρωτάω πού βρίσκεται ο υπεύθυνος. Εμφανίζεται και διαπιστώνω ότι είναι κάποιος που ‘χω φάει μαζί του το προηγούμενο βράδυ. Είναι ένας μονόφθαλμος αποστρατευμένος υπολοχαγός. Με αvαγνωρίζει.
– Πώς από δω Μπουνιουέλ; Τι τρέχει;
Του είπα τα καθέκαστα. Πρόσθεσα ότι δεν μπορούσαμε να σκοτώνουμε όλο τον κόσμο, ότι βέβαια γνωρίζαμε τους συγγενικούς δεσμούς του Σαένθ με τον Πρίμο ντε Ριβέρα, αλλά πως αυτό δεν μ’ εμπόδιζε να πω ότι ο σκηνοθέτης είχε δείξει πάντοτε άψογη συμπεριφορά. Οι εκπρόσωποι του στούντιο μίλησαν κι αυτοί υπέρ του Σαένθ, που αφέθηκε ελεύθερος.
Πέρασε στη Γαλλία και λίγο καιρό αργότερα προσχώρησε στο κόμμα του Φράνκο. Μετά τον πόλεμο ξανάρχισε το επάγγελμα του κινηματογραφιστή, γύρισε μάλιστα και μια ταινία εις δόξαν του Καουντίλιο, Franco, ese hombre (Φράνκο, αυτός ο άντρας). Μια φορά, στο φεστιβάλ Καννών, στη δεκαετία του ’50, φάγαμε μαζί και μιλήσαμε πολύ για το παρλθόν.
Την ίδια εποχή γνώρισα τον Σαντιάγο Καρίγιο, που τότε ήταν νομίζω γραμματέας της Ενοποιημένης Σοσιαλιστικής Νεολαίας. Λίγο καιρό πριν αρχίσει ο πόλεμος, είχα δώσει δυο τρία περίστροφα που είχα σε κάτι τυπογράφους που δούλευαν κάτω απ’ το σπίτι μου. Τώρα έχοντας μείνει άοπλος σε μια πόλη όπου πυροβολούσαν απ’ όλες τις μεριές, πήγα και βρήκα τον Καρίγιο για να του ζητήσω ένα όπλο. Ανοιξε το συρτάρι του που ήταν άδειο. «Δεν μου ‘χει μείνει κανένα» μου λέει.
Ωστόσο τελικά μου έδωσαν ένα τουφέκι. Μια μέρα, ενώ βρισκόμουν με φίλους στην πλατεία Ανεξαρτησίας, άρχισαν οι tiroteos. Πυροβολούσαν από στέγες, από παράθυρα, από το δρόμο μέσα σε γενική σύγχυση, κι εγώ ήμουν εκεί, πίσω από ένα δέντρο, με το τουφέκι μου άχρηστο μη ξέροντας ποιον να πυροβολήσω. Ποιος ο λόγος λοιπόν να κρατάω τουφέκι; Το επέστρεψα.
Οι πρώτοι τρεις μήνες ήταν οι χειρότεροι. ‘Οπως και σε πολλούς φίλους μου, η φοβερή έλλειψη οποιουδήποτε ελέγχου μου είχε γίνει εφιάλτης. Ενώ μερικές χειρονομίες μου φαίνονταν παράλογες και υπέροχες -όπως εκείνοι οι εργάτες που μια μέρα στριμώχτηχαν σ’ ένα καμιόνι, πήγαν μέχρι το μνημείο της Sacre-Coeur του Ιησού που ήταν στημένο περίπου είκοσι χιλιόμετρα νότια της Μαδρίτης, σχημάτισαν ένα εκτελεστικό απόσπασμα κι εκτέλεσαν με όλους τους τύπους το ψηλό άγαλμα του Χριστού- απεχθανόμουν από την άλλη τις ομαδικές εκτελέσεις, τις λεηλασίες, κι όλες τις ληστρικές πράξεις. Ο λαός ξεσηκωνόταν, έπαιρνε την εξουσία κι αμέσως άρχιζε η διχόνοια κι ο αλληλοσπαραγμός. Αδικαιολόγητα ξεκαθαρίσματα λογαριασμών τους έκαναν να ξεχνούν τον ουσιαστικό πόλεμο, τη στιγμή που μόνον αυτός θα έπρεπε να μετράει.
Κάθε βράδυ πήγαινα στη συνέλευση της Λίγκας των Επαναστατών Συγγραφέων, όπου έβρισκα τους περισσότερους φίλους μου, τον Αλμπέρτι, τον Μπεργκαμίν, το μεγάλο δημοσιογράφο Κόρποτις Βάργκα, τον ποιητή Αλτολαγίρε, που πίστευε στο Θεό. Αυτός ο τελευταίος θα έκανε μερικά χρόνια αργότερα την παραγωγή μιας από τις ταινίες μου στο Μεξικό, του Subida αl cίelo (Η ανύψωση στον ουρανό). Πέθανε στην Ισπανία, σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα.
Ατέλειωτες και συχνά παθιασμένες συζητήσεις μας δίχαζαν πάνω στο ερώτημα: αυθορμητισμός ή οργάνωση; Μέσα μου, όπως πάντα, συγκρούονταν απ’ τη μια η θεωρητική και συναισθηματική μου έλξη για την αταξία, κι απ’ την άλλη η πρωταρχική ανάγκη για τάξη και ειρήνη. Δείπνησα δυο τρεις φορές με τον Μαλρώ. Ζούσαμε μέσα σε μια θανάσιμη πάλη, χτίζοντας θεωρίες.
Ο Φράνκο κέρδιζε ασταμάτητα έδαφος. Αν μερικές πόλεις και χωριά έμεναν πιστά στη Δημοκρατία, άλλα παραδίνονταν αμαχητί στα χέρια του. Παντού η φασιστική καταστολή ερχόταν στυγνή και ανελέητη. Κάθε ύποπτος για φιλελευθερισμό εκτελείτο αμέσως. Κι εμείς, αντί να οργανωθούμε πάση θυσία, όσο το δυνατόν γρηγορότερα, μπροστά σ’ ένα αγώνα που ήταν φανερό ότι θα ήταν αγώνας μέχρι θανάτου, χάναμε τον καιρό μας κι οι αναρχικοί κυνηγούσαν τους παπάδες. Μια μέρα η παραδουλεύτρα μου ήρθε και μου είπε: «Κατεβείτε να δείτε, έχουν σκοτώσει ένα παπά στο δρόμο, εδώ δεξιά». Όσο κι αν ήμουν αντικληρικός ήδη από την εφηβεία μου, δεν ενέκρινα με κανένα τρόπο αυτή τη σφαγή.
Ας μην πιστέψει ωστόσο κανείς ότι οι ιερείς έμειναν αμέτοχοι στη διαμάχη. Όπως όλος ο κόσμος, πήραν κι αυτοί τα όπλα. Μερικοί πυροβολούσαν ψηλά απ’ τα καμπαναριά τους. Είδαν μέχρι και Δομινικανούς να χειρίζονται ένα μυδραλλιοβόλο. Αν μερικοί από τους κληρικούς τάσσονταν με το μέρος των δημοκρατικών, η πλειοψηφία τους ήταν δηλωμένοι φασίστες. Ο πόλεμος ήταν καθολικός. Ήταν αδύνατο, μες στην καρδιά της διαμάχης, να μείνεις ουδέτερος, ν’ ανήκεις σ’ αυτή την tercera Εspana (τρίτη Ισπανία) που μερικοί κρυφά ονειρεύονταν.
Εγώ ο ίδιος, μερικές φορές ένιωθα φόβο. Καθώς έμενα σ‘ ένα αστικό διαμέρισμα, αναρωτιόμουν τι θα γινόταν αν ξαφνικά μέσα στη νύχτα μια ανεξέλεγκτη περίπολος παραβίαζε την πόρτα μου, για να με πάει «να κάνω έvα περίπατο». Πώς θ’ αντιστεκόμουν; Τι θα τους έλεγα; Εννοείται ότι κι από την άλλη πλευρά, την πλευρά των φασιστών, σίγουρα δεν έλειπαν οι ωμότητες. Μάλιστα αν οι δημοκρατικοί περιορίζονταν στο να τουφεκίζουν, οι στασιαστές έδειχναν μερικές φορές μεγάλη εφευρετικότητα σε βασανιστήρια. Για παράδειγμα στη Μπανταχόθ, έριξαν τους κόκκινους σε μια αρένα και τους σκότωσαν με το τελετουργικό της ταυρομαχίας.
Κυκλοφορούσαν χιλιάδες ιστορίες. Θυμάμαι την εξής: Οι καλόγριες ενός μοναστηριού, στη Μαδρίτη ή κάπου στην περιοχή της, πήγαν εν πομπή μέχρι το παρεκκλήσι τους και στάθηκαν μπροστά στο άγαλμα της Παρθένου, που κρατούσε στην αγκαλιά της τον μικρό Ιησού. Μ’ ένα σφυρί κι ένα καλέμι η ηγουμένη απέσπασε το παιδί από την αγκαλιά της μητέρας του και το πήρε μαζί της, λέγοντας στην Παρθένο:
– Θα το πάρεις πίσω όταν θα ‘χουμε κερδίσει τον πόλεμο.
Χωρίς αμφιβολία της το επέστρεψαν.
Μέσα στο δημοκρατικό στρατόπεδο άρχισαν να εμφανίζονται σοβαρά σχίσματα. Οι κομμουνιστές και οι σοσιαλιστές ήθελαν πάνω απ’ όλα να κερδίσουν τον πόλεμο, έβαζαν τα πάντα στην υπηρεσία της νίκης. Αντίθετα οι αναρχικοί, θεωρώντας ότι βρίσκονται σε κατακτημένο έδαφος, οργάνωναν κιόλας την ιδανική τους κοινωνία.
Ο Ζιλ Μπελ, διευθυντής της συνδικαλιστικής εφημερίδας Εl Syndicalista μου έδωσε μια μέρα ραντεβού στο Cafe Castilla και μου είπε:
-Έχουμε ιδρύσει μια αναρχική αποικία στο Τορρελοδόυες. Είκοσι σπίτια είναι ήδη κατειλημμένα. Θα ‘πρεπε να πάρεις ένα.
Έμεινα κατάπληκτος. Πρώτ’ απ’ όλα αυτά τα σπίτια ανήκαν σε ανθρώπους που είχαν διωχθεί, τουφεκιστεί, ή είχαν φύγει να γλυτώσουν. ‘Υστερα το Τορρελοδόυες είναι κτισμένο πάνω στους πρόποδες της σιέρρα Γκονανταρράμα, μόλις μερικά χιλιόμετρα μακριά από τις φασιστικές γραμμές, κι εκεί, σε απόσταση βολής κανονιού, οι αναρχικοί οργάνωναν ήρεμοι την ουτοπία τους.
