«Έντονος προβληματισμός στους κατοίκους για την κατάσταση που έχει φτάσει στο απροχώρητο»
Τι θα έλεγε κανείς διαβάζοντας αυτή τη φράση, και πού θα πήγαινε το μυαλό του; Ποια κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο και προβληματίζει έντονα τους κατοίκους;
Μήπως ο οικονομικός μαρασμός των εργαζομένων; Η καθημερινή διακινδύνευση για πολλούς των δυνατοτήτων της επιβίωσής τους; Οι τιναγμένες στον αέρα δομές της δημόσιας υγείας και πρόνοιας;
Θα μπορούσε να μην έχει τέλος η λίστα με τις ανάλογες πιθανές «καταστάσεις που έχουν φτάσει στο απροχώρητο και προβληματίζουν έντονα τους κατοίκους». Όμως ποια είναι αυτή η κατάσταση στην πραγματικότητα;
Σύμφωνα με την μικρή είδηση πριν 2-3 μέρες στο φύλλο της τοπικής εφημερίδας του Πύργου «Πατρίς», η «κατάσταση που έχει φτάσει στο απροχώρητο και προβληματίζει έντονα τους κατοίκους» αφορά το ότι υπάρχουν αδέσποτα ζώα.
Αν αυτό αληθεύει, θα πρότεινα στους «κατοίκους που προβληματίζονται έντονα», να αφήνουν έξω, σε κάποιο σημείο που δεν ενοχλεί, τα αποφάγια τους, τα όλο και λιγότερα βέβαια αφού για τους περισσότερους είναι όλο και λιγότερο και το φαΐ τους.
***
Θα ήταν βέβαια σχετικά μικρό το κακό αν αυτή η ιεράρχηση των «καταστάσεων που έχουν φτάσει στο απροχώρητο» και το είδος του «έντονου προβληματισμού» που ταιριάζει σε τέτοιες ιεραρχήσεις, περιοριζόταν σε θέματα σαν κι αυτό, και δεν ήταν ακριβώς το είδος της ιεράρχησης και του προβληματισμού με το οποίο αντιμετωπίζονται τα κοινωνικά προβλήματα στο σύνολό τους και το οποίο είδος ιεράρχησης και προβληματισμού αναγορεύεται σε «κοινή γνώμη» από τον ενημερωτικό ιδεολογικό «βάλτο» που καθημερινά πασχίζει για τη συντήρηση μιας κοινωνικής κατάστασης που -δυστυχώς όμως- μεταβάλλεται καθημερινά από μόνη της προκαλώντας την δυσφορία και την «πτώση από τα σύννεφα» όσων επιμένουν να τα θέλουν «όπως τα βρήκανε από τους γονείς τους και τους παππούδες τους»: Η συντήρηση των πραγμάτων «όπως τα βρήκαμε», στην πραγματικότητα δεν είναι παρά συντήρηση των όρων και του τρόπου με τον οποίο τα πράγματα αλλάζουν «από μόνα τους», «αυθόρμητα», πέρα από κάθε πρόβλεψη και κάθε σχέδιο που θα αποσκοπούσε στο να ικανοποιούνται οι ανάγκες των ανθρώπων, του λαού, των εργαζομένων, των επόμενων γενεών, της κοινωνίας και της φύσης.
Κι όταν αυτή η αλλαγή εμφανίζεται σαν τερατογένεση με τα κάθε φορά οριστικά της χαρακτηριστικά, τότε η «κοινή γνώμη» που για πολλά χρόνια πάσχιζε να μην αλλάξει τίποτα, να μείνουν όλα όπως είναι, όπως τα βρήκαμε, όπως τα ξέρουμε, απλώς βρίσκεται αντιμέτωπη με τα έργα της.
Όπως τα βρήκαμε, μα δεν υπάρχουν πια…
***
Μια ακόμα μέθοδος που χρησιμοποιεί ο βάλτος της τοπικής ενημέρωσης, που είναι βάλτος και εξαιτίας αυτής της μεθόδου που την χρησιμοποιεί για την εξυπηρέτηση της «συντηρητικής» αποστολής του, είναι η καλλιέργεια της εντύπωσης ότι τα σύνορα του κόσμου συμπίπτουν με τα τοπικά σύνορα της πόλης ή του νομού.