Μια άλλη μέρα γευμάτιζα σ’ ένα εστιατόριο παρέα με τον μουσικό Ρε Μάχα, έναν από τους διευθυντές της Φιλμσόνο, στην οποία είχα δουλέψει. Ο γιός του εστιάτορα είχε τραυματιστεί σοβαρά πολεμώντας εναντίον των φρανκιστών, στη σιέρρα Γκονανταρράμα. Ξαφνικά μπαίνουν μια ομάδα οπλισμένοι αναρχικοί, πετούν γύρω ένα Salud companeros κι αμέσως ζητούν απ’ τον εστιάτορα να τους δώσει μπουκάλια κρασί. Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω την οργή μου. Τους είπα ότι όφειλαν να είναι στη σιέρρα και να πολεμούν, αντί ν’ αδειάζουν τις κάβες ενός γενναίου ανθρώπου, που ο γιός του χαροπάλευε.
Μ’ άκουσαν χωρίς ν’ αντιδράσουν κι έφυγαν παίρνοντας παρ’ όλα αυτά μαζί τους τα μπουκάλια με το κρασί. Είναι αλήθεια ότι σε αντάλλαγμα έδωσαν κουπόνια, κομματάκια χαρτί με μηδαμινή αξία.
Κάθε βράδυ, ολόκληρες ομάδες αναρχικών κατέβαιναν από τη σιέρρα Γκουανταρράμα, όπου εκτυλισσόταν η μάχη, για να λεηλατήσουν τις κάβες των ξενοδοχείων. Το παράδειγμά τους μας ωθούσε ακόμα περισσότερο να στραφούμε προς τους κομμουνιστές.
Πολύ λίγοι στην αρχή, αλλά κερδίζοντας σε δύναμη βδομάδα με τη βδομάδα, οργανωμένοι και πειθαρχημένοι, οι κομμουνιστές μου φαίνονταν -και μου φαίνονται ακόμη- άμεμπτοι. Έριχναν όλη τους την προσπάθεια στην καθοδήγηση του πολέμου. Είναι λυπηρό που το λέω, αλλά πρέπει: οι αναρχικοί συνδικαλιστές τους μισούσαν περισσότερο ίσως κι από τους φασίστες.
Αυτό το μίσος είχε αρχίσει μερικά χρόνια πριν τον πόλεμο. Το 1935 η F.A.I. (Ιβηρική Αναρχική Ομοσπονδία) εξαπέλυσε μια γενική απεργία στους οικοδόμους. Μια αντιπροσωπεία των κομμουνιστών παρουσιάστηκε στη F.A.I. -γνωρίζω αυτό το επεισόδιο από τον αναρχικό Ραμόν Ασίν, που είχε χρηματοδοτήσει το Γη χωρίς ψωμί, και είπε στους υπεύθυνους της απεργίας:
– Υπάρχουν ανάμεσά σας τρεις καταδότες της αστυνομίας.
Και ανέφεραν τα ονόματα. Αλλά οι αναρχικοί απάντησαν με λύσσα στους εκπροσώπους των κομμουνιστών:
– Ε, και λοιπόν; Το ξέρουμε! Αλλά προτιμάμε τους καταδότες της αστυνομίας από τους κομμουνιστές!
Παρά τις θεωρητικές μου συμπάθειες για την αναρχία, δεν μπορούσα ν’ ανεχθώ την αυθαίρετη και ανεξέλεγκτη συμπεριφορά τους και το φανατισμό τους. Σε μερικές περιπτώσεις αρκούσε σχεδόν vα έχεις τον τίτλο του μηχανικού ή ένα πανεπιστημιακό δίπλωμα, για να σε οδηγήσουν στην Casa Campo. ‘Οταν, μπρος στην προέλαση των φασιστών, η δημοκρατική κυβέρνηση αποφάσισε να εγκαταλείψει τη Μαδρίτη για να εγκατασταθεί στη Βαρκελώνη, οι αναρχικοί έφτιαξαν ένα οδόφραγμα πάνω στον μοναδικό δρόμο που είχε μείνει ελεύθερος, κοντά στην Κουένκα. Στη Βαρκελώνη μάλιστα -ένα παράδειγμα ανάμεσα στ’ άλλα- εκκαθάρισαν το διευθυντή και τους μηχανικούς ενός εργοστασίου μεταλλουργίας, για ν’ αποδείξουν ότι το εργοστάσιο μπορούσε να λειτουργήσει τέλεια και μόνο με τους εργάτες. Κατασκεύασαν ένα θωρακισμένο καμιόνι και το έδειξαν, με αρκετή υπερηφάνεια, σ’ ένα σοβιετικό σύμβουλο. Αυτός ζήτησε ένα παραμπέλουμ και πυροβόλησε, καταστρέφοντας πολύ εύκολα τη θωράκιση.
Πιστεύεται επίσης -αλλά υπάρχουν κι άλλες εκδοχές- ότι μια μικρή ομάδα αναρχικών ήταν υπεύθυνη για το θάνατο του μεγάλου Ντουρούτι, που σκοτώθηκε από μια σφαίρα καθώς κατέβαινε από ένα αυτοκίνητο, στην οδό ντε λα Πριμθέσα, για να σπεύσει σε βοήθεια της Πανεπιστημιούπολης που ήταν πολιορκημένη. Αυτοί οι αδιάλλαχτοι αναρχικοί -που έδιναν στις κόρες τους τα ονόματα Αναρχία ή Δεκάτη Τετάρτη Σεπτέμβρη– δεν συγχωρούσαν στον Ντουρούτι την πειθαρχία που είχε καταφέρει να επιβάλει στα στρατεύματά του.
Έπρεπε ακόμη να φοβόμαστε τις αυθαίρετες ενέργειες του Ρ.Ο.U.Μ., οργάνωσης θεωρητικά τροτσκιστικής. Το Μάιο του 1937, μέχρι που είδαμε τα μέλη αυτού του κινήματος, μαζί με αναρχικούς της F.A.I. να στήνουν οδοφράγματα στους δρόμους της Βαρκελώνης ενάντια στα δημοκρατικά στρατεύματα, που αναγκάστηκαν να τους χτυπήσουν και να τους εξουδετερώσουν.
Ο φίλος μου ο συγγραφέας Κλαούντιο ντε λα Τόρρε, στον οποίο είχα πριν λίγο καιρό χαρίσει για το γάμο του ένα Μαξ Ερνστ, έμενε σ’ ένα απομονωμένο σπίτι, λίγο έξω από τη Μαδρίτη. Ο παππούς του ήταν μασόνος, ό,τι πιο απαίσιο υπήρχε στη γη για τους φασίστες. Απεχθάνονταν τους μασόνους όσο και τους κομμουνιστές.
Ο Κλαούντιο είχε μια μαγείρισσα, που την είχαν σε μεγάλη υπόληψη γιατί ο αρραβωνιαστικός της πολεμούσε με τους αναρχικούς. Μια μέρα, πήγαινα στο σπίτι του για φαγητό, όταν ξαφνικά, μες στην ερημιά, είδα να ‘ρχεται προς το μέρος μου ένα αυτοκίνητο του P.O.U.M., που το αναγνώρισα αμέσως από τα μεγάλα αρχικά που είχε ζωγραφισμένα πάνω του. ‘Αρχισα ν’ ανησυχώ, γιατί δεν είχα πάνω μου άλλα χαρτιά εκτός από κομμουνιστικά και σοσιαλιστικά, που δεν είχαν καμιά αξία για το P.O.U.M. Αντίθετα, υπήρχε κίνδυνος να μου δημιουργήσουν και προβλήματα. Το αυτοκίνητο σταμάτησε δίπλα μου, ο οδηγός με ρώτησε κάτι -από πού έπρεπε να πάει, νομίζω- κι απομακρύνθηκε. Ανάσανα με ανακούφιση.
Το επαναλαμβάνω, δεν μεταφέρω εδώ παρά την προσωπική μου εμπειρία, μία ανάμεσα σ’ εκατομμύρια, αλλά πιστεύω ότι πρέπει να είναι αντίστοιχη με τις εμπειρίες ενός ορισμένου αριθμού ανθρώπων, που ήταν τοποθετημένοι αριστερά εκείνη την εποχή. Πάνω απ’ όλα κυριαρχούσαν η ανασφάλεια και η συγχυση, που οξύνονταν από τις εσωτερικές μας διαμάχες κι από τις συγκρούσεις ανάμεσα στις διάφορες τάσεις, παρά τη φασιστική απειλή που μας χτυπούσε την πόρτα.
Έβλεπα μπροστά στα μάτια μου να πραγματοποιείται ένα παλιό μου όνειρο και δεν ένιωθα παρά κάποια θλίψη .
Μια μέρα από ένα Δημοκρατικό που κατάφερε να διασχίσει το μέτωπο, μάθαμε το θάνατο του Λόρκα.
Λ ό ρ κ α
Λίγο καιρό πριν το γύρισμα του Ανδαλουσιανού σκύλου, μας χώρισε για κάποιο διάστημα μια επιφανειακή ψυχρότητα: Στη συνέχεια, σαν καχύποπτος Ανδαλουσιανός, πίστευε, ή έκανε πως πιστεύει, ότι η ταινία ήταν εναντίον του. Έλεγε:
– Ο Μπουνιουέλ έκανε μια μικρή ταινία τέτοια (χειρονομία με τα δάχτυλα), ονομάζεται Ανδαλουσιανός σκύλος, κι ο σκύλος είμαι εγώ.
Το 1934 είχαμε τελείως συμφιλιωθεί. Παρ’ όλο που κατά τη γνώμη μου πολλές φορές άφηνε τον εαυτό του να πνίγεται ανάμεσα στους πολυάριθμούς θαυμαστές του, περνούσαμε πολλές ώρες μαζί. Αρκετά συχνά, μαζί με τον Ουγκάρτε, ανεβαίναμε στη Φορντ μου για να περάσουμε μερικές ήρεμες ώρες στη γοτθική μοναξιά του Ελ Πωλάρ, μέσα στη σιέρρα. Το μοναστήρι ήταν ερειπωμένο, αλλά υπήρχαν έξι ή επτά δωμάτια, πολύ πρόχειρα συγυρισμένα, που τα διατηρούσε η Σχολή Καλών Τεχνών. Μπορούσε να μείνει κανείς εκεί και τη νύχτα, αν είχε μαζί του ένα υπνόσακο. Ο ζωγράφος Πεϊνάντο -που θα τον ξανασυναντούσα τυχαία σ’ αυτό το ίδιο μέρος σαράντα χρόνια αργότερα- επισκεπτόταν συχνά το έρημο παλιό μοναστήρι.
Ήταν δύσκολο vα συζητάμε για ζωγραφική και για ποίηση, ενώ νιώθαμε την καταιγίδα να πλησιάζει. Τέσσερις μέρες πριν από την απόβαση του Φράνκο ο Λόρκα, που δεν μπορούσε να πάρει στα σοβαρά την πολιτική, αποφάσισε ξαφνικά να φύγει για τη Γρανάδα, την πόλη του. Προσπάθησα να τον μεταπείσω, λέγοντάς του:
– Φεντερίκο, ετοιμάζονται φρικτά πράγματα. Μείνε εδώ. Θα είσαι πολύ πιο ασφαλής στη Μαδρίτη.