Το χαρακτηριστικό αυτό, βέβαια, βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία με την αυθόρμητη ιδεολογία των μικροϊδιοκτητών που επί γενεές τρέφονται με την αυταπάτη ότι αποτελούν τον «εθνικό κορμό» της χώρας και ότι η θέλησή τους ταυτίζεται με την «εθνική θέληση»: Για τον φτωχό αγρότη και τον μαγαζάτορα τα όρια του κόσμου ταυτίζονται με τα όρια του χωραφιού του ή με την πόρτα του μαγαζιού του. Τι πιο φυσικό, λοιπόν, από το ότι η «φωνή του», την οποία εκπροσωπούν υποτίθεται τα τοπικά μμε και η τοπική διοίκηση, του επιστρέφει αθροιστικά σαν ηχώ με τη μορφή του κόσμου που τελειώνει στα σύνορα του Πύργου ή έστω της Ηλείας.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: Η Πελοπόννησος εδώ και χρόνια, πριν ακόμα κι από την «κρίση» – αντίθετα μάλιστα: σαν αποκορύφωση της ίδιας της «ανάπτυξης», δεν διαθέτει σιδηροδρομική σύνδεση. Αυτό βέβαια δεν συνέβη «απότομα». Η διακοπή της λειτουργίας του τρένου, της σιδηροδρομικής συγκοινωνίας με την Πάτρα και την Αθήνα συζητιόταν για καιρό, και από καιρό είχε «ανακοινωθεί» η κατάργηση «μερικών» σιδηροδρομικών σταθμών που αποδείχτηκε βέβαια κατάργηση όλων των σιδηροδρομικών σταθμών. Πώς μπορεί όμως να κατανοηθεί το γεγονός, ότι τη στιγμή που καταργούνταν το τρένο σε όλη τη δυτική Πελοπόννησο, κάποιοι δήμαρχοι και δήμοι του κάμπου, διατύπωναν το αίτημα ο «δικός τους» σταθμός να μην καταργηθεί;
Θα μπορούσε να πει κανείς: «πάλι καλά»! Απέναντι σε τοπικές αρχές που ούτε καν για το «δικό τους» σταθμό δεν ενδιαφέρθηκαν, αποτελεί όαση το γεγονός ότι σε έναν δήμο ή σε ένα χωριό κάποιοι ζήτησαν, έστω, να διατηρηθεί ο σταθμός ο «δικός τους». Έλα όμως που κανείς σταθμός δεν σώζεται όταν καταργείται ολόκληρο το τρένο… Και έλα όμως, επίσης, που, μια που τα πράγματα πρέπει να μένουν «όπως τα βρήκαμε», δεν είναι και λίγα, και το κυριότερο δεν είναι αμελητέα ποσότητα σαν «κοινή γνώμη» τα συμφέροντα που στο τρένο δεν βλέπουν παρά έναν «ανταγωνιστή», ή που (ουδέν κακόν αμιγές καλού!) για να ζωντανέψουν τη σερμαγιά τους (ίδια ή δανεική) προσβλέπουν στην «αξιοποίηση» των κτισμάτων που άφησε πίσω του, σαν κουφάρια, η κατάργηση του τρένου…
***
Η «κατάσταση που έχει φτάσει στο απροχώρητο προβληματίζοντας έντονα τους κατοίκους» ήταν μια απλή αφορμή για όλες τις παραπάνω σκέψεις. Όπως αφορμή για τα προηγούμενα και τα επόμενα προσφέρουν δυο ακόμα δείγματα της πάγιας «επικαιρότητας» της περιοχής, δείγματα μιας ακόμα «κατάστασης που έχει φτάσει στο απροχώρητο και προβληματίζει έντονα τους κατοίκους», σε βαθμό μάλιστα που από αυτόν τον «έντονο προβληματισμό» να βγαίνει και το συμπέρασμα ότι «κάτι πρέπει να γίνει»! «Κάτι»! Να γίνει «κάτι» υπό τον όρο ότι όλα τα άλλα θα μείνουν ως έχουν, υπό τον όρο ότι κατά τα άλλα δε θα γίνει τίποτα! Πέραν αυτού κανένας «προβληματισμός» για τον μύλο στον οποίο κουβαλά νερό αυτό το αόριστο «κάτι», για τις συγκεκριμένες και πραγματικές συνθήκες που υποθάλπει με την δήθεν αοριστία του. Και πέρα από αυτό το δήθεν αόριστο «κάτι», ουδέν…
…Διαβάζουμε λοιπόν στο σάιτ της τοπικής εφημερίδας «Η Πρωινή», την δυσάρεστη είδηση για τον τραυματισμό ενός 25χρονου στη διάρκεια συμπλοκής μεταξύ Ρομά σε γειτονιά του Πύργου. Οι κάτοικοι στην γειτονιά που συνέβη το επεισόδιο είναι λέει ανάστατοι και ανέφεραν πως «δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση» καθώς είναι «συχνά φαινόμενα» οι εντάσεις και οι διαπληκτισμοί μεταξύ Ρομά, όπως αυτή η συμπλοκή που σύμφωνα με πληροφορίες έγινε «μεταξύ δύο αδερφών που έμεναν σε κοντινά σπίτια στην περιοχή του Επαρχείου, για οικογενειακές διαφορές»…
…Διαβάζουμε την ίδια μέρα στο ίδιο σάιτ και το ρεπορτάζ «με θέμα την επαιτεία από ανήλικους τσιγγάνους στα φανάρια της Φιλοθέης» και με τίτλο: «Κάτι πρέπει να γίνει».