Κι άλλοι φίλοι τον πίεσαν, αλλά μάταια. Έφυγε, πολύ αναστατωμένος, πολύ τρομοκρατημένος.
Η αναγγελία του θανάτου του ήταν ένα φοβερό χτύπημα για όλους μας.
Απ’ όλα τα ζωντανά πλάσματα που έχω γνωρίσει, ο Φεντερίκο είναι ο πρώτος. Δεν μιλάω ούτε για το θέατρό του, ούτε για την ποίησή του, μιλάω για τον ίδιο. Το αριστούργημα ήταν αυτός ο ίδιος. Μου φαίνεται σχεδόν δύσκολο να φανταστώ κάποιον που να μπορεί να συγκριθεί μαζί του. Είτε καθόταν στο πιάνο για να μιμηθεί τον Σοπέν είτε αυτοσχεδίαζε μια παντομίμα, μια σύντομη θεατρική σκηνή, ήταν ακαταμάχητος. Οτιδήποτε κι αν διάβαζε, η ομορφιά ανάβλυζε από τα χείλη του. Είχε πάθος, χαρά, νιάτα. Ήταν σαν μια φλόγα.
Όταν τον γνώρισα στην Εστία, ήμουν ένας άξεστος επαρχιώτης αθλητής. Με τη δύναμη της φιλίας μας με μεταμόρφωσε, μ’ έκανε να γνωρίσω ένα άλλο κόσμο. Του οφείλω περισσότερα απ’ όσα θα μπορούσα να πω. Το πτώμα του δεν βρέθηκε ποτέ. Διάφοροι μύθοι κυκλοφόρησαν γύρω από το θάνατό του κι ο Νταλί μάλιστα -με αρκετή χυδαιότητα- μίλησε για ομοφυλοφιλικό έγκλημα, πράμα τελείως παράλογο. Στην πραγματικότητα ο Φεντερίκο πέθανε γιατί ήταν ποιητής. Εκείνη την εποχή από την άλλη πλευρά άκουγες να φωνάζουν: «Θάνατος στη διανόηση!»
Στη Γρανάδα κατέφυγε στο σπίτι ενός μέλους της Φάλαγγας, του ποιητή Ροσάλεθ, που η οικογένειά του ήταν φίλη με την οικογένεια του Λόρκα. Πίστευε ότι εκεί θα ήταν ασφαλής. Άντρες (ποιας τάσης; λίγο ενδιαφέρει) με αρχηγό κάποιον Αλόνσο πήγαν και τον συνέλαβαν μια νύχτα και τον φόρτωσαν σ’ ένα καμιόνι, μαζί με μερικούς εργάτες.
Ο Φεντερίκο φοβόταν πολυ το μαρτύριο και τον θάνατο. Μπορώ να φανταστώ τι ένιωσε, μες στη νύχτα, πάνω στο καμιόνι που τον οδηγούσε στον ελαιώνα, όπου θα τον σκότωναν.
Σκέφτομαι συχνά εκείνες τις στιγμές.
***
Στα τέλη του Σεπτέμβρη μου κανόνισαν ένα ραντεβού στη Γενεύη με τον υπουργό εξωτερικών της Δημοκρατίας, Αλβαρέθ ντελ Βάγιο, που ήθελε να με δει. Θα μου έλεγε στη Γενεύη για ποιο θέμα.
Ξεκίνησα μ’ ένα τραίνο γεμάτο κόσμο, όπως είναι τα τραίνα σε καιρό πολέμου. Βρέθηκα καθισμένος απέναντι από ένα ταγματάρχη του P.O.U.M., εργάτη που είχε προαχθεί σε ταγματάρχη, ένα τύπο με άγρια γλώσσα, που δεν έπαυε να επαναλαμβάνει ότι η δημοκρατική κυβέρνηση ήταν μια βρώμικη υπόθεση κι ότι έπρεπε πριν απ’ όλα να την καταστρέψουμε. Δεν τον αναφέρω παρά μόνον επειδή αργότεοα, στο Παρίσι, θα τον χρησιμοποιούσα σαν κατάσκοπο.
Στη Βαρκελώνη αλλάζοντας τραίνο συνάντησα τον Χοθέ Μπεργκαμίν και τον Μυνιόθ Σουάι, που πήγαιναν στη Γενεύη με καμιά δεκαριά φοιτητές, για να συμμετάσχουν σε μια πολιτική συγκέντρωση. Με ρώτησαν τι χαρτιά είχα πάνω μου κι όταν τους είπα ο Μυνιόθ Σουάι αναφώνησε:
– Μα αποκλείεται να περάσεις τα σύνορα! Για να περάσεις χρειάζεται η βίζα των αναρχικών!
Φτάνουμε στο Πορτ-Μπου, κατεβαίνω πρώτος από το τραίνο και βλέπω μέσα στο σταθμό που είναι κυκλωμένος από οπλισμένους άντρες, θρονιασμένα σ’ ένα τραπέζι τρία άτομα, σαν τα μέλη ενός μικρού δικαστηρίου. Είναι αναρχικοί. Αρχηγός τους είναι ένας γενειοφόρος Ιταλός.
Μου ζητούν να τους δείξω τα χαρτιά μου και μου λένε.
– Δεν μπορείς να περάσεις μ’ αυτά.
Η Ισπανική γλώσσα είναι σίγουρα η πιο βλάσφημη στον κόσμο. Σε αντίθεση με τις άλλες γλώσσες, όπου οι βρισιές και οι βλαστήμιες είναι εν γένει σύντομες και ξεχωριστές, η ισπανική βλαστήμια μπορεί εύκολα να πάρει τη μορφή μια μικρής διάλεξης, όπου λίαν αξιοπρόσεχτες αισχρολοyίες, που αναφέρονται κυρίως στο Θεό, τον Χριστό, το Άγιο Πνεύμα, την Aγία Παρθένο και τους Αγίους Αποστόλους, χωρίς να ξεχνάμε και τον Πάπα, μπορούν να διαδέχονται η μια την άλλη και να σχηματίσουν φράσεις σκατολογικές και εντυπωσιακές. Η βλαστήμια είναι μια κατ’ εξοχήν ισπανική τέχνη. Στο Μεξικό για παράδειγμα, παρά την παρουσία της ισπανικής κουλτούρας εδώ και τέσσερις αιώνες, δεν έχω ακούσει ποτέ μια σωστή βλαστήμια. Στην Ισπανία μια ωραία βλαστήμια μπορεί να πιάσει δυο και τρεις αράδες. Όταν δε το απαιτούν οι περιστάσεις, μπορεί να γίνει μια πραγματική λιτανεία από την ανάποδη.
Μια τέτοια άγρια βλαστήμια άκουσαν ατάραχοι οι τρείς αναρχικοί του Πορτ-Μπου.
Κατόπιν αυτού μου είπαν ότι μπορούσα να περάσω. Προσθέτω, μια και μιλάω για βλαστήμιες, ότι στις παλιές πόλεις της lσπανίας, όπως για παράδειγμα στο Τολέδο, έβλεπε κανείς γραμμένο πάνω από την κύρια πύλη: «Απαγορεύεται η επαιτεία και η βλασφημία», κι αυτό με ποινή προστίμου ή σύντομης κράτησης. Απόδειξη της δύναμης και της συχνότητας των βλάσφημων επιφωνημάτων. Όταν ξαναγύρισα στην Ισπανία το 1960, μου φάνηκε ότι άκουγα λιγότερες βλαστήμιες στους δρόμους. Αλλά ίσως γελιόμουν – δεν άκουγα κιόλας τόσο καλά όσο άλλοτε.
Στη Γενεύη δεν είδα τον υπουργό παρά μόνο για είκοσι λεπτά. Μου ζήτησε να πάω στο Παρίσι, για να τεθώ στη διάθεση του νέου πρέσβη που θα όριζε η Δημοκρατία. Αυτός ο νέος πρέσβης θα ήταν ο Αρακισταίν, ένας αριστερός σοσιαλιστής, γνωστός μου, παλιός δημοσιογράφος και συγγραφέας. Είχε ανάγκη από έμπιστα πρόσωπα.
‘Εφυγα αμέσως για το Παρίσι.
Το Παρίσι στη διάρκεια τον εμφυλίου πολέμου
Θα έμενα εκεί ως το τέλος του πολέμου. Επίσημα, στο γραφείο μου στην οδό ντε λα Πεπινιέρ, είχα αναλάβει να συγκεντρώνω όλες τις ταινίες δημοκρατικής προπαγάνδας που γυρίζονταν στην Ισπανία. Στην πραγματικότητα όμως οι αρμοδιότητές μου ήταν πολύ πιο σύνθετες. Από τη μια ήμουν ένα είδος υπευθύνου του πρωτοκόλλου, επιφορτισμένος να οργανώνω ορισμένα γεύματα στην πρεσβεία, να μη βάζω, ας πούμε τον Αντρέ Ζιντ δίπλα στον Αραγκόν. Από την άλλη ασχολιόμουν με τις «πληροφορίες» και την προπαγάνδα.
Σ’ όλη αυτή την περίοδο ταξίδευα πολύ, στην Ελβετία, στην Αμβέρσα, στη Στοκχόλμη, επανειλημμένα στο Λονδίνο, με σκοπό πάντα να εκλιπαρίσω κάθε είδους υποστήριξη για τη δημοκρατική υπόθεση. Επίσης πολλές φορές επέστρεψα με αποστολή στην Ισπανία.
Μετέφερα συνέχεια βαλίτσες γεμάτες χιλιάδες προκηρύξεις, που είχαν τυπωθεί στο Παρίσι. Στην Αμβέρσα οι Βέλγοι κομμουνιστές μας πρόσφεραν ολόψυχα την υποστήριξή τους. Χάρη στη βοήθεια μερικών ναυτικών, οι προκηρύξεις μας ταξίδεψαν μέχρι και πάνω σ’ ένα γερμανικό πλοίο, με προορισμό την Ισπανία.
Σ’ ένα απ’ τα ταξίδια μου στο Λονδίνο, ένας βουλευτής των εργατικών και ο ‘Αιβορ Μόνταγκιου, πρόεδρος της Film Society, οργάνωσαν ένα γεύμα στη διάρκεια του οποίου αναγκάστηκα να βγάλω ένα μικρό λόγο στα αγγλικά. Περίπου είκοσι άτομα ήταν παρόντες κι ανάμεσά τους ο Ρόναλντ Πενρόουζ, που είχε παίξει στη Χρυσή εποχή, και ο ηθοποιός Κόνραντ Βάιντ, καθισμένος πλάι μου.
Η αποστολή μου στη Στοκχόλμη ήταν τελείως διαφορετική. Η περιοχή του Μπίαριτζ και της Μπαγιόν ήταν γεμάτη από κάθε λογήc φασίστες και ζητούσαμε μυστικούς πράκτορες για να μας δίνουν πληροφορίες. Πήγα στη Στοκχόλμη για να προτείνω το ρόλο του κατασκόπου σε μια πολύ όμορφη Σουηδέζα, την Καρήν, που ήταν μέλος του σουηδικού κομμουνιστικού κόμματος. Η σύζυγος του πρέσβη την γνώριζε και τη συνιστούσε. Η Καρήν δέχτηχε και επιστρέψαμε μαζί, κάνοντας το ταξίδι με πλοίο και τραίνο. Στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού αναγκάστηκα να υπομείνω μια πραγματική πάλη ανάμεσα στην πάντα ζωηρή σεξουαλική μου επιθυμία και στο καθήκον μου. Το καθήκον επικράτησε. Δεν ανταλλάξαμε ούτε καν ένα φιλί κι εγώ υπέφερα σιωπηλά. Η Καρήν έφυγε για τα Κάτω Πυρηναία, απ’ όπου μου έστελνε τακτικά όλες τις πληροφορίες που έπεφταν στην αντίληψή της. Δεν την ξαναείδα ποτέ.
Μια και μιλάω για την Καρήν, προσθέτω ότι ο κομμουνιστής υπεύθυνος της Agitprop, με τον οποίο είχαμε συχνή επαφή, κυρίως για τις αγορές όπλων (και τότε, όπως και σήμερα, ένα πλήθος μικροληστές τριγύριζαν γύρω από τη διακίνηση των όπλων κι έπρεπε διαρκώς να τους προσέχουμε), αυτός λοιπόν ο υπεύθυνος με κατηγόρησε ότι έβαλα μέσα στη Γαλλία μια «τροτσκίστρια». Πράγματι το σουηδικό κομμουνιστικό κόμμα είχε αλλάξει προσανατολισμό μέσα σε ελάχιστο χρόνο, στη διάρκεια μάλιστα του ταξιδιού μου, και δεν ήξερα τίποτε.
Σε αντίθεση με τη γαλλική κυβέρνηση, που αρνήθηκε να διακινδυνεύσει μια παρέμβαση υπέρ της Δημοκρατίας -παρέμβαση που γρήγορα θα είχε αλλάξει την πορεία των πραγμάτων- κι αυτό από καθαρή δειλία, από φόβο απέναντι στους Γάλλους φασίστες κι από τον φόβο διεθνών περιπλοκών, ο γαλλικός λαός και ιδιαίτερα οι εργάτες μέλη της C.G.T, μας έδωσαν σημαντική και ανιδιοτελή βοήθεια. Δεν ήταν σπάνιο, παραδείγματος χάρη, να έρθει να με βρει ένας σιδηροδρομικός ή ένας ταξιτζής, για να μου πει: «Δυο φασίστες έφτασαν χτες το βράδυ με το τραίνο των οχτώ και τέταρτο, είναι έτσι και έτσι, πήγαν στο τάδε ξενοδοχείο». Σημείωνα αυτές τις πληροφορίες και τις μεταβίβαζα στον Αρακισταίν, που υπήρξε σίγουρα ο καλύτερος πρεσβευτής μας στο Παρίσι.
Η άρνηση της Γαλλίας και των άλλων δημοκρατικών δυνάμεων να παρέμβουν, μας έκοψε τα πόδια. Ο Ρούσβελτ, παρ’ όλο που είχε εκδηλωθεί υπέρ της Ισπανικής Δημοκρατίας, υπέκυψε στις πιέσεις των αμερικανών καθολικών και δεν παρενέβαινε, όπως και ο Λεόν Μπλουμ στη Γαλλία. Δεν ελπίσαμε ποτέ σε μια άμεση επέμβαση, αλλά πιστεύαμε ότι η Γαλλία θα επέτρεπε μεταφορές όπλων και «εθελοντικών» αποστολών, όπως έκαναν από την άλλη πλευρά η Γερμανία και η Ιταλία. Η πορεία του πολέμου θα ήταν τελείως διαφορετική.
Πρέπει επίσης να μιλήσω -έστω και σύντομα- για την τύχη που επεφύλαξε η Γαλλία στους πρόσφυγες. Πολλοί, μόλις έφτασαν, απλούστατα μαντρώθηκαν σε στρατόπεδα. Απ’ αυτούς αρκετοί έπεσαν αργότερα στα χέρια των ναζί και χάθηκαν στη Γερμανία, κυρίως στο Μαουτχάουζεν.
Οργανωμένες από τους κομμουνιστές, εκπαιδευμένες και πειθαρχημένες, οι Διεθνείς Ταξιαρχίες ήταν οι μόνες που μας έδωσαν ταυτόχρονα μια πολύτιμη βοήθεια κι ένα καλό παράδειγμα. Πρέπει επίσης να αποτίσουμε φόρο τιμής στον Μαλρώ, παρ’ όλο που μερικοί από τους αεροπόρους που διάλεξε δεν ήταν παρά μισθοφόροι, και σ’ όλους εκείνους που ήρθαν να πολεμήσουν από δική τους πρωτοβουλία. Υπήρξαν πολυάριθμοι κι απ’ όλες τις χώρες. Στο Παρίσι έδωσα χαρτιά ελευθέρας εισόδου στον Χεμινγουαίη, στον Ντος Πάσσος, στον Γιόρις Ίβενς, που γύρισε ένα ντοκυμανταίρ για τον δημοκρατικό στρατό. Θυμάμαι τον Κορνιλιόν-Μολινιέ, που πολέμησε πολύ γεναία. Τον ξαναείδα αργότερα στη Νέα Υόρκη, μια μέρα πριν αναχωρήσει για να συναντήσει τον Ντε Γκωλ. Δήλωνε απόλυτα σίγουρος για την ήττα των ναζί και με κάλεσε να πάω να τον βρω στο Παρίσι, μετά τον πόλεμο, για να κάνουμε μαζί μια ταινία. Όταν τον συνάντησα για τελευταία φορά, στο φεστιβάλ Καννών, ήταν υπουργός και τα ‘πινε με τον διοικητή των Παραλίων Άλπεων. Σχεδόν ντρεπόμουν που μ’ έβλεπαν παρέα μ’ αυτούς τους επίσημους.
Ανάμεσα σ’ όλες τις δολοπλοκίες και τις περιπέτειες των οποίων υπήρξα μάρτυρας και μερικές φορές συμμέτοχος, θα προσπαθήσω να διηγηθώ αυτές που μου φαίνονται πιο ενδιαφέρουσες. Οι περισσότερες εκτυλίσσονταν μέσα σε μια ατμόσφαιρα μυστικότητας κι ακόμη και σήμερα μου είναι δύσκολο ν’ αναφέρω ορισμένα ονόματα.
Στη διάρκεια τον πολέμου γυρίζαμε στην Ισπανία ταινίες με τη βοήθεια -μεταξύ άλλων- δυο σοβιετικών οπερατέρ. Αυτές οι προπαγανδιστικές ταινίες θα προβάλλονταν σ’ όλο τον κόσμο καθώς επίσης και στην Ισπανία. Μια μέρα, μη έχοντας καvέvα νέο για το υλικό που είχαμε γυρίσει τους τελευταίους μήνες, έκλεισα ένα ραντεβού με τον αρχηγό της ρωσικής εμπορικής αποστολής. Μ’ άφησε να περιμένω πάνω από μια ώρα. Τελικά με δέχτηκε πολύ ψυχρά, με ρώτησε τ’ όνομά μου και μου είπε:
– Τι δουλειά έχετε στο Παρίσι; Η θέση σας είναι στο μέτωπο, στην Ισπανία!
Του απάντησα ότι δεν είχε κανένα δικαίωμα να κρίνει τη δραστηριότητά μου, ότι εκτελούσα διαταγές κι ότι ήθελα να μάθω τι απέγιναν οι ταινίες που είχαν γυριστεί για λογαριασμό της Ισπανικής Δημοκρατίας.
Μου απάντησε με κάποια υπεκφυγή. Τον παράτησα κι έφυγα.
Αμέσως μόλις γύρισα στο γραφείο μου, έγραψα τέσσερις επιστολές, μια προς την Ουμανιτέ, μια στην Πράβδα, μια άλλη προς τον σοβιετικό πρέσβη και μια τελευταία στον ισπανό υπουργό. Μέσα εκεί κατήγγειλα αυτό που μου φαινόταν να είναι σαμποτάζ μέσα στην ίδια τη σοβιετική εμπορική αποστολή, σαμποτάζ που μου το επιβεβαίωσαν φίλοι κομμουνιστές, γάλλοι, λέγοντάς μου: «Ναι, λίγο πολύ παντού συμβαίνουν τα ίδια». Η Σοβιετική Ένωση είχε εχθρούς, ή εν πάση περιπτώσει αντιπάλους, ανάμεσα στους επίσημους εκπροσώπους της. Εξάλλου, λίγο αργότερα, ο αρχηγός της εμπορικής αποστολής που με είχε υποδεχθεί τόσο άσχημα, ήταν ανάμεσα στα θύματα των μεγάλων εκκαθαρίσεων του Στάλιν.
Οι τρεις βόμβες
Μια από τις πιο περίπλοκες ιστορίες, που ρίχνει ένα ενδιαφέρον φως στη στάση της γαλλικής αστυνομίας (και όλων των αστυνομιών του κόσμου), είναι η ιστορία με τις τρεις βόμβες.
Μια μέρα μπαίνει στο γραφείο μου ένας νεαρός Κολομβιανός, αρκετά όμορφος και πολύ κομψός. Είχε ζητήσει να δει τον στρατιωτικό ακόλουθο, αλλά καθώς δεν είχαμε πια στρατιωτικό ακόλουθο (είχε θεωρηθεί ύποπτος κι είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα), έκριναν καλό να τον στείλουν σε μένα. Μεταφέρει μια μικρή βαλίτσα, την οποία ακουμπάει πάνω σ’ ενα τραπέζι, σ’ ένα μικρό σαλόνι της πρεσβείας, και την ανοίγει. Μέσα βρίσκονται τρεις μικρές βόμβες. Ο Κολομβιανός μου λέει:
– Είναι βόμβες πολύ μεγάλης ισχύος. Μ’ αυτές κάναμε επίθεση κατά του ισπανικού προξενείου στο Περπινιάν, καθώς επίσης κι εκείνη του τραίνου Μπορντώ – Μασσαλία. Έκπληκτος, τον ρωτάω τι θέλει και γιατί μου φέρνει αυτές τις βόμβες. Απαντά πως δεν σκοπεύει να μου κρύψει ότι είναι φασίστας, μέλος της Λεγεώνας του Κόνδωρος (ήμουν σίγουρος) και ότι ενεργεί έτσι από καθαρό μίσος για τον αρχηγό του, που τον αποστρέφεται μέχρι θανάτου. Προσθέτει:
– Αυτό που θέλω πάνω απ’ όλα είναι να τον συλλάβουν. Μη με ρωτάτε γιατί, έτσι. Αν θέλετε να τον γνωρίσετε, ελάτε αύριο στις πέντε στο La Coupole, θα κάθεται δεξιά μου. Στο επανιδείν. Σας αφήνω τις βόμβες.