*
Δεν υπάρχει εδώ η παραμικρή πρόθεση αμφισβήτησης των γεγονότων όπως περιγράφονται στην είδηση για τη συμπλοκή και τον τραυματισμό του 25χρονου και στο ρεπορτάζ για την επαιτεία των τσιγγανόπουλων (ακόμα κι αν στο δεύτερο παραλείπονται όσα θα μπορούσαν να αφορούν τις περιπτώσεις που ορισμένα από τα περιγραφόμενα προκαλούνται και από «επιδείξεις ανωτερότητας» -για να εκφραστούμε «κομψά»- από «καθωσπρέπει πολίτες» απέναντι στα παιδάκια που ζητιανεύουν). Θα παραμείνουμε λοιπόν «αυστηρά» στις δυο φράσεις που «συνδέουν» τα δυο ρεπορτάζ:
«Δεν πάει άλλο η κατάσταση» (είπαμε: «στο απροχώρητο!!!) και: «Κάτι πρέπει να γίνει»…
Αν τα τοπικά μμε και η «κοινή γνώμη» που τους ταιριάζει και της ταιριάζουν δεν αντιμετώπιζαν (και δεν προασπίζονταν) την «κατάσταση» σαν βάλτο από τον οποίο πού και πού πετάγεται το τέρας του Λόχνες, τρώει μερικούς ανθρώπους και ύστερα ξαναβυθίζεται στον πάτο του βάλτου και ξανακοιμάται, τότε η «κατάσταση» για την οποία θα μιλούσαν, η οποία «δεν πάει άλλο», η οποία «έχει φτάσει στο απροχώρητο», δεν θα περιοριζόταν στα ενοχλητικά γεγονότα που «όντως» συμβαίνουν. Κι αυτό το «κάτι» που «πρέπει να γίνει» δεν θα συνέπιπτε με την «αφελή» ερώτηση που τελικά προσδιορίζει την «αοριστία» του: «Πόσο, τελικά, δύσκολο είναι για την Αστυνομία να απομακρύνει σε σταθερή βάση, τους ρομά από τα φανάρια;»
Η «κατάσταση» δεν θα άρχιζε από τα «γεγονότα», από τα αποτελέσματα, αλλά από τα αίτια, τα οποία συγκαλύπτονται και διατηρούνται άθικτα πίσω από αυτού του είδους το «απροχώρητο» και, επομένως, αυτού του είδους το «κάτι», για να παραγάγουν τα ίδια και χειρότερα αποτελέσματα στο μέλλον. Άλλωστε και τα σημερινά γεγονότα δεν είναι παρά αποτελέσματα των αιτιών του χθες, που και χθες συγκαλύπτονταν με το χθεσινό «απροχώρητο» και το χθεσινό του «κάτι», που «έπρεπε να γίνει» και, πραγματικά, «έγινε».
Το λιγότερο για το οποίο θα μπορούσαν να αναρωτηθούν σχετικά με την «κατάσταση» όσοι θεωρούν ότι «έχει φτάσει στο απροχώρητο», ότι «δεν πάει άλλο», είναι οι κοινωνικές συνέπειες του απλού γεγονότος ότι εδώ και καιρό έχει γίνει «θεσμός» η καθυστέρηση στην καταβολή των προνοιακών, πολυτεκνικών κλπ επιδομάτων και του απλού γεγονότος ότι ακόμα κι αν πρόκειται για καθυστέρηση «λίγων» μόνο ημερών και «λίγων» μόνο εβδομάδων, οι άνθρωποι πρέπει ακόμα και τις «λίγες» αυτές μέρες ή εβδομάδες να τραφούν.