Μόλις φεύγει ειδοποιώ τον Αρακισταίν, τον πρέσβη, που τηλεφωνεί στον αρχηγό της αστυνομίας. Αμέσως οι βόμβες εξετάζονται από τις γαλλικές υπηρεσίες εκρηκτικών. Ο τρομοκράτης έλεγε αλήθεια: οι βόμβες ήταν μιας ισχύος άγνωστης μέχρι τότε.
Την επομένη, χωρίς να τους πω για ποιο λόγο, ζητάω από τον ίδιο το γιο του πρέσβη κι από μια φίλη ηθοποιό να πάμε να πιούμε κάτι μαζί στο La Coupole. Φτάνοντας διακρίνω αμέσως τον Κολομβιανό, να κάθεται σε ένα υπαίθριο τραπέζι με μια μικρή παρέα. Στα δεξιά του -πρόκειται άρα για τον αρχηγό του- κάθεται ένας άντρας, που κατά φοβερή σύμπτωση τον γνωρίζω. Είναι ένας λατινοαμερικανός ηθοποιός. Η ηθοποιός φίλη μου τον γνωρίζει επίσης και περνώντας του σφίγγουμε το χέρι. Ο καταδότης μου δεν αντιδρά.
Επιστρέφοντας στην πρεσβεία και γνωρίζοντας το όνομα του αρχηγού της τρομοκρατικής ομάδας και το ξενοδοχείο όπου μένει στο Παρίσι, ειδοποιώ τον αρχηγό της αστυνομίας, ένα σοσιαλιστή. Απαντάει ότι θα τον συλλάβει αμέσως. Αλλά τίποτε δεν γίνεται. Λίγο καιρό αργότερα συναντώ τον αρχηγό της τρομοκρατικής ομάδας να κάθεται ήρεμα ήρεμα με τους φίλους του σ’ ένα καφέ στα Ηλίσια Πεδία, το Select. Ο φίλος μου ο Σάνσεθ Βεντούρα μπορεί να μαρτυρήσει ότι εκείνη την ημέρα έκλαψα από οργή. Έλεγα στον εαυτό μου: μα σε τι κόσμο ζούμε: Είναι ένας γνωστός εγκληματίας κι η αστυνομία αρνείται να τον συλλάβει; Γιατί;
Ο καταδότης ξανάρχεται στο γραφείο μου και μου ανακοινώνει:
– Ο αρχηγός μου θα πάει αύριο στην πρεσβεία σας για να ζητήσει μια βίζα για την Ισπανία.
Πληροφορία απόλυτα ακριβής. Ο λατινοαμερικανός ηθοποιός, ο οποίος διέθετε διπλωματικό διαβατήριο, πήγε στην πρεσβεία και πήρε χωρίς δυσκολία τη βίζα του. Πήγαινε στη Μαδρίτη για κάποια αποστολή, ποτέ δεν έμαθα τι ακριβώς. Στα σύνορα τον συνέλαβε η ισπανική δημοκρατική αστυνομία, που την είχαμε ειδοποιήσει, και τον άφησε ελεύθερο σχεδόν αμέσως, μετά από παρέμβαση της κυβέρνησής του. Στη Μαδρίτη έφερε σε πέρας την αποστολή του κι ύστερα επέστρεψε ανενόχλητος στο Παρίσι. ‘Ηταν λοιπόν άτρωτος: Τι είδους κάλυψη μπορούσε vα κολακεύεται ότι έχει; Ήμουν απελπισμένος.
Εκείνο τον καιρό χρειάστηκε να φύγω για την Στοκχόλμη. Στη Σουηδία διάβασα σε μια εφημερίδα ότι ένα εκρηκτικό εκπληκτικής ισχύος είχε καταστρέψει μια μικρή πολυκατοικία κοντά στο Ετονάλ, όπου στεγαζόταν η έδρα κάποιου εργατικού συνδικάτου. Το άρθρο διευκρίνιζε -νομίζω- ότι το εκρηκτικό που χρησιμοποιήθηκε είχε τέτοια ισχύ, που η πολυκατοικία είχε καταρρεύσει και ότι δυο πράκτορες είχαν βρει το θάνατο. Χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, αναγνώριζα πίσω απ’ αυτή την ενέργεια τον ίδιο άνθρωπο.
Και πάλι όμως τίποτε δεν έγινε. Εξακολούθησε τις δραστηριότητές του, προστατευμένος από την αδιαφορία της γαλλικής αστυνομίας, η οποία, όπως πολλές ευρωπαϊκές αστυνομίες, έδειχνε ξεκάθαρα την συμπάθειά της στα ισχυρά καθεστώτα.
Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, σαν να ήταν το φυσικότερο πράγμα του κόσμου, ο λατινοαμερικανός ηθοποιός, μέλος της πέμπτης φάλαγγας, παρασημοφορήθηκε από τον Φράνκο.
Την ίδια εποχή δέχτηκα μια βίαιη επίθεση από τη γαλλική δεξιά. Η Χρυσή εποχή δεν είχε ξεχαστεί. Μιλούσαν για τα ιερόσυλα αισθήματά μου, για το «πρωκτικό μου σύμπλεγμα» και η εφημερίδα Gringoire (ή ο Candide;) σ’ ένα σημείωμα της σύνταξης που έπιανε όλο το κάτω μέρος μιας σελίδας, θυμήθηκε ότι είχα έρθει στο Παρίσι μερικά χρόνια πριν, για να προσπαθήσω να «διαφθείρω τη γαλλική νεολαία».
Εξακολουθούσα να βλέπω τους σουρεαλιστές φίλους μου. Ο Μπρετόν μου τηλεφώνησε μια μέρα στην πρεσβεία και μου είπε:
– Αγαπητέ μου φίλε, κυκλοφορεί ένας αρκετά δυσάρεστος ψίθυρος ότι οι ισπανοί δημοκρατικοί τουφέκισαν τον Περέ, επειδή είναι μέλος του P.O.U.M.
Το P.O.U.M., θεωρητικά τροτσκιστικών τάσεων, είχε κερδίσει ορισμένες συμπάθειες ανάμεσα στους σουρεαλιστές. Ο Μπενζαμέν Περέ είχε πράγματι φύγει για τη Βαρκελώνη, όπου τον έβλεπαν κάθε μέρα στην πλατεία Catalυna, περιτριγυρισμένο από ανθρώπους του P.O.U.M. Μετά από παράκληση του Μπρετόν, προσπάθησα να πάρω πληροφορίες. Έμαθα ότι είχε πάει στο μέτωπο της Αραγώνας, στην Ουέσκα, κι ακόμη ότι κριτίκαρε τόσο έντονα και τόσο ανοιχτά την συμπεριφορά των μελών του P.O.U.M., ώστε ορισμένοι ανάμεσά τους είχαν απειλήσει να τον τουφεκίσουν. Μπόρεσα να εγγυηθώ στον Μπρετόν ότι ο Περέ δεν είχε εκτελεστεί από τους δημοκρατικούς. Και πράγματι, ξαναγύρισε στη Γαλλία.
Γευμάτιζα που και που με τον Νταλί στην Rσtisserie Perίgourdine, στην πλατεία Σαιν-Μισέλ. Μια μέρα μου μίλησε για μια περίεργη προσφορά.
-Θέλω να σου γνωρίσω ένα βαθύπλουτο Εγγλέζο, θερμό υποστηρικτή της Ισπανικής Δημοκρατίας, ο οποίος ήθελε να σας προσφέρει ένα βομβαρδιστικό.
Δέχτηκα να συναντήσω αυτό τον Εyγλέζο, που ήταν ο Έντουαρντ Τζαίημς, μεγάλος φίλος της Λεονόρας Κάρριγκτον. Είχε μόλις αγοράσει όλη την παραγωγή του Νταλί για το 1938 και μου είπε ότι κρατούσε πράγματι στη διάθεσή μας, σ’ ένα τσεχοσλοβακικό αεροδρόμιο, ένα υπερσύγχρονο βομβαρδιστικό αεροπλάνο. Γνωρίζοντας ότι η Δημοκρατία είχε φοβερή έλλειψη από αεροπλάνα, μας το παραχωρούσε, με αντάλλαγμα μερικά από τα αριστουργήματα του Μουσείου του Πράντο, με τα οποία σκόπευε να οργανώσει μια έκθεση στο Παρίσι και σε άλλες πόλεις. Οι πίνακες θα βρίσκονταν κάτω από την εγγύηση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. ‘Οταν θα τέλειωνε ο πόλεμος, υπήρχαν δυο πιθανότητες: αν τον κέρδιζαν οι δημοκρατικοί, οι πίνακες θα επέστρεφαν στο Πράντο. Στην αντίθετη περίπτωση θα παρέμεναν ιδιοκτησία της Δημοκρατίας στο εξωτερικό.
Μετέφερα αυτή την πρωτότυπη πρόταση στον Αλβαρέθ ντελ Βάγιο, τον υπουργό μας των Εξωτερικών. Ομολόγησε ότι το βομβαρδιστικό θα ήταν μεγάλη χαρά γι’ αυτόν, αλλά ότι για τίποτε στον κόσμο δεν θα επέτρεπε να φύγουν οι πίνακες του Πράντο. «Τι θα έλεγαν για μας; Τι θα έγραφε ο τύπος; ‘Οτι ξεπουλάμε την εθνική μας κληρονομιά για να προμηθευτούμε όπλα; Ας μη μιλάμε άλλο γι’ αυτό».
Η υπόθεση δεν συμφωνήθηκε.
Ο ‘Εντουαρντ Τζαίημς ζει ακόμη. Είναι ιδιοκτήτης πύργων σε διάφορα μέρη του κόσμου κι είχε μάλιστα κι ένα ράντζο στο Μεξικό.
Η γραμματέας μου, στην οδό ντε λα Πεπινιέρ, ήταν κόρη του οικονομικού υπεύθυνου του γαλλικού κομμουνιστικού κόμματος. Αυτός στα νιάτα του ανήκε στη συμμορία του Μποννό κι η γραμματέας μου θυμόταν τους περιπάτους που έκανε, πολύ μικρή, στην αγκαλιά του Ραιημόν-λα-Σιανς. (‘Εχω γνωρίσει προσωπικά δυο παλιούς της συμμορίας του Μποννό, τον Ριρέτ Μαιτρζάν κι εκείνον που στα νούμερά του στα καμπαρέ χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο «αθώος δεσμώτης»).
Μια μέρα παίρνουμε μια κοινοποίηση του Χουάν Νεγκρίν, πρωθυπουργού της Δημοκρατίας, όπου δηλώνει ότι ενδιαφέρεται πολύ για ένα φορτίο ποτάσας, που πρόκειται να αναχωρήσει από την Ιταλία με προορισμό ένα ισπανικό φασιστικό λιμάνι. Ο Νεγκρίν μας ζητάει πληροφορίες.