Το «κάτι παραπάνω» που, με τη σειρά του, αφορά την «κατάσταση που δεν πάει άλλο», έχει να κάνει με την κοινωνική, οικονομική και μορφωτική καθήλωση μεγάλου μέρους των Ρομά στο κατώτερο δυνατό επίπεδο στο οποίο είναι δυνατό να καθηλωθεί ένας πληθυσμός, κι αυτό με αποκλειστική και διαχρονική ευθύνη της λεγόμενης «πολιτείας».
Αν προχθές δυο οικογένειες μαχαιρώθηκαν γιατί είχαν οικογενειακές διαφορές, ο λόγος για τον οποίο οι οικογένειες (και όχι μόνο των Ρομά) μπορεί να φτάνουν να μαχαιρώνονται όταν έχουν οικογενειακές διαφορές, σχετίζεται απόλυτα με το μορφωτικό κενό που δεν παύουν να το αυξάνουν (όχι μόνο για τους Ρομά) οι ταξικοί φραγμοί και το ταξικό περιεχόμενο στην παιδεία (ταξικοί φραγμοί και περιεχόμενο που στην περίπτωση των Ρομά αποκτούν και φυλετικά χαρακτηριστικά), όπως το αυξάνει κι η τηλεοπτική και ψηφιακή μαζική κουλτούρα της βίας, της τσόντας, της πρέζας και της «προστασίας».
Αν προχθές ένας οδηγός ενοχλήθηκε από τα παιδάκια που ζητιανεύουν στα φανάρια και από την «ανάρμοστη» συμπεριφορά τους, ο λόγος είναι ότι τα παιδάκια αυτά δεν έχουν άλλον τρόπο να τραφούνε… Ο λόγος είναι ότι -σε συνθήκες όπου ακόμα και οι παραδοσιακοί τρόποι βιοπορισμού των Τσιγγάνων έχουν εξαλειφθεί όπως έχει εξαλειφθεί σχεδόν κάθε παραδοσιακός τρόπος που «βρήκαμε από τους γονείς μας» είτε είμαστε γύφτοι είτε είμαστε μπαλαμοί- ο μοναδικός υπαρκτός στην πραγματικότητα τρόπος βιοπορισμού της κοινωνίας, δηλαδή η εργασία, δεν είναι αποστερημένος μόνο για τους Τσιγγάνους αλλά για 1,5 εκατομμύριο ανέργους – και ακόμα κι αν «αύριο» η εργασία γινόταν αυτονόητη συνθήκη ζωής και βιοπορισμού για όλους θα έπαιρνε χρόνο τουλάχιστον μιας γενιάς για να προσαρμοστούν (μέσα από την ίδια την εμπειρία της ζωής τους όπως και μέσα από τη παιδεία) σε αυτή την αποκατεστημένη κοινωνική συνθήκη όλοι, και όχι μόνο οι Ρομά… Ο λόγος είναι ότι σε συνθήκες όπου μέσα σε αυτήν την κοινωνία ο καθένας είναι πεταμένος στην όποια «μοίρα» του που βρέθηκε γεννημένος μαζί της, η κοινωνική και οικονομική καθήλωση, το φάσμα της εξαθλίωσης, δεν αφορά μόνο τους Ρομά αλλά τον οποιοδήποτε κλείνει για πάντα το μαγαζί του, χάνει άγνωστο για πόσο καιρό τη δουλειά του, ή του τυχαίνει κάτι το αναπάντεχο ακόμα κι αν έχει το μαγαζί του και τη δουλειά του… Ο λόγος είναι ότι το αστικό κράτος, το οποίο διαχειρίζεται τις κοινωνικές υποθέσεις, δε δίνει δεκάρα για κανενός την ανθρώπινη ζωή, είτε είναι η ζωή του «λαϊκού» είτε είναι η ζωή του Τσιγγάνου, είτε είναι η ζωή του μετανάστη και του πρόσφυγα – έχοντας του καθενός τη ζωή είτε για υλικό κατανάλωσης στη μηχανή της κερδοφορίας των μονοπωλητών της κοινωνικής παραγωγικής δραστηριότητας είτε για υλικό ανακύκλωσης στον κάδο απορριμμάτων της κοινωνικής εξαθλίωσης. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ένας οδηγός ενοχλήθηκε από τα παιδάκια που ζητιανεύουν στα φανάρια και από την «ανάρμοστη» συμπεριφορά τους.