Μιλώ σχετικά στη γραμματέα μου, που τηλεφωνεί στον πατέρα της. Δυο μέρες αργότερα αυτός παρουσιάζεται στο γραφείο μου και μου λέει: «Πάμε να κάνουμε μια βόλτα στα περίχωρα. Θέλω να σας γνωρίσω κάποιον». Φεύγουμε μ’ ένα αυτοκίνητο, σταματάμε σ’ ένα καφέ, περί τα σαρανταπέντε λεπτά έξω από το Παρίσι (έχω ξεχάσει την ακριβή τοποθεσία) και μου παρουσιάζει ένα Αμερικανό γυρω στα τριανταπέντε με σαράντα, σοβαρό και κομψό, που μιλάει τα γαλλικά με μια έντονη προφορά. Ο Αμερικανός μου λέει:
-‘Εμαθα ότι σας ενδιαφέρει κάποιο φορτίο ποτάσας.
– Πράγματι.
– Ε, λοιπόν, νομίζω ότι μπορώ να σας δώσω πληροφορίες γι’ αυτό το πλοίο.
Mου είπε ό,τι ήξερε για το φορτίο και yια το δρομολόγιο, πληροφορίες απόλυτα ακριβείς, που κοινοποιήθηκαν στο Νεγκρίν.
Θα τον ξανασυναντούσα μερικά χρόνια αργότερα, στη Νέα Υόρκη, σ’ ένα μεγάλο κοκταίηλ στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης. Τον αναγνώρισα, με αναγνώρισε, χωρίς όμως ν’ αφήσουμε να φανεί τίποτε.
Αργότερα, μετά το τέλος του πολέμου, τον συνάντησα ακόμη μια φορά, με τη γυναίκα του, στο La Coupole. Αυτή τη φορά μιλήσαμε. Αν και Αμερικανός, διηύθυνε πριν τον πόλεμο ένα εργοστάσιο στα περίχωρα του Παρισιού. Υποστήριζε την Ισπανική Δημοκρατία κι έτσι τον γνώριζε ο πατέρας της γραμματέως μου.
‘Εμενα στο Μεντόν. Γυρίζοντας σπίτι μου το βράδυ, πολλές φορές σταματούσα το αυτοκίνητο, με το χέρι στο περίστροφο, για να κοιτάξω πίσω μου και να βεβαιωθώ ότι δεν με παρακολουθεί κανείς. Ζούσαμε περιτριγυρισμένοι από μυστικά, μηχανορραφίες, μυστηριώδεις επιρροές. Παρακολουθώντας ώρα με την ώρα την εξέλιξη του πολέμου και καταλαβαίνοντας ότι οι μεγάλες δυνάμεις, με εξαίρεση την Ιταλία και τη Γερμανία, θα προτιμούσαν να απόσχουν μέχρι το τέλος, βλέπαμε να χάνεται κάθε ελπίδα.
Δεν πρέπει να εκπλήσσεται κανείς που οι ισπανοί δημοκρατικοί είδαν, όπως κι εγώ, μάλλον ευνοϊκά το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο. Νιώθαμε τόσο απογοητευμένοι από τη στάση των δυτικών δημοκρατιών, που εξακολουθούσαν να αντιμετωπίζουν με περιφρόνηση την Σοβιετική Ένωση, αρνούμενες οποιαδήποτε αποτελεσματική επαφή μαζί της, ώστε είδαμε στη χειρονομία του Στάλιν ένα τρόπο να κερδίσει χρόνο, να πολλαπλασιάσει τις δυνάμεις του, που αργά ή γρήγορα θα ρίχνονταν στη μεγάλη μάχη.
Το γαλλικό κομμουνιστικό κόμμα, στη μεγάλη του πλειοψηφία, επιδοκίμαζε επίσης αυτό το σύμφωνο. Ο Αραγκόν το είπε καθαρά και ξάστερα. Ένας από τους ελάχιστους που διαφωνούσαν -στο εσωτερικό του κόμματος- ήταν ο Πωλ Νιζάν, λαμπρός μαρξιστής διανοούμενος, που με κάλεσε στο γάμο του (μάρτυρας ήταν ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ). Αλλά όλοι αισθανόμαστε, όποια κι αν ήταν η γνώμη μας, ότι αυτό το σύμφωνο δεν θα διαρκούσε, ότι θα έσπαγε, όπως όλα τα υπόλοιπα.
Διατήρησα τη συμπάθειά μου προς το κομμουνιστικό κόμμα, μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ΄50. Ύστερα άρχισα να απομακρύνομαι όλο και περισσότερο. Ο φανατισμός με απωθεί, όπου κι αν τον συναντήσω. Όλες οι θρησκείες έχουν βρει την αλήθεια. Το ίδιο κι ο μαρξισμός. Για παράδειγμα, στη δεκαετία του ‘ 30, οι δογματικοί μαρξιστές δεν ανέχονταν να τους μιλάς για το υποσυνείδητο, για τις βαθύτερες ψυχολογικές τάσεις του ατόμου. Τα πάντα έπρεπε να υπακούουν στους κοινωνικοοικονομικούς μηχανισμούς, πράγμα που μου φαινόταν παράλογο. Ξεχνούσαν το άλλο μισό του ανθρώπου. Τελειώνω μ’ αυτή την παρένθεση. Η παρένθεση είναι ο φυσικός μου τρόπος vα αφηγούμαι, κάπως όπως στο περιπετειώδες ισπανικό μυθιστόρημα. Ωστόσο με την ηλικία, καθώς αναπόφευκτα εξασθενίζει η μνήμη των πρόσφατων γεγονότων, πρέπει να προσέχω. Αρχίζω μια ιστορία, την αφήνω αμέσως για να κάνω μια παρένθεση που μου φαίνεται πολύ ελκυστική, κι ύστερα ξεχνάω από που ξεκίνησα και χάνομαι. Διαρκώς ρωτάω τους φίλους μου: «Γιατί σας το διηγούμαι αυτό;»
Είχα στη διάθεσή μου ορισμένα μυστικά κονδύλια, που τα χρησιμοποιούσα χωρίς αποδείξεις. Καμιά από τις αποστολές μου δεν έμοιαζε με την προηγούμενη. Μια φορά μάλιστα, με δική μου πρωτοβουλία, έκανα τον σωματοφύλακα του Νεγκρίν. Μαζί με τον σοσιαλιστή ζωγράφο Κυιντίγια, οπλισμένοι κι οι δυο, παρακολουθούσαμε τον Νεγκρίν, στο σταθμό του Ορσαί, χωρίς ούτε στιγμή να το υποψιαστεί.
Κατ’ επανάληψη πέρασα στην Ισπανία μεταφέροντας έγyραφα. Μ’ αυτή την ευκαιρία πήρα εξάλλου για πρώτη φορά στη ζωή μου αεροπλάνο, συνοδευόμενος από τον Χουανίτο Νεγκρίν, το γιο του πρωθυπουργού. Δεν προλάβαμε να περάσουμε τα Πυρηναία και μας έστειλαν σήμα ότι πλησιάζει ένα φασιστικό καταδιωκτικό, προερχόμενο από τη Μαγιόρκα. Αλλά το καταδιωκτικό έκανε στροφή, μεταπεισμένο ίσως από την αντιαεροπορική άμυνα της Βαρκελώνης.
Σ’ ένα από αυτά τα ταξίδια, στη Βαλένθια, αμέσως μόλις φτάνω, πηγαίνω να δω τον αρχηγό της Αγκίτ-Προπ και του λέω ότι βρίσκομαι σε αποστολή κι ότι θα ήθελα να του δείξω τα έγγραφα που φέρνω από το Παρίσι και που θα μπορούσαν να τον ενδιαφέρουν. Το επόμενο πρωί, στις εννέα, με βάζει σ’ ένα αυτοκίνητο και με πηγαίνει σε μια βίλα, δέκα χιλιόμετρα έξω από τη Βαλένθια. Εκεί με παρουσιάζει σ’ ένα Ρώσο, ο οποίος εξετάζει τα έγγραφά μου και λέει ότι τα γνωρίζει πολύ καλά. Έτσι είχαμε πολλά σημεία επαφής. Υποθέτω ότι το ίδιο συνέβαινε κι ανάμεσα στους φασίστες και τους Γερμανούς. Οι μυστικές υπηρεσίες επίσης διδάσκονταν μεθόδους κι από τη μια κι από την άλλη πλευρά.
Όταν μια δημοκρατική ταξιαρχία βρέθηκε πολιορκημένη από την άλλη μεριά του Γκαβάρνι, οι γάλλοι φίλοι τους περνούσαν όπλα από το βουνό. Μια φορά, καθώς πήγαινα εκεί μαζί με τον Ουγκάρτε, ένα πολυτελές αυτοκίνητο που έμοιαζε ακυβέρνητο μες στο δρόμο (ο οδηγός είχε αποκοιμηθεί) χτύπησε το δικό μας. Ο Ουγκάρτε έπαθε κλονισμό κι αναγκαστήκαμε να περιμένουμε τρεις μέρες πριν ξαναξεκινήσουμε.
Σ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου οι λαθρέμποροι των Πυρηναίων μπήκαν σε σκληρή δοκιμασία. Περνούσαν άντρες και προπαγανδιστικό υλικό. Στην περιοχή του Σαιν-Ζαν-ντε-Λιζ, ένας ενωμοτάρχης της γαλλικής χωροφυλακής, που το όνομά του δυστυχώς μου διαφεύγει, άφηνε τους λαθρέμπορους να κυκλοφορούν ελεύθερα, αν μετέφεραν δημοκρατικές προκηρύξεις από την άλλη μεριά των συνόρων. Για να του εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου -αλλά θα ευχόμουν αυτό να είχε γίνει πιο επίσημα- του έκανα δώρο ένα υπέροχο ξίφος, που το αγόρασα εγώ ο ίδιος, με δικά μου χρήματα, κοντά στην Place de la Republique και του το απένειμα «για τις υπηρεσίες που προσέφερε στην Ισπανική Δημοκρατία».
Μια τελευταία ιστορία, η ιστορία του Γκαρθία, θα δείξει την περιπλοκότητα των σχέσεων που είχαμε μερικές φορές με τους φασίστες.
Ο Γκαρθία δεν ήταν παρά ένας ληστής, ένας κοινός παλιάνθρωπος, που διακήρυττε πως είναι σοσιαλιστής. Στους πρώτους μήνες του πολέμου, στη Μαδρίτη, με μια μικρή ομάδα δολοφόνων, είχε ιδρύσει την απαίσια brigada del amanecer, «ταξιαρχία της αυγής». Ξημερώματα έμπαιναν δια της βίας σε κάποιο αστικό σπίτι, έπαιρναν τους άντρες «για περίπατο», βίαζαν τις γυναίκες κι έκλεβαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους.
Ήμουν στο Παρίσι, όταν ένας γάλλος συνδικαλιστής, που δούλευε νομίζω σ’ ένα ξενοδοχείο, ήρθε και μας είπε ότι κάποιος Ισπανός ετοιμαζόταν να πάρει ένα πλοίο για τη Νότια Αμερική, μεταφέροντας μαζί του μια βαλίτσα γεμάτη κλεμμένα κοσμήματα. Ήταν ο Γκαρθία, που έχοντας κάνει περιουσία, είχε εγκαταλείψει την Ισπανία και ταξίδευε με ψεύτικο όνομα.
Ο Γκαρθία, που οι φασίστες τον καταζητούσαν με μανία, ήταν μια ντροπή για τη Δημοκρατία. Κοινοποίησα στον πρέσβη την αναφορά του συνδικαλιστή. Το πλοίο θα έπιανε σκάλα στη Σάντα-Κρουζ της Τενερίφης, που την κατείχαν οι Φρανκιστές. Ο πρέσβης δεν δίστασε να τους ειδοποιήσει, μέσω κάποιας ουδέτερης πρεσβείας. Μόλις έφτασε στη Σάντα-Κρουζ, ο Γκαρθία αναγνωρίστηκε, συνελήφθη και απαγχονίστηκε.
Το Σύμφωνο της Καλάντα
Όταν άρχισαν οι φασαρίες, η Πολιτοφυλακή πήρε διαταγή να εγκαταλείψει την Καλάντα, για να συγκεντρωθεί στη Σαραγόσα. Πριν την αποχώρησή τους οι αξιωματικοί ανέθεσαν την εξουσία, και τη φροντίδα για τη διατήρηση της τάξης στην πόλη, σ’ ένα είδος συμβουλίου, που το αποτελούσαν ουσιαστικά προύχοντες.
Η πρώτη τους φροντίδα ήταν να συλλάβουν και vα φυλακίσουν μερικούς πασίγνωστους ακτιβιστές, ανάμεσά τους ένα πολύ γνωστό αναρχικό, μερικούς σοσιαλιστές χωρικούς και τον μοναδικό κομμουνιστή που ξέραμε στην Καλάντα.
Όταν, στις αρχές του πολέμου, τα αναρχικά στρατεύματα κατέφθασαν από τη Βαρκελώνη και απείλησαν την Καλάντα, οι προεστοί πήγαν στη φυλακή και είπαν στους κρατούμενους:
– Είμαστε σε πόλεμο και δεν ξέρουμε ποιος θα είναι ο νικητής. Γι’ αυτό σας προτείνουμε ένα σύμφωνο. Θα σας ελευθερώσουμε και θα δεσμευτούμε, και οι μεν και οι δε, όλοι οι κάτοικοι της Καλάντα, όποια κι αν είναι η έκβαση του πολέμου, να μην εξασκήσουμε κανενός είδους βία.
Οι φυλακισμένοι αμέσως συμφώνησαν. Τους απελευθέρωσαν. Μερικές μέρες αργότερα, όταν οι αναρχικοί μπήκαν στην πόλη, το πρώτο που έκαναν ήταν να τουφεκίσουν ογδονταδύο άτομα. Ανάμεσα στα θύματα ήσαν εννέα Δομινικανοί, οι περισσότεροι από τους προύχοντες (μου έδειξαν αργότερα τον κατάλογο με τα ονόματα) γιατροί, γαιοκτήμονες ακόμη και μερικοί κάτοικοι μάλλον φτωχοί, που το μόνο τους έγκλημα ήταν ότι έδειξαν την ευσέβειά τους.
Το σύμφωνο θέλησε να κρατήσει την Καλάντα μακρυά από την βίαιη πορεία του κόσμου, να την απομονώσει σ’ ένα είδος τοπικής ειρήνης, έξω από κάθε σύγκρουση. Αυτό ήταν πια αδύνατο. Είναι ψευδαίσθηση να πιστεύει κανείς ότι μπορεί να ξεφύγει από την ιστορία, από την εποχή του.
Στην Καλάντα τοποθετείται κι ένα γεγονός αρκετά ασυνήθιστο, νομίζω (δεν ξέρω αν συνέβη και σε άλλα χωριά). Εννοώ την διακήρυξη του ελεύθερου έρωτα. Μια ωραία ημέρα, κατόπιν διαταγής των αναρχικών, ο δημόσιος κήρυκας προχώρησε στην κεντρική πλατεία, φύσηξε την μικρή του τρομπέτα και διακήρυξε:
– Κομπανιέρος, από σήμερα στην Καλάντα θεσπίζεται ο ελεύθερος έρωτας.
Δεν πιστεύω ότι αυτή η διακήρυξη, που μπορεί κανείς να φανταστεί με τι κατάπληξη έγινε δεκτή, είχε αξιόλογες συνέπειες. Μερικές γυναίκες δέχτηκαν επιθέσεις στους δρόμους, πιέστηκαν να υποκύψουν στον ελεύθερο έρωτα (που άλλωστε κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν) και, μετά την επίμονη άρνησή τους, αφέθηκαν ελεύθερες. Αλλά τα πνεύματα παρέμεναν οξυμένα. Το να περάσεις από την άρρηκτη αυστηρότητα του καθολικισμού στον ελεύθερο έρωτα των αναρχικών, δεν ήταν και μικρή υπόθεση. Για να ξαναβάλει τα πράγματα σε κάποια τάξη, ο φίλος μου ο Μαντεκόν, κυβερνήτης της Αραγώνας, δέχτηκε μια μέρα να αυτοσχεδιάσει ένα λόγο από το μπαλκόνι του σπιτιού μας. Διακήρυξε μεγαλόφωνα ότι ο ελεύθερος έρωτας του φαινόταν ένας παραλογισμός κι ότι είχαμε κι άλλα πράγματα να κάνουμε, και προπαντός τον πόλεμο.
Δεν χρειάζεται να πω ότι όταν τα φασιστικά στρατεύματα πλησίασαν με τη σειρά τους την Καλάντα, όσοι συμπαθούντες των δημοκρατικών υπήρχαν στην πόλη, το είχαν σκάσει. Αυτοί που έμειναν και υποδέχτηκαν τους φασίστες, δεν είχαν κανένα λόγο να ανησυχούν. Ωστόσο, αν πιστέψω ένα Λαζαριστή ιερέα, που ήρθε να με δει στη Νέα Υόρκη λίγο καιρό αργότερα, καμιά εκατοστή άτομα (σε πέντε χιλιάδες κατοίκους, αλλά πολλοί είχαν φύγει), όλοι «αθώοι» από την φρανκική σκοπιά, πέρασαν από το απόσπασμα, τόσο άγρια ήταν η μανία τους να ξεριζώσουν οριστικά τη δημοκρατική γάγγραινα.
Στη Σαραγόσα συνέλαβαν την αδελφή μου Κοντσίτα. Δημοκρατικά αεροπλάνα είχαν βομβαρδίσει την πόλη (μια βόμβα μάλιστα διέσχισε τη στέγη της βασιλικής χωρίς να εκραγεί, πράγμα που έκανε τον κόσμο να μιλάει για θαύμα) κι ο σύζυγος της αδελφής μου, αξιωματικός, κατηγορήθηκε για ανάμειξη σ’ αυτή την υπόθεση. Όμως, εκείνο τον καιρό, ήταν φυλακισμένος από τους δημοκρατικους. Η αδελφή μου αφέθηκε ελεύθερη, αλλά πέρασε πολύ κοντά από το απόσπασμα.
Ο Λαζαριστής ιερέας που μου έφερε στη Νέα Υόρκη, τυλιγμένο σε ρολό, το πορτραίτο που μου είχε κάνει ο Νταλί στη Φοιτητική Εστία (ένας Πικάσσο, ένας Τανγκύ, ένας Μιρό είχαν οριστικά χαθεί, αλλά δεν μ’ ένοιαζε), μου διηγήθηκε την ιστορία της Καλάντα στη διάρκεια του πολέμου, κι ύστερα μου είπε, αρκετά απλοϊκά:
– Προς Θεού, μην πάτε εκεί!
Δεν είχα καμιά επιθυμία να πάω, αυτό εννοείται. Θα περνούσαν πολλά χρόνια, προτού μπορέσω να ξαναγυρίσω στην Ισπανία.
Το 1936 ο ισπανικός λαός πήρε τον λόγο για πρώτη φορά στην ιστορία του. Ενστικτωδώς στράφηκε πρώτα ενάντια στην εκκλησία και τους γαιοκτήμονες, με τους οποίους τον χώριζε μια πολύ παλιά αντίθεση. Καίγοντας τις εκκλησίες και τα μοναστήρια, σφάζοντας τους ιερείς, ο λαός έδειχνε ξεκάθαρα τον προγονικό του εχθρό.
Από την άλλη πλευρά, την πλευρά των φασιστών, τα εγκλήματα διαπράττονταν από τους πιο πλούσιους και τους πιο καλλιεργημένους Ισπανούς. Στην πλειοψηφία τους διαπράττονταν -το παράδειγμα της Καλάντα ισχύει για όλη την Ισπανία- χωρίς πραγματική αναγκαιότητα, με μια θανάσιμη ψυχρότητα.
Αυτό μου επιτρέπει να λέω σήμερα, με μια σχετική ηρεμία, ότι ο λαός είναι κατά βάθος πιο γενναιόδωρος. Οι λόγοι που είχε για να επαναστατήσει ήταν σε όλους γνωστοί. Αν τους πρώτους μήνες του πολέμου ορισμένες υπερβολές από το μέρος των δημοκρατικών μου είχαν προκαλέσει φρίκη (δεν προσπάθησα να τις κρύψω), αρκετά γρήγορα, από τον Νοέμβριο του 1936, μια νόμιμη τάξη εγκαθιδρύθηκε και οι μαζικές εκτελέσεις σταμάτησαν. Εξάλλου, πολεμούσαμε ενάντια σε στασιαστές.
Σ’ όλη μου τη ζωή μου έκανε μεγάλη εντύπωση η περίφημη φωτογραφία, όπου μπροστά στον ‘Αγιο Ιάκωβο της Κομποστέλλας, βλέπει κανείς αξιωματούχους της εκκλησίας, με τα επίσημα άμφιά τους, να κάνουν τον φασιστικό χαιρετισμό δίπλα σε μερικούς αξιωματικούς. Ο Θεός και η πατρίδα στέκονται πλάι πλάι. Δεν μας έφεραν παρά την καταπίεση και το αίμα.
Δεν υπήρξα ποτέ φανατικός εχθρός του Φράνκο. Δεν ήταν για μένα η προσωποποίηση του διαβόλου. Είμαι μάλιστα έτοιμος να πιστέψω ότι βοήθησε στο ν’ αποφύγει η ήδη αφαιμαγμένη lσπανία την εισβολή των Ναζί. Ακόμη και σε ό,τι τον αφορά προσωπικά, αφήνω περιθώρια για ορισμένες αμφιβολίες.