Όμως αυτή η κατάσταση όχι απλώς «πάει κι άλλο», όχι απλώς δεν υπάρχει «απροχώρητο», αλλά θα «προχωρήσει» και θα «πάει» μέχρι εκεί που πολλοί δεν μπορούν ούτε να φανταστούν, αν ο λαός, οι εργαζόμενοι και οι άνεργοι, οι προλετάριοι και οι μικροπαραγωγοί, η νεολαία κι οι γυναίκες δεν γυρίσουν την πλάτη σε αυτά, τα ανύπαρκτα πια, που «βρήκαμε από τους παππούδες μας» και δεν ενώσουν τις δυνάμεις τους για να κυριαρχήσουν οι ίδιοι στα μέσα της κοινωνικής τους δραστηριότητας και στον κοινωνικό της καρπό.
*
Έγραφα πριν 5 μέρες σε άλλη ιστοσελίδα: Οι ανασφαλείς γυρεύουν ασφάλεια. Οι ανασφάλιστοι γυρεύουν ασφάλιση. Πιο εύκολο όμως το να κραυγάζουν οι ανασφαλείς ζητώντας ασφάλεια και αστυνομία, παρά να ξεσηκωθούν οι ανασφάλιστοι ζητώντας ασφάλιση και υγειονομία (για να χρησιμοποιήσω τη λέξη με εμφανώς διαφορετική έννοια από την εκχυδαϊσμένη του καθημερινού λόγου: έλεγχοι για μύγες στη σαλάτα, απαγόρευση του καπνίσματος κλπ κλπ).
Η «εμφανώς διαφορετική έννοια» έχει να κάνει με την εγκαθίδρυση εκείνων των κοινωνικών – οικονομικών σχέσεων, που θα έχουν σαν αποτέλεσμα υγιείς -και όχι αρρωστημένες σε κάθε τους κύτταρο, όπως οι σημερινές- σχέσεις ανάμεσα στα άτομα, ανάμεσα στα άτομα και τον ανθρώπινο πολιτισμό, ανάμεσα στον ανθρώπινο πολιτισμό και τη φύση.
Ο ενοχλημένος οδηγός και ο προβληματισμένος τοπικός τύπος, εναποθέτουν τις ελπίδες τους στην αστυνομία (υποθέτω και στη «δικαιοσύνη»), που σαν εκπρόσωποι του ίδιου κράτους που είναι υπαίτιο για τις πληγές της κοινωνίας, καλούνται στο τέλος της μαθηματικής σχέσης ανάμεσα στο αίτιο και το αποτέλεσμα, να «κόψουν» τα μέλη του σώματος που έχουν πια ματώσει από αυτές τις πληγές.
Δεν ξέρω πόσοι ακριβώς είναι οι αστυνομικοί που εργάζονται στην Αστυνομική Διεύθυνση Ηλείας. Ας πούμε, ενδεικτικά, ότι είναι «300». Ξέρω όμως ότι πριν δυο-τρία χρόνια (και αποκλείεται η κατάσταση να είναι καλύτερη σήμερα) η «καλλικρατική» νομαρχία Ηλείας διέθετε συνολικά τρεις (3) κοινωνικούς λειτουργούς.
Δεν αμφιβάλλω ότι τα πράγματα τα «βρήκαμε έτσι από τους παππούδες μας». Απλά, αν τα πράγματα και οι αριθμοί αντιστρέφονταν και η Ηλεία διέθετε όχι 3 αλλά 300 κοινωνικούς λειτουργούς, οι οποίοι με τη σειρά τους διέθεταν τις αρμοδιότητες, τα μέσα και τις εξουσίες που κατ’ αναλογία διαθέτει σήμερα η αστυνομία, τότε (έστω και με μια δόση υπερβολής) θα ήταν ουσιαστικά αρκετοί για όλη την Ηλεία 3 αστυνομικοί ακόμα κι αν διέθεταν τις ουσιαστικά ανύπαρκτες αρμοδιότητες, μέσα και εξουσίες που διαθέτουν σήμερα οι κοινωνικοί λειτουργοί.
Όμως κάτι τέτοιο απαιτεί, και το απαιτεί επειγόντως, την αντιστροφή όλης της κοινωνικής πραγματικότητας, όλης της κοινωνικής «αριθμητικής».
Ώστε τα τσιγγανόπουλα που ενόχλησαν τον οδηγό στα φανάρια, να μπορέσουν να γνωρίσουν και έξω από τις φυλακές ανηλίκων τι είναι η εργασία, και τι άλλο μπορεί να είναι ο καρπός της εργασίας, η αμοιβή της, εκτός από μια μέρα ελευθερίας για κάθε δυο μέρες φυλάκισης.