Αυτό που λέω τώρα στον εαυτό μου, νανουρισμένος από τις ονειροπολήσεις του άκακου μηδενισμού μου, είναι ότι ο μεγαλύτερος πλούτος και η πιο ανεπτυγμένη κουλτούρα, που υπήρχαν από την άλλη πλευρά, την πλευρά των φασιστών, θα ‘πρεπε να είχαν περιορίσει τη φρίκη. Τίποτε τέτοιο δεν έγινε, το αντίθετο μάλιστα. Γι’ αυτό, μόνος μπροστά στο ντράι-μαρτίνι μου, αμφιβάλλω για τις ευεργεσίες του πλούτου και της μόρφωσης.
Το σύνολο σχεδόν των φωτογραφιών από τον Ισπανικό εμφύλιο προέρχονται από τον Παραλληλογράφο. Η φωτογραφία με τους Έλληνες εθελοντές προέρχεται από τον Κόκκινο Φάκελο. Ακόμα μια ανάρτηση σχετική με τον Ισπανικό εμφύλιο εδώ.
Περαστικός από τον «παραλληλογράφο» έπεσα στην ανάρτηση για «Τα “χαμένα” αρνητικά του Ισπανικού εμφυλίου». Δεν υπάρχει φυσικά λόγος ιδιαίτερης αναφοράς στην αυτονόητη ιστορική αξία του φωτογραφικού υλικού που εκτίθεται στην ανάρτηση, και που ο ίδιος ο δημιουργός του Robert Capa το θεωρούσε «χαμένο» μέχρι το τέλος της ζωής του, σύμφωνα με τα αναφερόμενα σ’ αυτήν.
Αφορμή όμως γι’ αυτήν εδώ την ανάρτηση έδωσε μια λεζάντα κάτω από τη φωτογραφία ενός μαχητή των Διεθνών Ταξιαρχιών: «Αποχαιρετισμός στις Διεθνείς Ταξιαρχίες, οι οποίες αποδεσμεύονται λόγω της συμφωνίας του Σταλιν-Χιτλερ -Montblanch-Βαρκελώνη Οκτώβριος 1938 Robert Capa»
Υποθέτω ότι η λεζάντα δεν ανήκει στον R. Kapa αλλά στην ανάρτηση. Όπως και να’χει πάντως είναι αυτή η λεζάντα που μου έδωσε το ερέθισμα για τα όσα ακολουθούν, και περιγράφουν τις περιστάσεις υπό τις οποίες οι Διεθνείς Ταξιαρχίες τερμάτισαν τη δράση τους και «αποδεσμεύτηκαν» όπως αναφέρεται και στη λεζάντα της φωτογραφίας – περιστάσεις απ’ ό,τι φαίνεται όμως αρκετά διαφορετικές από αυτές που νομίζει η ανάρτηση του «παραλληλογράφου».
Αντιγράφω, χωρίς άλλα σχόλια από μέρους μου, από το βιβλίο «Ποιος βοήθησε τον Χίτλερ» (σελ. 125-127, εκδ. «Θεμέλιο 1966 και από μεταβίβαση εκδοτικός οίκος Γνώσεις») του Ιβάν Μάισκι (πρεσβευτή της ΕΣΣΔ στη Μ. Βρεταννία από το 1932 ως το 1943), στο οποίο, όπως λέει ο συγγραφέας προλογικά, εκτίθεται η «απαρασάλευτη αλήθεια σχετικά με την εξέλιξη των σχέσεων ανάμεσα στην ΕΣΣΔ, την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Γερμανία, την άνοιξη και το θέρος του 1939. […] Για να είναι όμως η αλήθεια που θα εκθέσω αυθεντική, είμαι υποχρεωμένος ν’ αρχίσω την αφήγησή μου όχι από το 1939, αλλά από μια ημερομηνία πολύ προγενέστερη…»:
«»Το Νοέμβρη 1938, όταν καταλάγιασε ο θόρυβος που προκάλεσε η συμφωνία του Μονάχου [1], συνέβηκε ένα νέο σημαντικό γεγονός.
Στις 16 Απρίλη 1938, όπως ανάφερα πιο πάνω, ο Τσάμπερλαιν κι ο Μουσολίνι υπόγραψαν ένα σύμφωνο φιλίας και συνεργασίας. Για να καθησυχάσει την αγγλική κοινή γνώμη, ο Τσάμπερλαιν υποσχέθηκε να μην την επικυρώσει πριν αποσυρθούν τα ιταλικά στρατεύματα από την Ισπανία σύμφωνα με το σχέδιο της «επιτροπής μη επεμβάσεως». Το σχέδιο αυτό ύστερα από πολλές συζητήσεις και αντιρήσεις έγινε τελικά αποδεχτό στις 5 Ιούλη 1938. Η απομάκρυνση των ξένων στρατευμάτων από την Ισπανία είχε καθοριστεί σε 10.000 άντρες για την ολιγαριθμότερη πλευρά κ’ η αντίπαλη πλευρά θα απέσυρε ανάλογο ποσοστό με βάση το σύνολο των ξένων στρατευμάτων που πολεμούσαν στο στρατόπεδό της. Αυτό σήμαινε πραχτικά τούτο: το θέρος 1938 στο πλευρό του δημοκρατικού στρατού πολεμούσαν 12.000 ξένοι περίπου, ενταγμένοι στις πασίγνωστες διεθνείς ταξιαρχίες, μ’ άλλα λόγια οι 10.000 άντρες που έπρεπε να αποχωρήσουν αποτελούσαν το 80% της δυναμής τους. Η στρατιά του Φράνκο αριθμούσε 130.000 ξένους μαχητές από τους οποίους οι 100.000 ήταν Ιταλοί. Κατά συνέπεια, για να εκπληρώσει ο Φράνκο τους όρους του σχεδίου της «επιτροπής μη επεμβάσεως», έπρεπε να στείλει πίσω στην πατρίδα τους 80.000 Ιταλούς το λιγότερο. Είναι αυτονόητο πως κάτι τέτοιο δεν συνέφερε καθόλου στον Φράνκο και το φθινόπωρο του 1938 άρχισε το βιολί των αναβολών. Οι Γερμανοί κ’ οι Ιταλοί τον υποστήριζαν δραστήρια.
Το Σεπτέμβρη 1938, η δημοκρατική κυβέρνηση της Ισπανίας, χωρίς να περιμένει το τέλος των συνομιλιών της «επιτροπής μη επεμβάσεως» για την κατ’ αναλογία απομάκρυνση των ξένων στρατιωτικών των δυο στρατοπέδων, παραιτήθηκε με μονομερή απόφασή της από τη βοήθεια των ξένων ταξιαρχιών. Ύστερα από αίτησή της, μια ειδική αποστολή της Κοινωνίας των Εθνών επισκέφθηκε τη δημοκρατική Ισπανία και πιστοποίησε πως οι δημοκρατικοί είχαν εκτελέσει με απόλυτη ευσυνειδησία την απόφασή τους. Ο Φράνκο βρέθηκε σε δύσκολη θέση κι αποφάσισε να κάνει κι εκείνος μια «γενναία χειρονομία». Δήλωσε πως είναι πρόθυμος να στείλει πίσω 10.000 ξένους στρατιώτες. Ακόμα και στην περίπτωση που αυτοί οι 10.000 άντρες ήταν αποκλειστικά Ιταλοί, πάλι δεν αποτελούσαν παρά το 10% των Ιταλών που πολεμούσαν στο πλευρό του Ισπανού δικτάτορα. Ωστόσο, το σχέδιο της «επιτροπής μη επεμβάσεως» απαιτούσε την απομάκρυνση του 80%, δηλαδή 80.000 Ιταλών.
Η πρόταση του Φράνκο δεν ήταν παρά καθαρή απάτη κ’ ήταν φανερό σε όλους πως δεν επρόκειτο καθόλου για εφαρμογή του σχεδίου της «επιτροπής μη επεμβάσεως». Κατά συνέπεια, ο Τσάμπερλαιν, σύμφωνα με την ίδια την υπόσχεσή του του Απρίλη 1938, δεν είχε δικαίωμα να επικυρώσει το αγγλο-ιταλικό σύμφωνο.
Μα αυτά συμβαίνανε πριν από το Μόναχο. Τώρα, μετά το Μόναχο, ο Βρεταννός πρωθυπουργός είχε γίνει «ευφυέστερος». Στις 11 Οκτώβρη ρώτησα ορθά κοφτά τον Χάλιφαξ [2]: Η βρεταννική κυβέρνηση θεωρεί επαρκή την απομάκρυνση των 10.000 Ιταλών από την Ισπανία ώστε να επικυρώσει το αγγλο-ιταλικό σύμφωνο; Ο Χάλιφαξ μου απάντησε κατά τρόπο διφορούμενο και νεφελώδη. Επεξετάθη πολλή ώρα στο γεγονός ότι έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει κανείς το ζήτημα της απομάκρυνσης των ξένων στρατευμάτων από μια γενικότερη σκοπιά κ’ ιδιαίτερα από την ανάγκη του κλεισίματος όσο γίνεται ταχύτερα του «ισπανικού προβλήματος» που κατάντησε πηγή «οξύτατης διεθνούς ανησυχίας».
Καταλήγοντας, ο Χάλιφαξ μου είπε πως «μια τέτοια θεώρηση (δηλαδή, το γρήγορο κλείσιμο του «ισπανικού προβλήματιος» – σημ. συγγρ.) είναι πολύ πιο σημαντική από τους ακριβείς αριθμούς των Ιταλών που θ’ αποσυρθούν από την Ισπανία ή άλλα συναφή ζητήματα» [*].
Το πράγμα ήταν φανερό. Η κυβέρνηση Τσάμπερλαιν ήθελε να στραγγαλίσει όσο γινότανε πιο γρήγορα την Ισπανική Δημοκρατία και ήταν πρόθυμη να κάνει τα στραβά μάτια σε όλες τις ραδιουργίες του Φράνκο. Τελικά αυτό συνέβηκε. Ο Τσάμπερλαιν θεώρησε πως με την απομάκρυνση των 10.000 Ιταλών το σχέδιο της «επιτροπής μη επεμβάσεως» πραγματοποιήθηκε κ’ ύστερα από τη δόλια αυτή ενέργεια, στις 16 Νοέμβρη 1938, η βρεταννική κυβέρνηση επικύρωσε την αγγλο-ιταλική συνθήκη. […]»»
[*] Βλέπε: «Ντοκουμέντα επί της Βρεταννικής Εξωτερικής Πολιτικής».
[1] Το σύμφωνο του Μονάχου υπογράφτηκε στις 30-9-1938 μεταξύ των κυβερνήσεων Μ. Βρεταννίας, Γαλλίας, Ιταλίας και Γερμανίας ικανοποιώντας τις χιτλερικές εδαφικές και άλλες αξιώσεις επί της Τσεχοσλοβακίας. Είχε ήδη προηγηθεί η προσάρτηση της Αυστρίας στη ναζιστική Γερμανία στις 12-3-1938 (σημ. του μπλογκ)
[2 ] Λόρδος Χάλιφαξ: ο τοτε υπουργός εξωτερικών της Μ. Βρεταννίας (σημ. του μπλογκ).